To χρέος των τραπεζών να στηρίξουν την κοινωνία

Λένε ότι ένας τραπεζίτης σου δίνει μια ομπρέλα όταν έχει λιακάδα και την ζητάει πίσω όταν αρχίζει να βρέχει. Τι γίνεται, όμως, όταν ο τραπεζίτης έχει αγοράσει την ομπρέλα με λεφτά του κράτους, των φορολογούμενων, αλλά αρνείται να την ανοίξει όταν αρχίζει η βροχή, δηλαδή όταν επιδεινώνεται η οικονομική κατάσταση και η κοινωνία χρειάζεται στήριξη από τις τράπεζες;

Γράφει ο *Γρηγόρης Σαμπάνης

Κάπως έτσι θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς τα ερωτήματα που προσπαθούν να απαντήσουν αυτή την περίοδο η κυβέρνηση, οι τράπεζες και η ελληνική κοινωνία, καθώς τα ρεκόρ του πληθωρισμού, οι μεγάλες αυξήσεις στα ευρωπαϊκά επιτόκια και η αναμενόμενη οικονομική επιβράδυνση φέρνουν ισχυρή πίεση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά και το τραπεζικό σύστημα καλείται να προσφέρει τη δική του συνεισφορά στην υπέρβαση της νέας κρίσης.

Κανείς στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα πανηγύριζε, λέγοντας «έκλεισα τις τράπεζες»!, όπως συνέβη την εποχή της δήθεν ηρωικής διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση έχει δείξει ότι αντιλαμβάνεται τον κομβικό ρόλο των τραπεζών στην οικονομία και τους πρόσφερε ισχυρή στήριξη για να ολοκληρώσουν το τελευταίο στάδιο της εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων τους. Μπορεί να μην υπήρξαν νέες ανακεφαλαιοποιήσεις με χρήμα από τους φορολογούμενους, όμως το πρόγραμμα «Ηρακλής» απαίτησε κρατικές εγγυήσεις δεκάδων δισ., που είναι ενδεχόμενο να προστεθούν τελικά στο δημόσιο χρέος.

Η σημερινή κυβέρνηση δεν νοσταλγεί άλλες εποχές υπερβολικής παρέμβασης του κράτους στον τραπεζικό τομέα, ούτε παρεμβαίνει στη λειτουργία των τραπεζών για να κατευθύνει τη δανειοδοτική τους πολιτική με πολιτικά/κομματικά κριτήρια. Αντιλαμβάνεται όμως πολύ καλά ότι οι τράπεζες ακολουθούν, ιδιαίτερα από το καλοκαίρι που άρχισαν να αυξάνονται τα επιτόκια από την κεντρική τράπεζα, μια μονόπλευρη πολιτική μεγιστοποίησης της κερδοφορίας τους, που δεν συνάδει με τις ανάγκες της κοινωνίας και τη στήριξη που έχουν πάρει από τους φορολογούμενους.

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο, ίσως, που δείχνει ότι πήραν οι τράπεζες λάθος κατεύθυνση συμπυκνώνεται σε ένα δείκτη: το περιθώριο επιτοκίου, δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανείων και καταθέσεων. Τον Αύγουστο, αμέσως μετά την πρώτη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ, το περιθώριο, που καθορίζει και σε μεγάλο βαθμό την κερδοφορία των τραπεζών, ήταν 3,96%. Τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, είχε εκτιναχθεί στο 4,81%.

Αυτό αποτελεί μια σαφή ένδειξη ότι οι τράπεζες αυξάνουν πολύ ταχύτερα τις επιβαρύνσεις των δανειοληπτών, από όσο αυξάνουν τα επιτόκια για τους καταθέτες, με σκοπό να αξιοποιήσουν την αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων για να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους.

Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες δεν δείχνουν ενδιαφέρον για τη λήψη μέτρων που θα αποτρέψουν τις υπερβολικές επιβαρύνσεις ασθενέστερων δανειοληπτών με στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, που πλέον βλέπουν κάθε μήνα τις δόσεις να αυξάνονται με αυτόματη αναπροσαρμογή στο ευρωπαϊκό διατραπεζικό επιτόκιο και εύλογα αναμένεται ότι ορισμένοι εξ αυτών θα «λυγίσουν» και θα αφήσουν τα δάνειά τους σε καθυστέρηση.

Η κυβέρνηση της Ισπανίας κατέληξε πρόσφατα σε μια συμφωνία με τις τράπεζες της χώρας, που έχει στόχο να προστατεύσει τους οικονομικά ασθενέστερους, αλλά και νοικοκυριά της μεσαίας τάξης από ακραίες επιβαρύνσεις στις δόσεις των δανείων, που θα μπορούσαν να επαναφέρουν τη χώρα στην τραυματική περίοδο της προηγούμενης δεκαετίας, με τους μαζικούς πλειστηριασμούς και εξώσεις.

Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας υπέδειξε στις τράπεζες να ακολουθήσουν το ισπανικό μοντέλο και απέρριψε τη δική τους πρόταση να μεταφερθεί και πάλι η επιβάρυνση στους φορολογούμενους, μέσω ενός νέου προγράμματος επιδοτήσεων τύπου «Γέφυρα». Ήταν η σωστή πρωτοβουλία, στη σωστή στιγμή: αναμφίβολα, οι τράπεζες κάτι θα χάσουν με τη διευκόλυνση των δανειοληπτών, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, όμως η κοινωνία, η οικονομία και τελικά οι ίδιες οι τράπεζες θα κερδίσουν, εάν αποφευχθεί ένα νέο κύμα προβληματικών στεγαστικών δανείων.

Στη διαπραγμάτευση με τους τραπεζίτες, ο κ. Σταϊκούρας έχει ζητήσει διορθωτικές παρεμβάσεις και σε άλλα πεδία της πολιτικής των τραπεζών, για τις οποίες ίσως να μην χρειαζόταν να συζητούμε σήμερα, αν η μεγάλη κρίση δεν είχε μετατρέψει τον τραπεζικό κλάδο σε έναν κλάδο πλήρως ελεγχόμενο από μόλις τέσσερις τράπεζες, αν δεν είχαν «σβήσει» από τον χάρτη κρατικές τράπεζες με ισχυρή παρουσία στην αγορά, (Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο) και αν υπήρχε, εντέλει, πραγματικός ανταγωνισμός στην αγορά, ώστε η τιμολόγηση των επιτοκίων και των προμηθειών να ήταν περισσότερο ορθολογική.

Έχει ζητήσει, για παράδειγμα, να δώσουν τέλος οι τράπεζες στην πολιτική της ουσιαστικά μηδενικής αύξησης επιτοκίων στις καταθέσεις. Ή να επανεξετάσουν ορισμένες προμήθειες που επιβάλλονται σε καθημερινές συναλλαγές, που είναι υπερβολικές με όποιο κριτήριο και αν τις αξιολογήσει κανείς. Παράλληλα, ο κ. Σταϊκούρας ζητά με επιμονή από τις τράπεζες να σταματήσουν την παρελκυστική πολιτική τους στις ρυθμίσεις δανείων με τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό και να αρχίσουν, επιτέλους, να αποδέχονται τις ρυθμίσεις που βγαίνουν με δίκαιο τρόπο με βάση ειδικό αλγόριθμο.

Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, όπου με λίγα λάθη στην οικονομία θα μπορούσαμε να χάσουμε τη δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας μετά τη μεγάλη κρίση και την πανδημία, οι επικεφαλής των ελληνικών τραπεζών οφείλουν να κάνουν αυτό ακριβώς που έχει τονίσει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης: να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Κοιτάζοντας μόνο τους αριθμούς στις οικονομικές καταστάσεις, εστιάζοντας μόνο στα μερίσματα των μετόχων και στα μπόνους των στελεχών, οι τράπεζες θα αποδεικνύονταν κατώτερες των περιστάσεων και θα είχαν πολλά να χάσουν στο μέλλον.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα