Οι παρακολουθήσεις, η λάσπη και το σχέδιο της Διαπλοκής

Από την εποχή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έχουμε μάθει στην Ελλάδα να συζητούμε για διαπλεκόμενα επιχειρηματικά συμφέροντα και τον ρόλο τους στην πολιτική ζωή. Φαίνεται ότι, δύο δεκαετίες μετά την ανατροπή της τότε κυβέρνησης Μητσοτάκη από διαπλεκόμενα συμφέροντα, ισχυροί παίκτες της επιχειρηματικής ζωής με κεντρικό ρόλο και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την υπόθεση των παρακολουθήσεων για να θέσουν σε ομηρία την κυβέρνηση και να πάρουν κεντρικό ρόλο στην κατανομή της μεγάλης οικονομικής πίτας, που δημιουργεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τις επιτυχίες της οικονομικής του πολιτικής.

Γράφει ο *Γρηγόρης Σαμπάνης

Στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, που ξέσπασε αιφνιδιαστικά το καλοκαίρι, ο πρωθυπουργός έχει αναλάβει όσες ευθύνες του αναλογούσαν, με την αποπομπή των δύο προσώπων -του διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου και του διοικητή της ΕΥΠ- που αντικειμενικά έφεραν ευθύνη για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη. Με δύο διαδοχικές, νομοθετικές πρωτοβουλίες, ο πρωθυπουργός απάντησε στην ανάγκη να δημιουργηθεί ένα στεγανό θεσμικό πλαίσιο, που θα θωρακίζει τα δικαιώματα των πολιτών, χωρίς να εμποδίζει το έργο των κρατικών υπηρεσιών σε υποθέσεις εθνικής ασφάλειας, ή αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος.

Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση των παρακολουθήσεων επανήλθε στην πολιτική επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα, με τρόπο που τραυματίζει τη Δημοκρατία και γεννά πολλά ερωτήματα για τις σκοπιμότητες που μπορεί να εξυπηρετούνται. Συνεχείς καταγγελίες για παρακολουθήσεις πολιτικών και άλλων προσώπων με το λογισμικό Predator, που επιχειρείται να συσχετισθούν με τη δραστηριότητα κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας, βρίσκονται συνεχώς στην πολιτική ατζέντα, χωρίς ως τώρα να έχουν παρουσιασθεί, στα ΜΜΕ ή ενώπιον της Δικαιοσύνης, οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία θα τεκμηρίωναν αυτές τις καταγγελίες.

Ενδιαφέρον είναι ότι οι καταγγελίες δεν προέρχονται πλέον μόνο από εφημερίδες και ΜΜΕ που πρόσκεινται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και από έντυπα και ΜΜΕ που ανήκουν σε επιχειρηματικά και εκδοτικά συγκροτήματα θεωρούμενα ως φιλικά προς την κυβέρνηση. Όλο και πιο καθαρά εξάγεται πλέον το συμπέρασμα ότι, δίπλα στους «συνήθεις υπόπτους» του ΣΥΡΙΖΑ, που υιοθετούν άκριτα οποιαδήποτε καταγγελία νομίζουν ότι θα μπορούσε να βλάψει πολιτικά και εκλογικά την κυβέρνηση, στοιχίζονται και επιχειρηματικά συμφέροντα με πολύπλευρες δραστηριότητες στην ελληνική οικονομία.

Τι θα μπορούσαν να κερδίσουν ισχυροί επιχειρηματίες από μια νοσηρή υπόθεση, που έχει μετατραπεί σε μηχανισμό συνεχούς παραγωγής λάσπης εναντίον της κυβέρνησης και μάλιστα καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία για την εκλογική αναμέτρηση; Δύσκολα μπορεί κανείς να φαντασθεί ότι στόχος τους είναι η ανατροπή της κυβέρνησης, ή μια εκλογική ήττα της ΝΔ το 2023, για να αναλάβει τις τύχες της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ, που ασφαλώς δεν εμπνέει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στον επιχειρηματικό κόσμο. Τα διαπλεκόμενα συμφέροντα του 2022 δεν φαίνεται να ακολουθούν την ίδια πορεία με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που ανέτρεψαν την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Ο στόχος των επιθέσεων φαίνεται ότι είναι πολύ διαφορετικός σήμερα: να διαμορφωθεί ένα κλίμα πολιτικής ομηρίας της κυβέρνησης σε μια υπόθεση που δεν φαίνεται να οδηγεί κάπου, εκτός από τη συνεχή παραγωγή λάσπης, ώστε ορισμένοι ισχυροί της ελληνικής επιχειρηματικότητας να διαμορφώσουν μια νέα σχέση με την κυβέρνηση, να υποσκάψουν τη δυνατότητά της να ασκεί την οικονομική πολιτική υπέρ της χώρας και του κοινωνικού συνόλου και να υπαγορεύσουν τους δικούς τους όρους για την κατανομή του πλούτου που δημιουργεί και θα δημιουργήσει στο μέλλον η επιτυχημένη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.

Αδιαμφισβήτητα, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει διαμορφώσει από το καλοκαίρι του 2019 εντελώς νέες συνθήκες στην ελληνική οικονομία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και για ένα νέο ρόλο της Ελλάδας στο διεθνές οικονομικό τοπίο:

Η αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας, με οικονομική πολιτική φιλική προς ξένες επενδύσεις, έχει φέρει διεθνείς επιχειρηματικούς κολοσσούς στην Ελλάδα σε αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών και πολλά νέα σχέδια έχουν αρχίσει να υλοποιούνται σε πολλούς τομείς, από τον τουρισμό ως την υψηλή τεχνολογία -το πρώτο εξάμηνο καταγράφηκε ρεκόρ 20ετίας στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης το 2023 θα φέρει στις ελληνικές αγορές χρήματος και κεφαλαίων πολλά ξένα κεφάλαια που είχαν απομακρυνθεί από τη χώρα μετά τη μεγάλη κρίση.

Η επιτυχημένη διαπραγμάτευση στην Ευρώπη φέρνει τεράστιες εισροές πόρων στην Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης, αρχής γενομένης ήδη από το τρέχον έτος. Η κυβέρνηση ακολουθεί με συνέπεια μια πολιτική κατανομής αυτών των πόρων στην οικονομία που είναι σύμφωνη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, χωρίς να αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο σε ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα να επηρεάσουν τις αποφάσεις της προς όφελός τους, όπως συνέβαινε τις τελευταίες δεκαετίες με τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα.

Οι ιδιωτικοποιήσεις και η υλοποίηση στρατηγικών επιχειρηματικών σχεδίων προχωρούν χωρίς καθυστερήσεις, με σαφείς κανόνες και διαφάνεια, χωρίς να αφήνονται περιθώρια σε ιδιωτικά συμφέροντα να ασκήσουν τη δική τους «κηδεμονία» και να επηρεάσουν τις αποφάσεις κατά το δοκούν.

Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική οικονομία έχει μπει σε μια τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και δημιουργίας νέου πλούτου, παρ’ ότι το 2023 θα είναι δύσκολο για όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες και θα σημειωθεί πρόσκαιρη επιβράδυνση. Όπως σημείωνε, μεταξύ άλλων, η Alpha Bank σε τελευταία ανάλυσή της, αυτή η αναπτυξιακή δυναμική δεν υποστηρίζεται μόνο από την κατανάλωση και την ανάκαμψη του τουρισμού, αλλά από τις επενδύσεις και, ειδικότερα, «την ισχυρή ανοδική δυναμική στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), οι οποίες αναμένεται να καταγράψουν νέο ιστορικό υψηλό το 2022 (…) και τη σημαντική εισροή επενδυτικών κεφαλαίων το 2023, τόσο μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), όσο και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ)».

Η πίτα της οικονομίας, λοιπόν, μεγαλώνει συνεχώς και η κυβέρνηση διαδραματίζει με συνέπεια τον ρόλο της ως επιτελικού κέντρου για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της οικονομικής πολιτικής, ενώ ξεφεύγει από τα στενά όρια της ελληνικής πραγματικότητας και βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τους μεγαλύτερους, διεθνείς επιχειρηματικούς ομίλους, χωρίς να αφήνει περιθώρια σε ισχυρούς της εγχώριας οικονομικής πραγματικότητας να κατευθύνουν κατά το δοκούν τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες της, για να μεγιστοποιούν τα δικά τους οφέλη από την οικονομική ανάπτυξη και να έχουν τον ιδιότυπο ρόλο του «κηδεμόνα» της κυβέρνησης, στον οποίο έχουν συνηθίσει από το παρελθόν.

Οι επιχειρηματίες που είχαν συνηθίσει σε τέτοια «κηδεμονία» των κυβερνήσεων και στην εξασφάλιση δυσανάλογα μεγάλου μέρους της πίτας, χωρίς πάντα διαφανείς διαδικασίες, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη: Ότι παραμένει, λίγο πριν λήξη της θητείας της εξαιρετικά δημοφιλής, με σταθερά μεγάλες διαφορές στις δημοσκοπήσεις από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε μια σπάνια εξέλιξη στα πολιτικά χρονικά της χώρας, ιδιαίτερα από το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης και μετά, μια κυβέρνηση καταφέρνει να φθάσει κοντά στη λήξη της θητείας της, έχοντας υποστεί ελάχιστη φθορά, με τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη να φαίνονται αδιαφιλονίκητα κυρίαρχοι στο πολιτικό σκηνικό.

Αρχίζει, λοιπόν, να γίνεται σαφές σε κάθε παρατηρητή που δεν φοράει κομματικά γυαλιά ότι οι τεράστιες ποσότητες λάσπης που παράγονται από την υπόθεση των παρακολουθήσεων και την εκμετάλλευσή της από πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους ένα στόχο έχουν: να εξασθενήσουν πολιτικά την κυβέρνηση της ΝΔ και τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη για να πάρουν τον πρώτο ρόλο στη διαχείριση της οικονομίας και να μεγιστοποιήσουν με κάθε τρόπο τα δικά τους οικονομικά οφέλη.

Δυστυχώς για όσους ακολουθούν αυτή την τακτική, οι πολίτες δεν παρασύρονται, ούτε αφήνουν τη λάσπη να τους κόψει την ορατότητα στην ουσία της πολιτικής: η κυβέρνηση καθημερινά και με πολλούς τρόπους βελτιώνει τη ζωή τους και δίνει νέα προοπτική στην οικονομία της χώρας. Όση λάσπη και αν εκτοξευθεί, αυτό δεν αλλάζει και όσοι θέλουν έναν αδύναμο πρωθυπουργό – υποχείριο θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους Έλληνες πολίτες.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα