Το τέλος που ίσως γίνει αρχή

Τέλος στο διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας, που επισκίασε την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Λονδίνο, έβαλε η Ελλάδα από πλευράς της, στην προσπάθεια να κατευνάσει την διπλωματική καταιγίδα, που ξέσπασε προ ημερών. Μήλο της Έριδος η συλλογή του Βρετανικού Μουσείου και τα γλυπτά του Παρθενώνα.

Γράφει η Έλενα Βαβαδάκη

Δεδομένης της έκπληξης που προκάλεσε η απόφαση ακύρωσης της πολυαναμενόμενης συνάντησης – σε πρωθυπουργικό υπενθυμίζεται επίπεδο και με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να βρίσκεται ήδη στο Λονδίνο – είδαμε από πολλούς να προσδίδεται το χαρακτηριστικό της παιδαριώδους συμπεριφοράς και της εν θερμώ απόφασης στην διπλωματική ενέργεια. Πρόκειται ας μην ξεχνάμε για δύο χώρες συμμάχους ιστορικά, με ενωτικούς δεσμούς ακόμα και σήμερα σε βασικούς τομείς όπως η οικονομία και η άμυνα.

Βέβαια, πώς μία τέτοια απόφαση, μπορεί να αποδοθεί σε νευρικότητα και ενόχληση από τα λεγόμενα του κ.Μητσοτάκη, όταν αφορά την πολιτική και τις διεθνής σχέσεις; Δεν μπορεί. Ακόμη και η συνέντευξη του Έλληνα πρωθυπουργού, έλαβε χώρα, στο BBC τουλάχιστον 35 ώρες πριν την τελική ακύρωση. Χρόνος που στην διπλωματία, θεωρείται αρκετός για να συζητηθούν με σύνεση διπλωματικές θέσεις και να ληφθούν τελικές αποφάσεις, ειδικά μάλιστα όταν μιλάμε για μία χώρα όπως η Βρετανία.

Λόγω αυτού, λοιπόν από πολλούς μεταφράστηκε και ως κίνηση εσωτερικής πολιτικής με βλέψεις που αφορούν κυρίως στην αύξηση των ποσοστών του Συντηρητικού κόμματος, ενόψει και των εκλογών στην Βρετανία, το 2024 και στην εναντίωση στην αξιωματική αντιπολίτευση των Εργατικών που με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, είχε απειλητική, για την βρετανική κυβέρνηση, άνοδο. Από την πλευρά τους οι Εργατικοί, εμφανίζονται διαλλακτικοί σε συζητήσεις σε σχέση με τα γλυπτά του Παρθενώνα και προσανατολισμένοι πολύ περισσότερο στην διατήρηση των καλών εξωτερικών σχέσεων. «Εάν ο πρωθυπουργός δεν είναι σε θέση να συναντηθεί με έναν Ευρωπαίο σύμμαχο με τον οποίο η Βρετανία έχει σημαντικούς οικονομικούς δεσμούς, αυτό είναι μια ακόμη απόδειξη ότι δεν είναι σε θέση να παράσχει τη σοβαρή οικονομική ηγεσία που απαιτεί η χώρα μας.», δήλωσε εκπρόσωπος του εργατικού κινήματος, ενώ νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα και πριν τις συνομιλίες με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ακούσαμε τον Στάρμερ να επισημαίνει ότι είναι ανοιχτός σε μία συμφωνία δανείου με την Ελλάδα.

Αντίθετα ανώτερη πηγή των Συνητηρητικών δηλώνει :« Η θέση μας είναι ξεκάθαρη – τα Ελγίνεια Μάρμαρα αποτελούν μέρος της μόνιμης συλλογής του Βρετανικού Μουσείου και ανήκουν εδώ. Είναι απερίσκεπτο για οποιονδήποτε Βρετανό πολιτικό να προτείνει ότι αυτό υπόκειται σε διαπραγμάτευση». Μία δήλωση που βέβαια αρκεί για να κατανοήσουμε πλήρως την οπτική προς τα γλυπτά του Παρθενώνα και χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση, εφόσον δεν πρόκειται αρχικά για κάποια μάρμαρα “συλλέκτη” αλλά για έργα γλυπτικής τέχνης. Επίσης, δεν είναι Ελγίνεια, δημιουργήθηκαν αιώνες πριν τον εν λόγω λόρδο και δεν αποτελούν κτήμα ή κομμάτι συλλογής αλλά πολιτισμική κληρονομιά. Η αίσθηση ιδιοκτησίας σε αναπόσπαστα μέρη ενός πολιτισμού, δεν μπορεί παρά να προσβάλει. Τα έργα τέχνης ως κομμάτια της ιστορίας, που κανείς δεν μπορεί να αλλάξει, δεν αποτελούν κτήμα καμίας κυβέρνησης και κανενός μουσείου παρά μόνο ανήκουν εκεί που πήραν μορφή και οφείλουν να επιστέψουν στο μέρος για το οποίο φιλοτεχνήθηκαν, το μέρος το οποίο ενέπνευσε τους δημιουργούς τους. Αυτή όμως είναι μία συζήτηση που το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και άλλες δυτικές χώρες, πασχίζουν χρόνια να διατηρήσουν σε χαμηλούς τόνους με τον φόβο του μαζικού ισχυρού αιτήματος επιστροφής, που θα ξεγυμνώσει πολλά μουσεία των άλλοτε αποικιοκρατικών χωρών, γιατί κάτι τέτοιο δεν αφορά μονάχα τον ελληνικό πολιτισμό αλλά αρκετούς στον κόσμο.

Η κίνηση του Σούνακ, ενδεχομένως να είχε λειτουργήσει υπέρ του μόνον περίπτωση, που οι Βρετανοί πολίτες ενδιαφέρονταν αρκετά για τα γλυπτά. Κάτι τέτοιο βέβαια, δεν συνέβη καθώς ανάμεσα στις οικονομικές δυσκολίες, την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας, της διακίνησης ναρκωτικών και την ραγδαίας αύξηση των άστεγων πολιτών στην Βρετανία, τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν δείχνουν να είναι ψηλά στην λίστα. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τους Βρετανούς σε βαθμό 66% να διαφωνούν κάθετα με την απόφαση του πρωθυπουργού τους, σε 22% να μην ενδιαφέρονται και μονάχα ένα ποσοστό της τάξεως το 11%, μένει να στηρίζει την απόφαση.
Δείγμα που προδίδει την ανάγκη του Ηνωμένου Βασιλείου για πιο ουσιαστική πολιτική, που σίγουρα δεν χωρά εχθρότητες. Για την ώρα πάντως είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ίσως επιθυμούσε ο Ρίσι Σούνακ, με αναλυτές να μιλούν για περαιτέρω άνοιγμα της ψαλίδας στις επόμενες δημοσκοπήσεις. Παράλληλα, την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης φαίνεται να απέκτησε η επιστροφή των γλυπτών και μετά τις τελευταίες εξελίξεις, προσοχή που οποιαδήποτε καμπάνια δεν θα κατάφερνε με τέτοια επιτυχία.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα