Η σημασία της Γροιλανδίας στην αμερικανική εξωτερική πολιτική

Πρόσφατα παρακολούθησα στο σινεμά την ταινία «Greenland: το τελευταίο καταφύγιο», η οποία αποτέλεσε το έναυσμα για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου.Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από έναν κομήτη που απειλεί με αφανισμό τη Γη. Θραύσματα του κομήτη αυτού πλήττουν  πόλεις της αμερικανικής ηπείρου, επιφέροντας τεράστιες καταστροφές. Επειδή το γεγονός αυτό ήταν αναμενόμενο και πριν προλάβουν τα θραύσματα αυτά να ισοπεδώσουν τις ΗΠΑ, οι αμερικανικές αρχές προβαίνουν σε επιλογή αμερικανών πολιτών, για να διασώσουν αυτούς και τις οικογένειες τους μεταφέροντάς τους σε ειδικά καταφύγια  και ειδικότερα στη Γροιλανδία.

Γράφει η Βίκυ Μανιάτη

Η επιλογή τους δεν ήταν τυχαία, καθότι επιλέχθηκαν βάσει των ικανοτήτων που διέθεταν, ώστε να συνδράμουν στην ανοικοδόμηση της καταστραμμένης ηπείρου την επόμενη ημέρα. Η ταινία αν και επιστημονικής φαντασίας, καταδεικνύει ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, που έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με το δόγμα Μονρόε. Και αυτό δεν είναι άλλο από την ανάγκη προσάρτησης νέων εδαφών που θα εξασφαλίζουν αφενός τη διατήρηση της θέσης των ΗΠΑ στο διεθνές στερέωμα ως υπερδύναμη και αφετέρου την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων. Στα εδάφη αυτά συγκαταλέγεται η Γροιλανδία, που αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού σημαντικών κρατών τα τελευταία χρόνια.

Τον Αύγουστο του 2019, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντ. Τραμπ υπέβαλε πρόταση για εξαγορά της Γροιλανδίας, η οποία απορρίφθηκε από τη Δανική κυβέρνηση. Αρκετοί την θεώρησαν άστοχη και αδικαιολόγητη ενώ άλλοι ότι ήταν μια γεωπολιτική κίνηση απολύτως δικαιολογημένη. Ωστόσο, η πρόταση αυτή καταδεικνύει την αυξανόμενη αξία της Γροιλανδίας, που εντοπίζεται σε δυο παράγοντες: την υπερθέρμανση του πλανήτη και την επιδίωξη της Κίνας να ενισχύσει την παρουσία της στην Αρκτική.

Η Γροιλανδία είναι το μεγαλύτερο νησί και η μεγαλύτερη εξαρτώμενη περιοχή του πλανήτη. Η έκταση του νησιού είναι 2.1 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, ξεπερνώντας την έκταση της Γαλλίας, Γερμανίας, Ισπανίας και Ουκρανίας μαζί. Το 80% του νησιού αποτελείται από πάγο και οι συνολικά 550.000 κάτοικοι του συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα και στις λιγοστές ακόμα πόλεις, οι οποίες βρίσκονται κυρίως στην πλευρά της αμερικανικής ηπείρου, ασύνδετες μεταξύ τους από οδικό δίκτυο. Γεωγραφικά, πολιτιστικά και δημογραφικά το νησί τοποθετείται στην Βόρεια Αμερική. Βασική πηγή πορισμού είναι η αλιεία και η εκμετάλλευση του φυσικού και ορυκτού πλούτου της νήσου ενώ τα κρατικά έσοδα κατά το ήμισυ προέρχονται από τις επιδοτήσεις της Δανίας, γεγονός που επεξηγεί την εξάρτηση της Γροιλανδίας από τη Δανία ή όποια άλλη χώρα έχει τη διάθεση και τα κεφάλαια να επενδύσει στην παγωμένη και άγονη αυτή έκταση.

Η πρόταση εξαγοράς της Γροιλανδίας, παρότι προκάλεσε την έκπληξη αρκετών, δεν είναι κάτι νέο. Ο Ντ. Τραμπ επιδιώκει κατ΄ αυτόν τον τρόπο την αναβίωση ενός αμερικανικού ονείρου που χρονολογείται από το 1867. Και ούτε η Γροιλανδία ήταν η μόνη εξαγορά εδαφών που έχει εξετάσει η αμερικανική ηγεσία. Το 1867, ενώ ήταν Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ ο William H. Seward, οι ΗΠΑ αγόρασαν την Αλάσκα από τη Ρωσία. Το 1868 έλαβε μια έκθεση από τον τότε Υπουργό Οικονομικών, Robert Walker, αναφορικά με τους πόρους της Ισλανδίας και της Γροιλανδίας. Στην έκθεση αυτή, ο Walker περιέγραφε τη Γροιλανδία με δέος εκθέτοντας τα οφέλη – κυρίως οικονομικής φύσεως – που παρουσιάζει αυτή η εξαγορά για τα αμερικανικά συμφέροντα: α. την τεράστια έκτασή της, καθώς υπερβαίνει τη μισή έκταση ολόκληρης της Ευρώπης, β. την αρκετά μεγαλύτερη σε έκταση ακτογραμμή, με πλούσια αποθέματα ορυκτού πλούτου και τους πλέον εκτενείς και προστατευμένους ιχθυότοπους», γ. τη δυνατότητα πλοήγησης ατμόπλοιων από τα λιμάνια της Γροιλανδίας ως την Αλάσκα μέσω Κίνας, Ιαπωνίας, Όρεγκον και Καλιφόρνιας,  . τα πλούσια αποθέματα κάρβουνου στον δυτικό κόλπο, όπου η δυνατότητα εξόρυξης του έχει χαμηλό κόστος, και το κυριότερο είναι η μόνη περιοχή όπου υπάρχουν πλούσια και ανεξάντλητα αποθέματα κρυόλιθου, από τα πλέον σημαντικά ορυκτά, με διαρκώς αυξανόμενη αξία και χρήση. Όλα αυτά θα συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του ρόλου των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπόριο. Πέρα όμως από τα αναμφισβήτητα σημαντικά οικονομικά οφέλη, υπήρχε και πολιτική σκοπιμότητα για την εξαγορά της Γροιλανδίας. Και αυτή ήταν η τελική προσάρτηση του Καναδά (τότε ανήκε στις αποικίες της Βρετανικής αυτοκρατορίας) που θα συνέβαλε στην επέκταση των ΗΠΑ από τον Ατλαντικό ως τον Ειρηνικό Ωκεανό. Όμως, οι τότε συγκυρίες δεν ευνόησαν την ευόδωση αυτού του εγχειρήματος.

Στη συνέχεια, οι ΗΠΑ επεδίωξαν την αγορά των Παρθένων Νήσων από τη Δανία, η οποία για να συμφωνήσει στην αγορά, έθεσε ως όρο την αποδοχή – από την πλευρά των ΗΠΑ – της δανικής κυριαρχίας στο σύνολο της Γροιλανδίας. Πράγματι, την 4η Αυγούστου 1916, η αμερικανική κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν αντιταχθεί στην επέκταση των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων της δανέζικης κυβέρνησης. Η δανική κυριαρχία στη Γροιλανδία αναγνωρίστηκε την 5η Απριλίου 1933 με απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης.

Ωστόσο, η γεωστρατηγική σημασία της Γροιλανδίας άρχισε να διαφαίνεται επτά δεκαετίες αργότερα με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Η Γερμανία εισέβαλε στη Δανία την 9η Απριλίου 1940 και την κατέλαβε, αποκόπτοντας τις γραμμές επικοινωνίας της με την Γροιλανδία, που δεν ήταν υπό γερμανική κατοχή. Το 1941, ο Δανός πρέσβης στην Ουάσινγκτον, Henril Kauffmann, υπέγραψε με τις ΗΠΑ ένα αμυντικό σύμφωνο, που προέβλεπε εκτεταμένα δικαιώματα των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη Γροιλανδία  με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής προστασίας, καθώς η ηπειρωτική Δανία τελούσε υπό γερμανική κατοχή. Από τότε, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία είναι συνεχής.

Η σημασία του συμφώνου έγκειται στο ότι έδινε το δικαίωμα στις ΗΠΑ να ιδρύσουν, να διατηρήσουν και να λειτουργήσουν βάσεις στις αμυντικές περιοχές στην Γροιλανδία που ήταν αναγκαίες για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης στην περιοχή. Το κρίσιμο σημείο στη Συνθήκη είναι η πρόβλεψη χρονοδιαγράμματος τερματισμού της στο άρθρο 10 παρ. 2. Η συνθήκη θα παρέμενε εν ισχύ, έως ότου υπήρχε συμφωνία μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών ότι οι υφιστάμενες απειλές κατά της αμερικανικής ηπείρου έπαυαν να υπάρχουν.

Μετά τον τερματισμό του Β’ Π.Π., η Δανία επιθυμούσε να συνεχίσει την ουδέτερη στάση που είχε υιοθετήσει. Κάτι που σήμαινε πρακτικά την απομάκρυνση των Αμερικανών από την περιοχή. Οι ΗΠΑ από την άλλη έδειχναν απρόθυμες για αποχώρηση, διότι θεωρούσαν την Γροιλανδία ως ανάχωμα για μια ενδεχόμενη επίθεση από τη Ρωσία.  Επιθυμούσαν συνεχή στρατιωτική παρουσία στην περιοχή και εξέταζαν μεταξύ άλλων και την εγκατάσταση μιας σημαντικής βάσης στην πόλη Thule. Το 1946, ο πρόεδρος Τρούμαν υπέβαλε προσφορά για την εξαγορά της Γροιλανδίας. Η προσφορά αυτή αποτελούσε αντιπρόταση των ΗΠΑ προς τη δανέζικη κυβέρνηση που επιθυμούσε να τερματίσει τη συμφωνία του 1941. Εκτός από το ότι η αγορά γης συνιστούσε ένα σημαντικό πολιτικό εργαλείο για τις ΗΠΑ, καθότι συνέβαλε στην επέκταση της αμερικανικής ηγεμονίας, η πρόταση της εξαγοράς της Ιρλανδίας αποσκοπούσε και στην εδραίωση της θέσης των ΗΠΑ στο νέο σκηνικό που διαμορφωνόταν μετά τον Β’ Π.Π. και στην άσκηση πίεσης στα ευρωπαϊκά κράτη να θέσουν τέλος στην αποικιακή κυριαρχία σε υπερπόντια εδάφη. Όπως για παράδειγμα, σημαντική πίεση ασκείτο στην Ολλανδική κυβέρνηση να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ινδονησίας. Ο Δανός πρέσβης Gustav Rasmussen απέρριψε την αμερικανική πρόταση.

Η νέα αμυντική Συμφωνία του 1951 (υπογράφτηκε στην Κοπεγχάγη στις 27 Απριλίου 1951) έδωσε στις ΗΠΑ ευρεία εξουσία για στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις περιοχές όπου υπήρχαν βάσεις και σχεδόν απεριόριστη εξουσία να εκτελεί πτήσεις στην επικράτεια της Γροιλανδίας (άρθρα 2 και 3).  Tο 1957, η ανησυχία των ΗΠΑ για τη Σοβιετική Ένωση που είχε στο οπλοστάσιο της διηπειρωτικούς πυραύλους, οδήγησε την αμερικανική ηγεσία να υποβάλει αίτημα προς τη Δανία για εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στην περιοχή. Ο τότε Δανός πρωθυπουργός H.C.Hansen δεν προέβαλε καμία αντίρρηση. Μάλιστα σε έκθεση της δανικής κυβέρνησης προς το Κοινοβούλιο το 1995, η απάντηση του Hansen εκλήφθηκε ως ξεκάθαρο πράσινο φως προς τις ΗΠΑ για αποθήκευση πυρηνικών στη στρατιωτική βάση της Thule. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το 1968 (31 Μαίου), υπογράφτηκε συμπλήρωμα στη συμφωνία του 1951, όπου προβλεπόταν ότι οι ΗΠΑ δεν θα προέβαιναν σε αποθήκευση πυρηνικών όπλων στη Γροιλανδία χωρίς την άδεια της δανέζικης κυβέρνησης.

Τα πράγματα άλλαξαν το 1979, όταν η Γροιλανδία απέκτησε μερική ανεξαρτησία. Η Δανία εξακολουθεί να εποπτεύει και να αποφασίζει για τους τομείς της άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής (στις περισσότερες πτυχές της) και της νομισματικής πολιτικής. Όμως, η επιχορήγηση του προϋπολογισμού της Γροιλανδίας από τη Δανία ετησίως συνιστά ένα εμπόδιο στην πλήρη ανεξαρτητοποίηση της. Μια εικοσαετία αργότερα, το 2009 το Δανικό κοινοβούλιο αναγνώρισε το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης στο λαό της Γροιλανδίας με νομοθετική πράξη, όπου καθορίζεται η διαδικασία με την οποία η Γροιλανδία μπορεί να επιδιώξει την απόκτηση ανεξαρτησίας της με τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Με άλλα λόγια, η Δανία δεν θα έχει τη δικαιοδοσία να πουλήσει τη Γροιλανδία, χωρίς τη συμφωνία του λαού και του Κοινοβουλίου της.

Αυτές οι εξελίξεις προκαλούν ανησυχία στις ΗΠΑ, που επιθυμούν τη διατήρηση του αμερικανικού ελέγχου στην περιοχή. Και σίγουρα η πλήρης ανεξαρτητοποίηση της Γροιλανδίας θα δυσχέραινε την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων. Εκτός όμως από την ανεξαρτητοποίηση της Γροιλανδίας, ανησυχία προκαλεί στην αμερικανική ηγεσία η εμπλοκή και άλλων χωρών στην περιοχή με προεξάρχουσα την Κίνα, που αποτελεί μέλος του Αρκτικού Συμβουλίου από το 2013. Το κινεζικό ενδιαφέρον στην Αρκτική και στη Γροιλανδία έγκειται στη γεωστρατηγική της θέση, στις ευκαιρίες για τον τομέα της ναυτιλίας λόγω της κλιματικής αλλαγής, στην εξόρυξη πόρων και στην ανάπτυξη υποδομών. Επιπλέον, η εξάρτηση της Κίνας από τη Μέση Ανατολή σε πετρέλαιο, καθιστά την Αρκτική και τη Γροιλανδία μια σοβαρή εναλλακτική για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών σε πετρέλαιο και στην διαφοροποίηση των ενεργειακών της πηγών. Πονοκέφαλο στις ΗΠΑ προκαλεί και η κινεζική σύμπραξη με τη Ρωσία, εξαιτίας των οικονομικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν σε βάρος της από την Ε.Ε. και της απειλής που αισθάνεται από την αμερικανική παρουσία.

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτός ο ρόλος της Γροιλανδίας στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Τα πλεονεκτήματα της περιοχής (πλούσια αποθέματα ορυκτών πόρων, γεωστρατηγική θέση, το λιώσιμο των πάγων που θα συμβάλει στην άνοδο της στάθμης των θαλασσών αλλά στην αύξηση των υδρογονανθράκων, κ.λ.π) την καθιστούν πολύτιμη για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η σημασία της διαφαίνεται και από την θέση που κατέχει στην αμερικανική πολιτική για την Αρκτική, που παρουσιάστηκε το Μάιο του 2019 σε μια Σύνοδο του Αρκτικού Συμβουλίου. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Mike Pompeo παρουσίασε τις προτεραιότητες των ΗΠΑ για την περιοχή (Looking North), υπογραμμίζοντας ότι οι ΗΠΑ αποτελούν αρκτικό έθνος. Τέλος, η επανεγκατάσταση προξενείου στην περιοχή Nuuk την 10η Ιουνίου 2020 αποτελεί μια ακόμα απτή απόδειξη για το αμερικανικό ενδιαφέρον στη Γροιλανδία προς εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων και βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων με τη Δανία.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα