Η επιτυχία της εξόδου από την εποπτεία και οι νέες προκλήσεις στην οικονομία

Στις 20 Αυγούστου η Ευρωπαϊκή Ένωση σφράγισε τη ληξιαρχική πράξη του τέλους της εποχής των μνημονίων για την Ελλάδα, με τη λήξη του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας της χώρας. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια ιστορική επιτυχία της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όμως, καθώς η Ευρώπη ετοιμάζεται για τον πιο δύσκολο χειμώνα της μεταπολεμικής εποχής, εφησυχασμός δεν επιτρέπεται: μια χαλάρωση των προσπαθειών για οικονομική σταθερότητα θα μπορούσε να οδηγήσει και πάλι τη χώρα σε μεγάλες περιπέτειες.

Γράφει ο *Γρηγόρης Σαμπάνης

Χρειάσθηκαν 12 χρόνια για να επιστρέψουμε από την οικονομική κατάρρευση και διεθνή οικονομική εποπτεία, που επιβλήθηκε το 2010, στην κανονικότητα. Η περιπέτεια του 2015 και το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο που επιβλήθηκε στη χώρα μετά τη δήθεν «ηρωϊκή διαπραγμάτευση» του ΣΥΡΙΖΑ κράτησαν την Ελλάδα δεσμευμένη από την ασφυκτική οικονομική επιτήρηση της Ευρώπης πολύ περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο, πολύ περισσότερο από όλες τις άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετώπισαν ανάλογες κρίσεις.

Μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου, η Ελλάδα παρέμεινε σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, το οποίο τερμάτισε με επιτυχία η σημερινή κυβέρνηση. Δεν ήταν μια αυτονόητη έκβαση, ούτε επιτεύχθηκε εύκολα, όσο και αν δίνεται αυτή η εντύπωση, εκ του γεγονότος ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη απέφυγε τις προστριβές με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς και τις δραματικές αντιπαραθέσεις για δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων. Οι συμφωνημένες με τις Βρυξέλλες μεταρρυθμίσεις που ανέλαβε να υλοποιήσει η σημερινή κυβέρνηση ήταν πολλές και δύσκολες, σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ μεγάλο μέρος της υλοποίησής τους έγινε στις πρωτοφανείς συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία.

Το τελικό αποτέλεσμα δικαίωσε όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά όλους τους Έλληνες που συμμετείχαν σε αυτή τη συλλογική προσπάθεια όχι μόνο για μια τυπική εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων, αλλά για ουσιαστικά αλλαγή και εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί αναγνώρισαν αυτή την προσπάθεια, αποδεσμεύοντας τη χώρα από την ενισχυμένη εποπτεία, ώστε να περάσει από τη διαρκή κρίση και τη διεθνή κηδεμονία στην πρόοδο και την κανονικότητα.

Όπως έχει γράψει ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας η χώρα έχει πολλαπλά οφέλη από την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία:

1ον. Κλείνει μετά από 12 χρόνια, και σε συνδυασμό με την πρόωρη εξόφληση του συνόλου των δανείων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ύψους 8 δισ. ευρώ, και την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, ένα επώδυνο κεφάλαιο και η χώρα επιστρέφει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.

2ον. Ενισχύει τη θέση της χώρας στις διεθνείς αγορές αφού πλέον η Ελλάδα δεν θα αντιμετωπίζεται ως εξαίρεση στην Ευρώπη αλλά θα βρίσκεται σε πλαίσιο όμοιο με αυτό που είναι η Ισπανία, η Ιρλανδία η Κύπρος και η Πορτογαλία.

3ον. Παρέχει πρόσθετη ώθηση στην αναπτυξιακή δυναμική της και στην προσέλκυση επενδύσεων.

4ον. Προσδίδει βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο βέβαια των κανόνων που ισχύουν για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη.

5ον. Αποδεικνύει τη δυναμική που έχει αποκτήσει η ελληνική οικονομία αφού, παρά τις πρωτόγνωρες εξωγενείς δυσκολίες, η χώρα κατακτά τους στόχους που θέτει.

Νέοι κίνδυνοι και προκλήσεις

Όμως, η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι έχουν εκλείψει οι κίνδυνοι για την οικονομία και οι προκλήσεις για την οικονομική πολιτική. Από το βήμα της ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης θα δώσει το στίγμα της πολιτικής που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση αυτόν τον δύσκολο χειμώνα για την Ευρώπη, που θα δοκιμασθεί στις πρωτοφανείς, μεταπολεμικά, συνθήκες που έχει δημιουργήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επίθεση της Ρωσίας στην Ευρώπη με «όπλο» το φυσικό αέριο.

Οι εξαιρετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν στον εφησυχασμό:

-Ο ρυθμός ανάπτυξης ίσως να ξεπεράσει και το 5%, κυρίως χάρη στην εντυπωσιακή ανάκαμψη του τουρισμού, που αναμένεται να σπάσει το ρεκόρ εσόδων του 2019. Τα πρόσθετα έσοδα από τον τουρισμό, αλλά και από την επίδραση που έχει στους έμμεσους φόρους ο υψηλός πληθωρισμός, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να στηρίξει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έναντι του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης με ένα ποσό που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 10 δισ. ευρώ και θα είναι το μεγαλύτερο -ως ποσοστό του ΑΕΠ- στην Ευρώπη.

-Ωστόσο, το 2023 η οικονομία της Ευρώπης θα «φρενάρει» απότομα, με τους περισσότερους οργανισμούς και διεθνείς οίκους να προεξοφλούν ύφεση. Ανάλογη πορεία, έστω και αν αποφύγει την ύφεση, θα ακολουθήσει, αναπόφευκτα, και η ελληνική οικονομία, με τον ρυθμό ανάπτυξης να μειώνεται απότομα. Παράλληλα, μια οικονομία με υψηλό χρέος, όπως η ελληνική, έστω και αν αυτό έχει ρυθμισθεί με πολύ ευνοϊκό τρόπο μέσω του δανεισμού από την Ευρώπη, θα αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις από τη μεγάλη αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων.

-Σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, η χώρα θα κληθεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή της για πρωτογενές πλεόνασμα από το 2023 και μετά, εκτός εάν οι ειδικές συνθήκες του επόμενου έτους επιτρέψουν κάποια ευνοϊκότερη ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να δίνει στις αγορές την εγγύηση της σταθερότητας, ώστε να μην ξεφύγει το κόστος δανεισμού και να μην βρεθούμε μπροστά σε κάποια νέα κερδοσκοπική επίθεση της αγοράς. Παράλληλα, θα πρέπει να κρατήσουμε την πορεία που οδηγεί στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης, ώστε να απελευθερωθεί πλήρως η ροή διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων στην οικονομία.

Σε αυτές τις προκλήσεις προστίθεται ο αστάθμητος παράγοντας των εκλογών του επόμενου έτους, που θέτει πολλά, αναπάντητα σήμερα, ερωτήματα για την πολιτική σταθερότητα. Η ανεύθυνη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ για την απλή αναλογική και οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στο πολιτικό σκηνικό είναι πολύ πιθανό να καταστήσουν αδύνατο τον σχηματισμό μιας σταθερής κυβέρνησης μετά τις εκλογές και να απαιτηθεί δεύτερη εκλογική διαδικασία μέσα σε μια πολύ δύσκολη χρονιά.

Παρουσιάζοντας την οικονομική πολιτική για το 2023 στη ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να κρατήσει μια πολύ δύσκολη ισορροπία. Από τη μια, θα πρέπει να απαντήσει στην ανάγκη της κοινωνίας για στήριξη σε μια πρωτοφανή συγκυρία υψηλού πληθωρισμού με αιχμή την ενεργειακή ακρίβεια, που δοκιμάζει πρωτίστως τους ασθενέστερους. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να επιτρέψει η αναγκαία αυτή στήριξη της κοινωνίας να εκτρέψει την οικονομία σε μια νέα περιπέτεια. Αναμφίβολα, η εποχή των οριζόντιων μέτρων στήριξης, που γνωρίσαμε στη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, οδηγείται στο τέλος της. Θα πρέπει, όμως, να βρεθούν εκείνα τα μέτρα που θα διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία των ασθενέστερων και θα προστατεύσουν την κοινωνική συνοχή.

Η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία δίνει στην κυβέρνηση αυξημένους βαθμούς ελευθερίας στην οικονομική πολιτική, αλλά δεν αποτελεί «λευκή επιταγή» για την εφαρμογή πολιτικών που θα μπορούσαν να εκθέσουν την οικονομία σε νέους κινδύνους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το οικονομικό του επιτελείου αντιλαμβάνονται τις προκλήσεις και θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα