Η δέσμευση της ΕΕ στον πόλεμο της Ουκρανίας εξαρτάται από τη Γερμανία

Δεν έχει τέλος η καταστροφή και η κατήφεια. Και δεν αφορά μόνο στο τι συμβαίνει στην Ουκρανία.

Δεν περνάει ημέρα χωρίς τα γερμανικά ΜΜΕ, οι υπηρεσίες ενέργειας και οι πολιτικοί να προειδοποιούν για το πόσο θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι τιμές της ενέργειας.

Η απόφαση της ΕΕ να περιορίσει τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας και η απόφαση του Βερολίνου να σταματήσει τον αγωγό Nord Stream 2, ο οποίος προοριζόταν να μεταφέρει αέριο απευθείας από τη Ρωσία στη Γερμανία, θα δοκιμάσει την στήριξη του κοινού προς την Ουκρανία. Και θα δοκιμάσει την ενότητα της ΕΕ.

Το κόστος της ενέργειας για τους Γερμανούς καταναλωτές έχει διπλασιαστεί. Οι τελευταίες προβλέψεις είναι ότι θα μπορούσε να τριπλασιαστεί. Ο Ρόμπερτς Χάμπεκ των Πρασίνων, υπουργός Οικονομίας και κλιματικής δράσης, ελπίζει ότι η χώρα θα είναι σε θέση να τα βγάλει πέρα τον επόμενο χειμώνα.

Οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις, που σήμερα είναι στο 65% της χωρητικότητας τους, θα γεμίσουν στο 90% μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022. Θα βοηθούσε, υποστηρίζει ο Χάμπεκ, εάν οι Γερμανοί κατανάλωναν λιγότερη ενέργεια. Η επιβολή ορίου ταχύτητας, στο οποίο αντιτίθεται ένας από μυς εταίρους του συνασπισμού, οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες, θα ήταν ένα προφανές μέτρο. Αλλά το ισχυρό λόμπι εξακολουθεί να επικρατεί. Στο μεταξύ, υπάρχουν σχέδια για τη στήριξη εκείνων που δεν μπορούν να πληρώσουν τους υψηλούς λογαριασμούς ενέργειας.

Ο Χάμπεκ, ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα του προηγουμένου εξαμήνου αναζητώντας εναλλακτικές προμήθειες ενέργειας, συγκρατεί τα νεύρα του, σε αντίθεση με τον Καγκελάριο Σολτς.

Είτε ο Σολτς φοβάται μια αντίδραση στις τιμές της ενέργειας από τη βιομηχανία και τους καταναλωτές και πώς αυτή θα επηρεάσει την ανάπτυξη, ή δεν θέλει να τα “σπάσει” εντελώς με τη Ρωσία σε ό,τι αφορά στις εισαγωγές ενέργειας. Όποιος και αν είναι ο λόγος, οι πολιτικές του απέναντι στη Μόσχα και στο Κιέβο επηρεάζουν τη δέσμευση της Ευρώπης να στηρίξει την Ουκρανία.

Ας δούμε την πρόσφατη απόφαση του Σολτς να πείσει την Καναδική κυβέρνηση να επιστρέψει μια απαραίτητη τουρμπίνα της Siemens, έτσι ώστε ο Nord Stream 1 να μπορέσει να ξαναρχίσει τη λειτουργία του. Αυτό θα μπορούσε εύκολα να προκαλέσει αντιδράσεις.

Η Ρωσία ανέστειλε τις παραδόσεις μέσω αυτού του αγωγού με την αιτιολογία ότι ο αγωγός χρειαζόταν τακτική συντήρηση. Τώρα που η τουρμπίνα είναι στον δρόμο της επιστροφής στη Γερμανία -με κατηγορίες ότι η Οττάβα παρέκαμψε ορισμένες κυρώσεις κατά της Ρωσίας- είναι αβέβαιο εάν ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν θα θέσει όρους στο Βερολίνο για την επανέναρξη των παραδόσεων φυσικού αερίου. Αυτό είναι ένα χαρτί που έχει παίξει τόσο συχνά.

Έχοντας χρησιμοποιήσει τις ενεργειακές εξαγωγές στην Ουκρανία και σε ορισμένες χώρες της ΕΕ ως γεωστρατηγικό μέσο αν όχι ως εκβιασμό, ο Πούτιν τώρα παίζει με τους φόβους του γερμανικού λαού για έναν κρύο και ακριβό χειμώνα. Μπορεί κανίς να φανταστεί πως ο Σολτς και η γερμανική βιομηχανία και οι καταναλωτές θα ευχαριστήσουν τον Πούτιν εάν ανοίξει τον Nord Stream 1.

Κάτι τέτοιο θα σήμαινε μεταφορά πληρωμών στη Μόσχα που θα τη βοηθούσαν να χρηματοδοτήσει και να παρατείνει τον βάναυσο πόλεμο στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της συνεχιζόμενης αδιάκριτης δολοφονίας Ουκρανών αμάχων και της καταστροφής πόλεων και χωριών. Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας ή της Ευρώπης. Αλλά μην υποτιμάται ότι μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, η κόπωση για τον πόλεμο -κάτι ακατανόητο για τους Ουκρανούς.

Σε ό,τι αφορά στην κυβέρνηση Σολτς, είναι εύκολο να της ασκήσουμε κριτική. Από τη στιγμή που η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, υπάρχει συχνά η ελπίδα το καθεστώς της να μετατραπεί σε ηγεσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στην περίπτωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αυτό δεν συνέβη. Δεν είναι μόνο επειδή ο Σολτς είναι απρόθυμος να υπερασπιστεί στρατιωτικά την Ουκρανία ή είναι απρόθυμος να σταματήσει όλες τις εισαγωγές αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία. Είναι επειδή το Βερολίνο αποφεύγει να επιδείξει ηγετική διάθεση σε ευρωπαϊκό και διατλαντικό πλαίσιο.

Για δεκαετίες, διαδοχικές γερμανικές κυβερνήσεις ενσωμάτωση την οικονομία τους, τις εμπορικές πολιτικές και τη δημοκρατία, μέσα στην ΕΕ, ενώ ακολουθούσαν δικές τους διμερείς πολιτικές σε σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα.

Για δεκαετίες επίσης, το Βερολίνο μπορούσε να βασιστεί στις εγγυήσεις ασφάλειας που παρείχαν οι ΗΠΑ, χωρίς υπερβολική συμβολή όταν επρόκειτο η Γερμανία να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες ή να εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της.

Οι μετά το 1945 ευρώ-ατλαντικές φορές (ΝΑΤΟ, ομπρέλα ασφάλειας των ΗΠΑ κι η ΕΕ), κατέστησαν όλο αυτό υποστηρίξιμο στην αρχή, αλλά με τον καιρό, γινόταν όλο και πιο βολικό για τη Γερμανία να αποφεύγει έναν ηγετικό ρόλο.

Ασφαλώς, πιο πρόσφατα, η πρώην Καγκελάριος Μέρκελ έπεισε την ΕΕ να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία μετά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Επίσης κράτησε ενωμένη την ευρωζώνη στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αλλά αυτά ήταν βραχυπρόθεσμα μέτρα -όχι στρατηγικές αποφάσεις. Οι τελευταίες θα απαιτούσαν να απαντηθεί η ερώτηση για το τι είδους μακροπρόθεσμη σχέση χρειαζόταν και ήθελαν οι Ευρωπαίοι με τους Ανατολικούς γείτονες και τη Ρωσία και τι είδους κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσει η ΕΕ.

Αυτά τα θέματα απαιτούν μια στρατηγική νοοτροπία που εδράζεται στην ηγεσία και όχι στην ασάφεια. Που να έχει τη βάση της στο θάρρος και όχι στον φόβο, τον οποίο ο Πούτιν εκμεταλλεύεται επιδέξια. Μια τέτοια νοοτροπία απαιτεί σκληρές επιλογές, όχι συσκότιση. Η ΕΕ μπορεί να έχει μια πολύ διαφορετική προοπτική -ακόμη και στρατηγική- εάν η Γερμανία επέλεγε αυτή τη νοοτροπία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία το κάνει πιο επείγον.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegieeurope.eu/strategiceurope/87531

Της Judy Dempsey

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα