Η συμβολή των ομολόγων στην επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής

Η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή ατζέντα τις τελευταίες δεκαετίες. Αρχικά, στη Συνθήκη της Ρώμης δεν υπήρχε καμία μνεία στο περιβάλλον και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα εστίαζε αμιγώς στο σκέλος της ευρωπαϊκής οικονομίας και δη τη δημιουργία και λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς. Αλλά και σε διεθνές επίπεδο το ενδιαφέρον για το περιβάλλον ήταν ανύπαρκτο, καθώς στον Χάρτη του ΟΗΕ απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στο περιβάλλον, πόσο μάλλον στην προστασία του. Αυτό βεβαίως δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός ότι μόλις είχε τελειώσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας ιδιαίτερα καταστρεπτικός πόλεμος με φοβερές συνέπειες και για τους νικητές και για τους ηττημένους και αυτό που απασχολούσε την διεθνή κοινότητα η ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής τάξης και η ανάγκη πρόβλεψης για αποτροπή μιας παρόμοιας παγκόσμιας σύρραξης.

Γράφει η Βίκυ Μανιάτη

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι ανησυχίες για την υγεία του «παγκόσμιου περιβάλλοντος» εντάθηκαν, ενώ η εικόνα τη Γης μετατράπηκε σε παγκόσμιο οικολογικό σύμβολο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, τα περιβαλλοντικά προβλήματα φάνηκε πως είχαν πλέον διαχωριστεί από εκείνα της χρήσης των φυσικών πόρων, ώστε το 1968 να πραγματοποιηθεί στο Παρίσι υπό τον ΟΗΕ, η Διάσκεψη για τη Βιόσφαιρα, μία συνάντηση εμπειρογνωμόνων που συζήτησαν για τα παγκόσμια περιβαλλοντικά ζητήματα, τα φαινόμενα εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης, καθώς και την κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού. Η έκθεση που προέκυψε με τίτλο «Προβλήματα του Ανθρωπογενούς Περιβάλλοντος» έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας πως ο χρόνος για την αντιμετώπιση της ρύπανσης των υδάτων, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της σπατάλης των φυσικών πόρων ήταν ιδιαίτερα περιορισμένος.

Σε αυτό συνέβαλαν και μεγάλα ατυχήματα δεξαμενοπλοίων που προκάλεσαν ρύπανση σε κοινοτικά ύδατα. Όπως το δεξαμενόπλοιο Torrey Canyon με σημαία Λιβερίας, που προσάραξε στον ύφαλο Seven Stones ανάμεσα στο Land’s End και στα νησιά Scilly στις 18 Mαρτίου 1967. Ως αποτέλεσμα η διαρροή 119.000 τόνων αργού πετρελαίου στη θάλασσα, προκάλεσε σοβαρή ρύπανση κατά μήκος των ακτών της νοτιοδυτικής Αγγλίας και της βόρειας Γαλλίας. Τα αίτια της προσάραξης ήταν κυρίως το ανθρώπινο σφάλμα υπό μορφή κακής ναυσιπλοΐας. Το ατύχημα αυτό οδήγησε στην καθιέρωση πολύ αυστηρότερων ρυθμίσεων, ειδικότερα για τα δεξαμενόπλοια, υπό τη μορφή της Διεθνούς Σύμβασης για την Αποφυγή Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία (MARPOL), του ΙΜΟ.

Τη δεκαετία του ’70 αφενός η ίδρυση της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος στις ΗΠΑ, και η ίδρυση του Υπουργείου Περιβάλλοντος τον επόμενο χρόνο στον Καναδά ιδρύθηκε το Υπουργείο και αφετέρου η Έκθεση της Λέσχης της Ρώμης για τα όρια της ανάπτυξης το 1972 που για πρώτη φορά συνέδεε την υποβάθμιση του περιβάλλοντος με την παγκόσμια οικονομία οδήγησαν στη Διάσκεψη της Στοκχόλμης. Η Διάσκεψη αυτή αποτέλεσε το έναυσμα για την Ε.Ε. για υιοθέτηση περιβαλλοντικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Επομένως, η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική χρονολογείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Παρισίων του (1972), όπου οι αρχηγοί κρατών δήλωσαν την ανάγκη να πλαισιωθεί η οικονομική επέκταση από μια κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική και ζήτησαν ένα πρόγραμμα δράσης. Ακολούθησε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1987), όπου εισήχθη ένα νέο «περιβαλλοντικό κεφάλαιο» που αποτέλεσε την πρώτη νομική βάση μιας κοινής περιβαλλοντικής πολιτικής με σκοπό τη διαφύλαξη της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της ανθρώπινης υγείας και τη διασφάλιση της ορθολογικής χρήσης των φυσικών πόρων.

Επίσης, στο άρθρο 130 προβλέπεται ότι η δράση της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος στηρίζεται στις αρχές της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των προσβολών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”. Το 1990 ιδρύθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος με έδρα την Κοπεγχάγη και αποστολή του είναι η παροχή αξιόπιστων και ανεξάρτητων πληροφοριών για το περιβάλλον. Λειτουργεί ως κύρια πηγή πληροφοριών για όσους συμμετέχουν στην εκπόνηση, έγκριση, εφαρμογή και αξιολόγηση της περιβαλλοντικής πολιτικής, καθώς και για το ευρύ κοινό.

Οι μεταγενέστερες αναθεωρήσεις των Συνθηκών ενίσχυσαν τη δέσμευση της Κοινότητας υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος και το ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην ανάπτυξη μιας περιβαλλοντικής πολιτικής. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993) καθιέρωσε το περιβάλλον ως επίσημο πεδίο πολιτικής της ΕΕ, εισήγαγε τη διαδικασία της συναπόφασης και κατέστησε γενικό κανόνα στο Συμβούλιο την ειδική πλειοψηφία, ενώ η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1999) καθιέρωσε την υποχρέωση ενσωμάτωσης της περιβαλλοντικής προστασίας σε όλες τις τομεακές πολιτικές της ΕΕ, με σκοπό την προαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης. Η «καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής» κατέστη ειδικός στόχος με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009), όπως και η βιώσιμη ανάπτυξη στο πλαίσιο των σχέσεων με τρίτες χώρες.

Το 2001, η ΕΕ καθιέρωσε τη Στρατηγική της για την αειφόρο ανάπτυξη (SDS), ως συμπλήρωμα της προγενέστερης στρατηγικής της Λισαβόνας για την προώθηση της ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης με μία περιβαλλοντική διάσταση. Η αναθεωρημένη στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη της ΕΕ, που ανανεώθηκε το 2006 για να συνδυάσει τις εσωτερικές με τις διεθνείς διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, προσβλέπει στη συνεχή βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της προώθησης της ευημερίας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της κοινωνικής συνοχής.

Ιστορική συμφωνία για τον τομέα του περιβάλλοντος αποτελεί η Συμφωνία των Παρισίων, η πρώτη παγκόσμια συμφωνία για το κλίμα. Στο άρθρο 2 αναφέρεται η ανάγκη ενίσχυσης της παγκόσμιας αντιμετώπισης της απειλής της κλιματικής αλλαγής α. μέσω της διατήρησης της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη αρκετά κάτω από τους 2 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και της συνέχισης των προσπαθειών για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, αναγνωρίζοντας ότι αυτό θα μειώσει σημαντικά τους κινδύνους και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, β. μέσω της αύξησης της ικανότητας προσαρμογής στις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας στις κλιματικές μεταβολές και της ανάπτυξης με χαμηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, με τρόπο που δεν απειλεί την παραγωγή τροφίμων και γ. καθιστώντας τις χρηματοδοτικές ροές συμβατές με την κατεύθυνση προς την ανάπτυξη με χαμηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και την ανθεκτικότητα στις κλιματικές μεταβολές. Ενώ στο άρθρο 4 προβλέπεται ότι τα μέρη επιδιώκουν την επίτευξη των παγκόσμιων ανώτατων ορίων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το συντομότερο δυνατό.

Τέλος, χρήζει αναφοράς το άρθρο 9 όπου στην παρ. 3 προβλέπεται ότι στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας, οι συμβαλλόμενες ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ηγούνται της κινητοποίησης της χρηματοδότησης για το κλίμα από ένα ευρύ φάσμα πόρων, μέσων και διαύλων, επισημαίνοντας τον σημαντικό ρόλο των δημόσιων κεφαλαίων, μέσω μιας ποικιλίας δράσεων, συμπεριλαμβανομένης της στήριξης στρατηγικών ανά χώρα, και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των συμβαλλομένων αναπτυσσόμενων χωρών.

Στις αρχές του 2020, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) δημοσίευσε μια έκθεση, την «SOER 2020». Αποτελεί τη σημαντικότερη έκθεση του ΕΟΠ, και προσφέρει την πληρέστερη εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στην Ευρώπη σε σχέση με το περιβάλλον και το κλίμα. Βάσει του ιδρυτικού κανονισμού του, η δημοσίευση της έκθεσης αυτής κάθε πέντε χρόνια συγκαταλέγεται στις υποχρεώσεις του ΕΟΠ. Μεταξύ των εξετασθέντων από τον ΕΟΠ ζητημάτων είναι το ζήτημα της χρηματοδότησης και την ανάγκη αύξησης επενδύσεων.

Από τους τιθέμενους στη Συμφωνία των Παρισίων στόχους και από την έκθεση του ΕΟΠ, διαπιστώνεται ότι η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η χάραξη των αναγκαίων περιβαλλοντικών πολιτικών προκειμένου να επιτύχει η Ευρώπη τους περιβαλλοντικούς της στόχους για το 2030 και το 2050 είναι εξαιρετικά δύσκολα και κοστοβόρα εγχειρήματα, που απαιτούν την διάθεση εθνικών αλλά και ευρωπαϊκών πόρων.

Όταν λοιπόν τα κράτη εξετάζουν την υλοποίηση δημοσίων έργων που έχουν μεγάλο κόστος για τους εθνικούς προϋπολογισμούς, η λύση που εξετάζουν για να επιλύσουν το ζητούμενο της χρηματοδότησης είναι η έκδοση και η διάθεση ομολόγων στο επενδυτικό κοινό.

Τα ομόλογα διευκολύνουν τις εθνικές κυβερνήσεις να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο κεφάλαιο για την υλοποίηση επενδύσεων που θα ωφελήσουν τους πολίτες. Ο λόγος που επιλέγουν τα ομόλογα οι επενδυτές είναι δύο: α. οι επενδύσεις που θα υλοποιηθούν θα αποφέρουν πολλαπλά οφέλη στους επενδυτές και β. τα ομόλογα αποτελούν επενδύσεις χαμηλού ρίσκου και οι επενδυτές αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια, όταν τα ομόλογα συνοδεύονται από κρατικές εγγυήσεις.

Για την επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής και την υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων, έκαναν την εμφάνιση τους διάφοροι τύποι ομολόγων: πράσινα ομόλογα (green bonds), κοινωνικά ομόλογα (social bonds), ομόλογα που αφορούν τον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης / αειφορίας (sustainability bonds), transition bonds (ομόλογα μετάβασης), γαλάζια ομόλογα (blue bonds).

Τα πράσινα ομόλογα γνωρίζουν μεγάλη απήχηση στους επενδυτές εξαιτίας των πλεονεκτημάτων τους. Ορισμένα εξ αυτών είναι:

1. Συμβάλλουν στην υποστήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης των αγορών, επειδή παρέχουν διαφάνεια.

2. Διευκολύνουν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις και περιορίζουν την αναντιστοιχία που επικρατεί μεταξύ των μακροπρόθεσμων βλέψεων των εκδοτών ομολόγων που οι βλέψεις τους και των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων των επενδυτών. Οι εκδότες πράσινων ομολόγων έχουν τη δυνατότητα έκδοσης ομολόγων με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, ενώ οι επενδυτές μπορούν να προβούν σε πώληση των ομολόγων τους οποιαδήποτε στιγμή θελήσουν.

3. Τα πράσινα ομόλογα έχουν θετικό αντίκτυπο στην φήμη των εκδοτών.

4. Η δυνατότητα των πράσινων ομολόγων να προσελκύσουν ένα πιο ποικιλόμορφο γκρουπ επενδυτών.

5. Η δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων με χαμηλότερο κόστος, δεδομένης της υψηλής ζήτησης που υπάρχει κατά την προσφορά των πράσινων τραπεζικών προϊόντων.

6. Η δυνατότητα προσέλκυσης επενδυτών εκτός των εγχώριων αγορών.

7. Επίτευξη οικονομιών κλίμακας.

8. βελτίωση κυβερνητικών δομών εσωτερικά, επικοινωνία και ανταλλαγή τεχνογνωσίας μεταξύ του φορέα που υλοποιεί το έργο και του φορέα χρηματοδότησης.

Από την άλλη, δεν θα πρέπει να παραβλεφθούν ορισμένα μειονεκτήματα των πράσινων ομολόγων όπως: η έλλειψη ενοποιημένων προτύπων δύναται να προκαλέσει σύγχυση και πιθανό πλήγμα στην φήμη σε περίπτωση αμφισβήτησης της ακεραιότητας του πράσινου ομολόγου, διεκδίκηση από την πλευρά των επενδυτών κυρώσεων σε περίπτωση μη εξόφλησης των απαιτήσεων του πράσινου ομολόγου όπου υπάρχει πλήρης αποπληρωμή του ομολόγου αλλά παραβίαση των πράσινων ρητρών από τον εκδότη.

Ο επενδυτής πράσινων ομολόγων λαμβάνει το συμφωνηθέν (συνήθως σταθερό) επιτόκιο και την αποπληρωμή του επενδυθέντος κεφαλαίου στο τέλος της λήξης. Το κύριο χαρακτηριστικό των πράσινων ομολόγων είναι ότι τα κεφάλαια διατίθενται για έργα που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και στην περιβαλλοντική προστασία.

Τα πρώτα πράσινα ομόλογα εξεδόθησαν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων το 2007 (με πενταετή διάρκεια), την Παγκόσμια Τράπεζα το 2008 (διάρκειας 3-7 ετών) και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη το 2010.

Το 2020, στη Νορβηγία δυο μεγάλες εταιρείες (Mowi και Grieg Seafood) που δραστηριοποιούνται στον τομέα θαλασσινών εξέδωσαν πρώτες πράσινα ομόλογα με πενταετή διάρκεια.

Τα κοινωνικά ομόλογα χρηματοδοτούν ή αναχρηματοδοτούν κοινωνικά έργα ή δραστηριότητες που επιφέρουν θετικά αποτελέσματα στο κοινωνικό σύνολο και / ή αντιμετωπίζουν ένα κοινωνικό ζήτημα. Στα κοινωνικά έργα συμπεριλαμβάνονται και έργα που έχουν περιβαλλοντικά οφέλη. Πρόσφατα, εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19 εμφανίστηκε ένας νέος τύπος κοινωνικού ομολόγου που αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων που ανέκυψαν εξαιτίας του COVID19 και εστιάζουν κυρίως στους περισσότερο πληγέντες πληθυσμούς.
Τα έσοδα των ομολόγων βιωσιμότητας (/αειφορίας) διατίθενται για την χρηματοδότηση ή την αναχρηματοδότηση ενός συνδυασμού πράσινων και κοινωνικών έργων ή δραστηριοτήτων. Εκδίδονται από εταιρείες, κυβερνήσεις και τοπικές αρχές. Μπορούν να είναι υψηλού ρίσκου, συνοδευόμενα όμως από την φερεγγυότητα του εταιρικού ή κυβερνητικού εκδότη ή να είναι προϊόντα με εξασφαλίσεις όπου ο επενδυτής αισθάνεται ασφαλής να τοποθετήσει το κεφάλαιό του, δεδομένου ότι υπάρχουν εγγυήσεις σε ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο.

Επιπλέον, υπάρχουν και τα ομόλογα που συνδέονται με στόχους βιωσιμότητας και έχουν να κάνουν με την επίτευξη των κλιματικών στόχων ή ευρύτερων στόχων βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτού του είδους ομόλογα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ενθάρρυνση εταιρειών για ανάληψη σε εταιρικό επίπεδο δεσμεύσεων στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης, και συγκεκριμένα σε εναρμόνιση με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ ή τους στόχους που ετέθησαν στη Συμφωνία των Παρισίων.20 Το πρώτο ομόλογο που συνδέεται με στόχους βιωσιμότητας εκδόθηκε το 2014 από την εταιρεία Unilever. Το 2018, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων εξέδωσε ανάλογο ομόλογο για την χρηματοδότηση σημαντικών έργων στον τομέα των υδάτων.

Τα ομόλογα μετάβασης (transition bonds) συνιστούν ένα νέο προϊόν που αποβλέπει στην χρηματοδότηση της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα.

Τέλος, τα γαλάζια ομόλογα απολαύουν δημοφιλίας. Το 71% της επιφάνειας της Γης περιβρέχεται από ωκεανούς και η διαβίωση δισεκατομμυρίων ανθρώπων εξαρτάται από τους ωκεανούς. Οι θαλάσσιες μεταφορές συνιστούν βασικό κομμάτι του διεθνούς εμπορίου, καθώς άνω του 90% λαμβάνει χώρα στον θαλάσσιο χώρο. Επιπλέον, η διατήρηση και βιώσιμη χρήση των ωκεανών, των θαλασσών και των θαλάσσιων πόρων συγκαταλέγονται στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης. Αυτά σε συνδυασμό με την αυξανόμενη σημασία της γαλάζιας οικονομίας και τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στον θαλάσσιο χώρο οδήγησαν στην έκδοση των γαλάζιων ομολόγων.

Τα γαλάζια ομόλογα συμβάλλουν στην κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να στηρίξει τη γαλάζια οικονομία. Το πρώτο γαλάζιο ομόλογο εξεδόθη από τη Δημοκρατία των Σεϋχελών (2018) , για την προώθηση της γαλάζιας οικονομίας του νησιού. Γαλάζια ομόλογα έχουν εκδώσει η Σκανδιναβική Τράπεζα Επενδύσεων (2019) για την χρηματοδότηση έργων που συμβάλλουν στην αποτροπή ρύπανσης των υδάτων και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή όσον αφορά τον τομέα των υδάτων. Επίσης, η Morgan Stanley σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα πούλησαν γαλάζια ομόλογα αξίας 10 εκατ. δολ. αποσκοπώντας στην επίλυση της ρύπανσης των ωκεανών από απόβλητα πλαστικών συσκευασιών.

Εκδίδονται συνήθως από κυβερνήσεις και αναπτυξιακές τράπεζες. Η διαφορά τους από τα πράσινα ομόλογα είναι ότι τα έσοδά τους διατίθενται ειδικά για την χρηματοδότηση έργων στον θαλάσσιο και ωκεάνιο χώρο ή για τη διαφύλαξη της γαλάζιας οικονομίας.

Από τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αγορά των ομολόγων είναι μια τεράστια αγορά. Ανεξαρτήτως τύπου ομολόγων, τα έσοδα αυτών συμβάλλουν στην υλοποίηση σημαντικών έργων σε περιβαλλοντικούς τομείς όπως η θάλασσα και οι ωκεανοί, όπου υπάρχουν άφθονα αποθέματα πόρων και που εξασφαλίζουν την διαβίωση δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Και που θα ήταν πολύ δύσκολη η υλοποίηση αυτών των έργων με τους παραδοσιακούς τρόπους χρηματοδότησης. Η έκδοση των ομολόγων για την υλοποίηση περιβαλλοντικών έργων εμπεριέχει οφέλη τόσο για τους επενδυτές όσο και για τους εκδότες. Πέρα όμως από αυτό, η υλοποίηση περιβαλλοντικών έργων ωφελεί τις τοπικές κοινωνίες συνολικά και συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα