Η Ευρώπη ετοιμάζεται να κλιμακώσει τον πετρελαϊκό πόλεμο κατά της Ρωσίας

Η Ευρώπη για μια ακόμη φορά ετοιμάζεται να εντείνει τις οικονομικές πιέσεις προς τη Ρωσία, στοχεύοντας τα έσοδά της από το πετρέλαιο, επιδιώκοντας να εξαντλήσει τα ταμεία του Βλαντίμιρ Πούτιν, την ώρα που ο πόλεμος στην Ουκρανία συμπληρώνει σχεδόν έναν χρόνο από την εισβολή του Κρεμλίνου.

Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές της ενεργειακής αγοράς ανησυχούν ότι τα προτεινόμενα μέτρα θα μπορούσαν να προκαλέσουν “σημαντική αποδιοργάνωση της αγοράς”, σύμφωνα με το CNBC.

Το εμπάργκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εξαγωγές ρωσικών πετρελαϊκών προϊόντων αναμένεται να τεθεί σε ισχύ την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου, ακριβώς δύο μήνες μετά την πιο σημαντική μέχρι στιγμής πρωτοβουλία της Δύσης να περιορίσει τα έσοδα της Μόσχας από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων -με τα οποία χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία- την απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου που διακινείται διά θαλάσσης, που εφαρμόζεται από τις 5 Δεκεμβρίου και μετά.

Η απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου από την Ε.Ε. συνέπεσε με το πλαφόν των 60 δολαρίων που επέβαλε η Ομάδα των Επτά (G7) και οι σύμμαχοί της στο ρωσικό πετρέλαιο.

Εκτιμάται ότι το επικείμενο εμπάργκο της ΕΕ στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα θα είναι μια πιο περίπλοκη διαδικασία, η οποία όμως θα επιφέρει και περισσότερες αναταράξεις από τις κυρώσεις που έχουν ήδη επιβληθεί.

Το νέο εμπάργκο εντάσσεται στο έκτο πακέτο κυρώσεων που υιοθέτησε σε βάρος της Ρωσίας η Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιούνιο του 2022, με τις απαγορεύσεις να εφαρμόζονται σε δύο στάδια.

Οι αναλυτές της εταιρείας συμβούλων πολιτικού κινδύνου Eurasia Group προειδοποίησαν ότι το επικείμενο εμπάργκο της ΕΕ “θα έχει πιθανώς μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο από ό,τι οι προηγούμενες κυρώσεις στις εισαγωγές αργού”.

Οι ανησυχίες για περαιτέρω αναταράξεις στον εφοδιασμό πετρελαίου εκφράζονται την ώρα που διεξάγονται συζητήσεις για την επιβολή περαιτέρω ανώτατων ορίων στις τιμές του πετρελαίου. Η ΕΕ και οι σύμμαχοί της στην Ομάδα των Επτά φέρονται να εξετάσει ανώτατο όριο τιμής στα 100 δολάρια το βαρέλι για τα ρωσικά προϊόντα πετρελαίου υψηλής ποιότητας, όπως το diesel, και ανώτατο όριο τιμής στα 45 δολάρια το βαρέλι για προϊόντα όπως το μαζούτ και τα βιομηχανικά λιπαντικά.

Τα νέα αυτά όρια, στα οποία αναφέρθηκε πρώτο το Bloomberg την προηγούμενη εβδομάδα, αναμένεται επίσης να τεθούν σε ισχύ στις 5 Φεβρουαρίου, αν και το ύψος τους ενδέχεται να αλλάξει κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μεταξύ των κρατών μελών του μπλοκ και των συμμάχων τους.

Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του εκτελεστικού βραχίονα της ΕΕ, δήλωσε ότι οι συζητήσεις μεταξύ των κρατών μελών συνεχίζονται, ωστόσο αρνήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.

“Εάν υιοθετηθεί, θα είναι την τελευταία στιγμή, δημιουργώντας δυνητικά περισσότερο σύγχυση στην αγορά”, σημειώνουν οι αναλυτές του Eurasia Group.

Κίνα και Ινδία
“Αναμένουμε κάποια αναστάτωση, ειδικά αμέσως μετά την απαγόρευση καθώς οι αγορές της ΕΕ συνεχίζουν να προχωρούν σε εναλλακτικές προμήθειες”, σημειώνει ο Μάθιου Σέργουντ, αναλυτές στην Economist Intelligence Unit, σε ηλεκτρονικό μήνυμά του προς το CNBC. “Αναμένουμε επίσης ότι αυτή θα ασκήσει ανοδικές πιέσεις στις τιμές των προϊόντων πετρελαίου γενικότερα”, προσθέτει.

Ο Σέργουντ σημειώνει ότι η ομάδα της Economist Intelligence Unit αναμένει ορισμένες ανακατατάξεις στις ροές, με τη Μόσχα να στέλνει περισσότερα βαρέλια στην Κίνα, την Ινδία, τη Μέση Ανατολή και Αφρική, και την Ευρώπη από τη μεριά της να αυξάνει τις εισαγωγές από Ινδία, Κίνα, Μέση Ανατολή και ΗΠΑ>

Αυτό, όπως τονίζει, πιθανότατα θα αυξήσει το κόστος μεταφοράς.

Οι αναλυτές της αγοράς ενέργειας ήταν επιφυλακτικοί σχετικά με τον αντίκτυπο του ανώτατου ορίων τιμών που επέβαλε η Ομάδα των Επτά στο ρωσικό πετρέλαιο, δεδομένου κυρίως ότι η Μόσχα είχε καταφέρει να επαναδρομολογήσει πολλές από τις αποστολές διά θαλάσσης που κατευθύνονταν στην Ευρώπη σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία.

Η ΕΕ προέτρεψε την Ινδία και την Κίνα να συμμετάσχουν στην επιβολή του ανώτατου ορίου τιμών στο ρωσικό πετρέλαιο, χωρίς όμως να τις πείσει. Οι εισαγωγές πετρελαίου της Ινδίας όπως αναφέρθηκε εκτινάχθηκαν σε υψηλό πέντε μηνών τον Δεκέμβριο καθώς η χώρα αύξησε τις προμήθειες ρωσικού αργού, ενώ η Κίνα θεωρείται ότι ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου Urals τον Ιανουάριο.

“Ο αντίκτυπος των κυρώσεων στις ρωσικές εξαγωγές αργού μετά από δύο μήνες ισχύος του εμπάργκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν τόσο καταστροφικός όσο προέβλεπαν ορισμένοι”, σημειώνει ο Στίβεν Μπρένοκ, ανώτερος αναλυτής στην PVM Oil Associates στο Λονδίνο.

Το σχόλιό του έγινε λίγο αφότου το Reuters ανέφερε ότι τα φορτία πετρελαίου από τα λιμάνια της Ρωσίας στη Βαλτική αναμένεται να αυξηθούν κατά 50% τον Ιανουάριο σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο. “Καθόλου άσχημα για τη χώρα που υφίσταται τις περισσότερες κυρώσεις παγκοσμίως”, αναφέρει ο Μπρένοκ.

“Ωστόσο, τα προϊόντα δυλισμένου πετρελαίου ίσως να μην έχουν την ίδια μοίρα”, προσθέτει. “Η Κίνα και η Ινδία λειτούργησαν σωτήρια για τις εξαγωγές ρωσικού αργού δεδομένων των μεγάλων δυνατοτήτων διύλισης που διαθέτουν. Ωστόσο, αυτό σημαίναι ότι θα συνεχίσουν να αγοράζουν φθηνό εισαγόμενο πετρέλαιο και να το επεξεργάζονται εγχώρια αντί να αγοράζουν διυλισμένο πετρέλαιο”, εξηγεί.

Οι βασικές ανησυχίες που συνδέονται με την απαγόρευση της ΕΕ στις εξαγωγές ρωσικών προϊόντων πετρελαίου περιλαμβάνονται και τα ζητήματα μεταφοράς και τιμολόγησης. Συνυπολογίζοντας αυτές τις προκήσεις, οι αναλυτές του Eurasia Group πιστεύουν ότι η απαγόρευση στα πετρελαϊκά προϊόντα της Ρωσίας θα μπορούσε να έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο στις αγορές από το προηγούμενο εμπάργκο στο αργό.

Η μεταφορά ρωσικών πετρελαϊκών προϊόντων διά θαλάσσης άλλωστε είναι πολύ πιο δύσκολη, δεδομένου ότι τα δεξαμενόπλοια πρέπει να καθαρίζονται ενδελεχώς ανάμεσα στις μεταφορές διαφορετικών καυσίμων, από βενζίνη και σε προϊόντα λίπανσης. Επιπλέον, απαιτούνται περισσότερα πλοία, καθώς τα δεξαμενόπλοια μεταφοράς καυσίμων είναι μικρότερα από τα πετρελαιοφόρα.

“Αυτό θα δημιουργήσει προκλήσεις σε επίπεδο logistics και θα επιφέρει υψηλότερο κόστος μεταφοράς εάν η Ρωσία επιδιώξει να ανακατευθύνει τις ροές προϊόντων προς την Ασία, όπως έκανε με το αργό πετρέλαιο”, σημειώνουν οι αναλυτές του Eurasia Group.

“Πιθανότητα ελλείψεων”
Η Ρωσία προχώρησε σε αντίποινα στα δυτικά μέτρα που εφαρμόστηκαν στο τέλος του 2022, απαγορεύοντας τις πωλήσεις πετρελαίου σε χώρες που υιοθετούν το ανώτατο όριο τιμών στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, είχε δηλώσει προηγουμένως ότι ένα πλαφόν από τη Δύση στο ρωσικό πετρέλαιο δεν θα επηρεάσει την ικανότητά της Ρωσίας να συνεχίσει αυτήν που η ίδια χαρακτηρίζει ως “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” στην Ουκρανία.

“Μόλις τεθεί σε ισχύ το εμπάργκο της ΕΕ στις εξαγωγές ρωσικών καυσίμων που διακινούνται διά θαλάσσης, είναι πιθανό να δούμε ότι οι τιμές της βενζίνης και ιδιαίτερα του ντίζελ θα συνεχίσουν να υποστηρίζονται από τη σύσφιξη της προσφοράς – ιδίως εάν το εμπάργκο ακολουθήσει ένα ανώτατο όριο τιμής στα 100 δολάρια ανά βαρέλι για το ντίζελ”, αναφέρει ο Όλε Χάνσεν, επικεφαλής στρατηγικής εμπορευμάτων στη Saxo Bank.

Ο Hansen στις 27 Ιανουαρίου τόνισε ότι αυτό το προτεινόμενο επίπεδο ήταν περίπου 30 δολάριο χαμηλότερο από τα τρέχοντα επίπεδα της αγοράς.

“Η Ρωσία μπορεί, ωστόσο, να δυσκολευτεί να διαθέσει το diesel της σε άλλους αγοραστές, με τους βασικούς πελάτες της στην Ασία να ενδιαφέρονται περισσότερο για την τροφοδοσία των διυλιστηρίων τους με ρωσικό αργό πετρέλαιο που διατίθεται με μεγάλη έκπτωση, το οποίο μπορούν στη συνέχεια να μετατρέψουν σε προϊόντα καυσίμου τα οποία πωλούνται στις τρέχουσες τιμές που ισχύουν στην παγκόσμια αγορά”, πρόσθεσε.

Ο Χάνσεν τόνισε ότι η προμήθεια diesel της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και τη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να αναπληρώσει μερικά από τα βαρέλια που χάσουν από τη Ρωσία, “αλλά μια έλλειψη φαίνεται πιθανή”.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα