Τα τρία χρόνια που άλλαξαν την πορεία της Ελλάδας

Στα τρία χρόνια της θητείας της, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διαχειρίσθηκε με επιτυχία μεγάλες κρίσεις, χωρίς να χάσει τον βηματισμό της στην εφαρμογή ενός πολυδιάστατου σχεδίου μεταρρυθμίσεων, για τις οποίες δεσμεύθηκε προεκλογικά στον λαό και είναι απολύτως αναγκαίες για την κατάκτηση της ευημερίας και της ασφάλειας τις επόμενες δεκαετίες. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι άλλαξε την πορεία της χώρας.

Γράφει ο *Γρηγόρης Σαμπάνης

Ύστερα από μια δεκαετία περιδίνησης της εθνικής οικονομίας σε μια πρωτοφανή, μετά τον Πόλεμο, κρίση, το καλοκαίρι του 2019 η Ελλάδα έβγαινε από τα μνημόνια, αφού η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχε υποχρεωθεί να εφαρμόσει το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο, στο οποίο οδήγησε τη χώρα με την αλλοπρόσαλλη και επικίνδυνη πολιτική της δήθεν ηρωικής διαπραγμάτευσης.

Ο ελληνικός λαός έδωσε στον Κυριάκο Μητσοτάκη μια «βαριά» πολιτική εντολή, να οδηγήσει τη χώρα στο επόμενο στάδιο μετά την κρίση: να περάσουμε από την εποχή της ύφεσης σε μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία. Και από την εποχή της λιτότητας και των δυσβάστακτων επιβαρύνσεων των πολιτών με υπέρογκους φόρους και συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, σε μια νέα εποχή ελάφρυνσης της φορολογίας και ενίσχυσης των υπηρεσιών του κράτους προς τους πολίτες.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εκπλήρωσε όλες αυτές τις προσδοκίες μέσα σε μια τριετία. Το μείγμα πολιτικής που ακολούθησε αποδεικνύεται ότι ήταν το κατάλληλο όχι μόνο για να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός για την ανάταξη της οικονομίας, αλλά και για να σταθεί όρθια η χώρα μπροστά σε μια πρωτοφανή κρίση, που δημιουργήθηκε από την πανδημία, και η οποία θα μπορούσε να έχει καταστροφική εξέλιξη χωρίς τους κατάλληλους χειρισμούς από την κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση κατάφερε να κρατήσει μια χρυσή ισορροπία: η δημοσιονομική πολιτική, παρότι στήριξε την οικονομία με ποσά που υπερβαίνουν τα 50 δισ. ευρώ για να μετριασθούν οι επιπτώσεις της πανδημίας και, αργότερα, του υψηλού πληθωρισμού, ταυτόχρονα δεν ξέφυγε από τον εθνικό στόχο της διατήρησης της βιωσιμότητας του χρέους, κάτι που αναγνωρίσθηκε σε διαδοχικές αξιολογήσεις από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς.

Παράλληλα, ακόμη και σε συνθήκες που εύκολα θα μπορούσαν να αποδιοργανώσουν μια κυβέρνηση, προωθήθηκαν πολλές και μεγάλες μεταρρυθμίσεις, όχι επειδή τις επέβαλαν εκβιαστικά οι Ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ, αλλά διότι τις είχε εγκρίνει ο ελληνικός λαός με την ψήφο του στο πρόγραμμα της ΝΔ και ήταν πραγματικά αναγκαίες για να κατακτηθεί με βιώσιμο τρόπο η ανάπτυξη.

Δεν θα απαριθμήσουμε αυτές τις μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, είναι στους περισσότερους γνωστά. Ίσως αξίζει να ξεχωρίσουμε με κριτήριο τη μακροπρόθεσμη επίδραση τους στην οικονομική δραστηριότητα δύο μεγάλες παρεμβάσεις της κυβέρνησης: Το τεράστιο πρόγραμμα ψηφιακής αναβάθμισης του κράτους, με παράλληλη προσέλκυση στρατηγικής σημασίας επενδύσεων από διεθνείς κολοσσούς και την εκκίνηση ενός τεράστιου προγράμματος έργων υποδομής, προϋπολογισμού 13 δισ., το οποίο θα αλλάξει το πρόσωπο της χώρας, σε συνδυασμό με εμβληματικά έργα, όπως η ανάπλαση στο Ελληνικό.

Έχει αξία να δούμε ορισμένα από τα αποτελέσματα των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, που κάθε καλόπιστος παρατηρητής θα αναγνώριζε:

-Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία (το 2021) ήταν η Τρίτη δυναμικότερη στην ευρωζώνη. Ακόμη και το 2022, όπου η οικονομία δοκιμάζεται από τον υψηλό πληθωρισμό που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ελλάδα αναμένεται να έχει έναν από τους καλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Η Τράπεζα της Ελλάδος προέβλεπε ρυθμό 3,2% φέτος, αλλά ήδη ανήγγειλε ότι θα τον αναθεωρήσει επί τα βελτίω.

-Ταυτόχρονα, το χρέος, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, έχει επανέλθει σε πορεία μείωσης μετά την αναγκαστική αύξηση λόγω της πανδημίας. Η πορεία για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης συνεχίζεται χωρίς παρεκκλίσεις και πολύ σύντομα, πιθανότατα στις αρχές του 2023, η χώρα θα έχει επανέλθει στο σημείο όπου βρισκόταν πριν την κατάρρευση του 2009 – 2010, κάτι που σημαίνει ότι θα ανοίξει ο δρόμος για επενδύσεις από μεγάλο αριθμό ξένων επενδυτικών οίκων, οι οποίοι ως τώρα είχαν την Ελλάδα σε «μαύρη λίστα», λόγω χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης.

-Στην πραγματική οικονομία, αυτή η πρόοδος έχει άμεση και ορατή επίδραση. Το 2021, η χώρα έφθασε σε ρεκόρ εικοσαετίας στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, καθώς κατοχυρώνει τη θέση της ως μια σταθερή οικονομία με ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές. Πρωτοφανής, εδώ και πολλά χρόνια, είναι και η δραστηριοποίηση των Ελλήνων, μικρών ή μεγαλύτερων επενδυτών, που αρχίζουν να πιστεύουν στις προοπτικές της οικονομίας και να υλοποιούν επενδυτικά σχέδια. Τα 70 δισ. ευρώ που έχει συνολικά εξασφαλίσει η κυβέρνηση από τα ευρωπαϊκά ταμεία (Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ) αθροίζονται με τα ξένα και ελληνικά ιδιωτικά κεφάλαια που κατευθύνονται στην οικονομία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια επενδυτική «έκρηξη» τα επόμενα χρόνια, ύστερα από μια δεκαετή περίοδο «ξηρασίας». Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν αυτονόητο, χρειάσθηκε σκληρή και αποτελεσματική δουλειά της κυβέρνησης για να φθάσουμε σε αυτό το σημείο.

Αλλά και στην εξωτερική πολιτική, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ακολούθησε μια πορεία που καταλήγει στην ουσιαστική ενίσχυση της διεθνούς θέσης της χώρας και κατοχυρώνει την εθνική ασφάλεια. Όταν η Τουρκία επιχείρησε να προκαλέσει μια πρωτοφανή κρίση, μετατρέποντας δυστυχείς μετανάστες σε «όπλο» κατά της Ελλάδας και της Ευρώπης, η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν σθεναρή, αποφασιστική και αποτελεσματική. Στον Έβρο η Ελλάδα είπε ένα ηχηρό «όχι» στα σχέδια του Ερντογάν και εξασφάλισε την ισχυρή στήριξη της Ευρώπης. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αυτονόητο: σε άλλη περίπτωση, είχαμε δει την κυβέρνηση Τσίπρα να επιτρέπει ανεξέλεγκτη είσοδο μεταναστών, για να… λιάζονται στην Ομόνοια.

Για την αποτροπή της τουρκικής απειλής, η κυβέρνηση έδρασε αποτελεσματικά, προκειμένου να καλλιεργήσει ισχυρές συμμαχικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ενώ διεθνοποίησε με επιτυχία το πρόβλημα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα, ακόμη και η Γερμανία εγκαταλείπει την πολιτική ίσων αποστάσεων και στηρίζει με σαφή τρόπο τις ελληνικές θέσεις έναντι της Τουρκίας. Παράλληλα, το μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα που υλοποιείται, με επιλογές υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, διασφαλίζει ότι η Ελλάδα θα έχει μακροπρόθεσμα την αποτρεπτική ισχύ που απαιτείται για να θωρακιστεί η εθνική μας κυριαρχία.

Τελικά, στα τρία χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε, χωρίς υπερβολή, να αλλάξει την πορεία της Ελλάδας. Αυτό που βλέπει σήμερα κάθε εξωτερικός παρατηρητής είναι μια χώρα με στιβαρή οικονομική πολιτική και συνεπή αναπτυξιακή πορεία. Η Ελλάδα έπαψε να είναι ο «φτωχός συγγενής» των ευρωπαϊκών κρατών, ή, ακόμη χειρότερα, ο «αδύναμος κρίκος» της ευρωζώνης. Στη διεθνή σκακιέρα, η Ελλάδα έχει κατοχυρώσει τη θέση της ως παράγοντας σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, οι θέσεις της χώρας ακούγονται και αναγνωρίζονται και η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι είναι πολύ δύσκολο πλέον να αμφισβητήσει την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Θα ήταν μεγάλο σφάλμα, αν πίστευε κανείς ότι όσα επιτεύχθηκαν την τελευταία τριετία έγιναν από κάποιο… αυτόματο πιλότο πολιτικής. Ή ότι θα μπορούσαν να τα είχαν πετύχει οι άνθρωποι που είχαν ως οικονομική πολιτική τις απειλές στην Ευρώπη για… Κούγκι και ως εθνική πολιτική το «δεν έχει σύνορα η θάλασσα». Όσα έγιναν σε τρία χρόνια είναι επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας και έτσι ακριβώς αναγνωρίζονται στη συνείδηση των Ελλήνων.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα