Τουρισμός: Κερδίζει σε ποσότητα, αναζητά την ποιοτική αναβάθμιση

O τουρισμός αποτελεί τη σταθερά της ελληνικής οικονομίας. Άλλοτε το αποκούμπι σε χαλεπούς καιρούς και αρκετές φορές η τουρμπίνα που προσδίδει την έξτρα ώθηση, όταν τα πράγματα κυλούν ομαλά για την οικονομία. Στην παρούσα φάση το πρόσημο είναι θετικό για την ελληνική οικονομία και η «βαριά βιομηχανία» της, όπως αποκαλείται ο τουρισμός, αναμένεται να καταγράψει υψηλές επιδόσεις και το 2023.

Γράφει ο Νώντας Βλάχος 

Ήδη τα μηνύματα που έρχονται από τις αφίξεις και τις κρατήσεις που πραγματοποιούν οι tour operator εξωτερικού αλλά και εσωτερικού είναι ενθαρρυντικά, ενώ και οι αναλύσεις-εκτιμήσεις θεσμών και φορέων υποστηρίζουν ότι το 2023 θα είναι χρονιά ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό. Είναι πιθανό τα φετινά έσοδα να προσεγγίσουν τα 22 δισ.ευρώ και να ξεπεράσουν όχι μόνο τα περυσινά αλλά και αυτά του 2019 (κατά 20%), γεγονός που συνιστά… επιτυχία. Και αυτό γιατί το 2019 αποτέλεσε μια εμβληματική χρονιά για τον τουρισμό, όπου κατεγράφησαν σημαντικά ρεκόρ και ο πήχης των επιδόσεων ανέβηκε κατακόρυφα.

Ο εγχώριος τουρισμός συνεχίζει να κερδίζει στην ποσότητα, αυξάνοντας τους αριθμούς εσόδων, αφίξεων κτλ, όμως σ’ ό,τι αφορά στην ποιότητα απέχει ακόμη παρασάγγας από τα υψηλά στάνταρ και τους στόχους που έχουν τεθεί εδώ και χρόνια. Η ανάλυση της Eurobank είναι αποκαλυπτική για τα ποιοτικά κενά που εμφανίζει ο τουριστικός κλάδος, ο οποίος δεν έχει καταφέρει να στραφεί σε ένα υπόδειγμα που έχει δύο κεντρικούς άξονες:

-Λιγότεροι επισκέπτες που θα ξοδεύουν περισσότερα σε κάθε ταξίδι
=Επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου

Σύμφωνα με την ανάλυση της τράπεζας, η προβλεπόμενη αύξηση των τουριστικών εισπράξεων θα προκύψει ως αποτέλεσμα κλίμακας, δηλαδή της αύξησης του αριθμού των εισερχόμενων τουριστών και της αναλογικά μικρότερης μείωσης της δαπάνης ανά ταξίδι. Αναμένεται, δηλαδή, η συνέχιση μιας τάσης που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 12 περίπου χρόνια και έχει γίνει πιο ξεκάθαρη από το 2014 κι έπειτα, με εξαίρεση τα «πανδημικά» έτη 2020 και 2021.

Από τεχνικής άποψης, αυτή η τάση μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε «ποσοτικούς» παρά σε «ποιοτικούς» παράγοντες αν και η ονομαστική μέση δαπάνη των επισκεπτών στη χώρα μας ανά ημέρα παραμονής σε αυτή δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί σημαντικά την περίοδο 2005–2022 για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την ΤτΕ (2005–2010: €71,4˙ 2011–2016: €72,1˙ 2017–2022: €73,5 κατά μέσο όρο), η μέση διάρκεια της παραμονής τους έχει μειωθεί από 9,9 διανυκτερεύσεις κατά μέσο όρο την περίοδο 2005–2010, σε 7,9 διανυκτερεύσεις την περίοδο 2011–2016 και σε 7,6 διανυκτερεύσεις την περίοδο 2017–2022 (7,1 εξαιρουμένων των 2020 και 2021).

Η μετάβαση σε «ποιοτικότερο» τουρισμό

Δεν διαφαίνεται συνεπώς κάποια μετάβαση σε ένα υπόδειγμα με έμφαση στον «ποιοτικότερο» τουρισμό (δηλαδή μικρότερος αριθμός επισκεπτών με μεγαλύτερη δαπάνη ανά ταξίδι), η οποία –όπως έχουμε επισημάνει επανειλημμένα– είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αναβάθμιση, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητά του ελληνικού τουριστικού μεσοπρόθεσμα.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα