Κερδίζει το στοίχημα της εξόδου από τη μεταμνημονιακή εποπτεία

Κοντά στο να κερδίσει ένα ακόμη σημαντικό στοίχημα, αυτό της απαλλαγής από τη μεταμνημονιακή εποπτεία, είναι η ελληνική οικονομία. Το επιτυχημένο «πέρασμα» από τη 14η αξιολόγηση αποτελεί το «κλειδί» για την κατάκτηση του στόχου, που αναμφίβολα θα λειτουργήσει ευεργετικά για τη χώρα, προσδίδοντας θετικό πρόσημο στην οικονομία της και στις προσπάθειες που κάνει για ανάκαμψη εν μέσω δυσμενών συνθηκών.

Γράφει ο Νώντας Βλάχος

Η αλήθεια είναι ότι η 14η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στη μεταμνημονιακή εποχή, διεξάγεται σ’ ένα άκρως εκρηκτικό «τάιμινγκ» για τη διεθνή κοινότητα, που σαφώς δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Ενεργειακή ακρίβεια, ανατιμήσεις, αυξάνουσες πληθωριστικές τάσεις και κίνδυνος για επισιτιστική κρίση-ελλείψεις σε βασικά προϊόντα, είναι ο δυσχερής συνδυασμός που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία. Υπό αυτές τις συνθήκες εισέρχεται στην τελευταία και κρίσιμη 14η αξιολόγηση, η οποία ωστόσο ορθώς δεν συνδέεται, όπως και οι προηγούμενες, με το περιρρέον κλίμα και τις συνθήκες που επικρατούν, αλλά αμιγώς με τα ορόσημα και τις μεταρρυθμίσεις που έχει δεσμευτεί η Αθήνα να υλοποιήσει.

Η υλοποίηση ή έστω η πρόοδος σε ικανοποιητικό βαθμό των μεταρρυθμίσεων, είναι το ζητούμενο για τους Θεσμούς στην επερχόμενη αξιολόγηση που εκκινεί την τρέχουσα εβδομάδα σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων και θα ολοκληρωθεί στις 6 Απριλίου με τη διαβούλευση των ιθυνόντων του υπουργείου Οικονομικών με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους. Η ελληνική οικονομία, η οποία κατόρθωσε εντός του 2021 να καταγάγει εντυπωσιακή ανάκαμψη, παρά τα δομικά της προβλήματα (χρέος στο 200% του ΑΕΠ, αύξηση ελλειμμάτων) που διογκώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας, επιζητά «επιτυχίες» όπως αυτή του τερματισμού της μεταμνημονιακής εποπτείας, προκειμένου να καταδείξει με εμφατικό τρόπο πως έχει αλλάξει οριστικά σελίδα. Επιθυμεί να καταστήσει σαφές ότι έχει κλείσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας «παθογένειες» που την οδήγησαν στη μνημονιακή περιπέτεια.

Η επιστροφή στην κανονικότητα, έστω και υπό την παρούσα αρνητική διεθνή συγκυρία, περνάει και μέσα από την απαλλαγή του μεταμνημονιακού καθεστώτος. Παράλληλα, μέσω της κατάκτησης του εν λόγω στόχου, η χώρα μας στέλνει σήμα προόδου στις αγορές και βάζει ένα σημαντικό λιθαράκι στο εγχείρημα της επενδυτικής βαθμίδας, που έχει μετακυλιστεί πλέον χρονικά για το 2023. Είναι αλήθεια πως η Αθήνα χρειάζεται τέτοιους «φάρους» επιτυχίας, προκειμένου να πείσει τους οίκους αξιολόγησης να άρουν τη «σκληρή» τους στάση. Oι τελευταίοι, κυρίως οι Moody’s και Standard Poor’s, συνεχίζουν να προσπερνούν τις ελληνικές αξιολογήσεις, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι θα «παιδέψουν» πολύ την Αθήνα, έως ότου την αναβαθμίσουν στο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας.

Ανεξαρτήτως πάντως από τη λογική που διέπει τους κορυφαίους οίκους αξιολόγησης, το οικονομικό επιτελείο συνεχίζει, ως οφείλει, τη στρατηγική του σ’ άλλους καίριους τομείς. Ένας από αυτούς είναι άρρηκτα συνυφασμένος με το «ένοχο» παρελθόν και δη με τα δάνεια που έλαβε η χώρα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μετά και την έγκριση από τους ESM και EFSF, το οικονομικό επιτελείο θα ολοκληρώσει και την τρίτη προεξόφληση των εν λόγω δανείων, με την οποία τακτοποιείται, δύο χρόνια πριν τη λήξη της, η συνολική οφειλή που ανέρχεται στα 8,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Από τις τρεις προεξοφλήσεις των δανείων, η Ελλάδα θα έχει όφελος 230 εκατομμύρια ευρώ, βάσει και των όσων έχει ανακοινώσει ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Επίσης, η Ελλάδα σχεδιάζει να αποπληρώσει νωρίτερα δάνεια GLF ύψους 2,65 δισ. ευρώ. Πρόκειται για μέρος των δανείων του πρώτου μνημονίου με 14 κράτη – μέλη της Ευρωζώνης, συνολικής αξίας 52,9 δισ. ευρώ.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα