Επενδυτική βαθμίδα: Πώς διαμορφώνονται τα δεδομένα για τον διακαή πόθο της ελληνικής οικονομίας

H πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, από τον καναδικό οίκο DBRS, επανέφερε στον δημόσιο διάλογο το μείζον θέμα της επενδυτικής βαθμίδας, που αποτελεί τον διακαή πόθο του οικονομικού επιτελείου. Μιλώντας επί ρεαλιστικής βάσης και με δεδομένο ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέτρεψε επί τα χείρω τις συνθήκες και τις προοπτικές όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας αλλά και της παγκόσμιας, η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν μοιάζει με εφικτό στόχο για το 2022. Έχει μετατοπιστεί χρονικά για το 2023, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι οι κορυφαίοι οίκοι αξιολόγησης θα ανταποκριθούν και τότε στο κάλεσμα της Αθήνας.

Γράφει ο Νώντας Βλάχος

Για παραπάνω από ένα χρόνο, κυρίως οι Moody’s και Standard & Poor’s έχουν πράξει το αντίθετο, κρατώντας πεισματικά κλειστά τα χαρτιά τους σε κάθε «προγραμματισμένο» ραντεβού που αφορά την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Είναι πρόδηλο ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν είναι διατεθειμένοι να «χαρίσουν» έτσι εύκολα την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι αυτή κατήγαγε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2021 και επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα. Το γεγονός ότι ο οίκος DBRS ανέβασε το αξιόχρεο της Ελλάδας ένα «σκαλί» πριν την επενδυτική βαθμίδα, δεν μπορεί ασφαλώς να υποτιμηθεί, αλλά αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά τους τρεις «μεγάλους» οίκους Fitch, S&P και Moody’s, οι οποίοι «προσπερνούν» τις αξιολογήσεις της Αθήνας με μοναδική εξαίρεση να αποτελεί η αναβάθμιση του outlook της ελληνικής οικονομίας από την Fitch, τον περασμένο Ιανουάριο.

Οι διεθνείς οίκοι αναγνωρίζουν την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, η οποία ανέκαμψε εντυπωσιακά το 2021, ανησυχούν, όμως για το αυξημένο χρέος-το μεγαλύτερο εντός της Ευρωζώνης- αλλά και για τις δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας, καθότι τα ελλείμματα διογκώθηκαν άνω των εκτιμήσεων, στα χρόνια της πανδημίας. Την εν λόγω ανησυχία τους για τα δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδας, την έχουν εκφράσει κατά καιρούς σε εκθέσεις τους, αναμένοντας, όπως είναι προφανές, την πορεία που θα καταγράψει η επιχειρούμενη – από το οικονομικό επιτελείο – δημοσιονομική προσαρμογή.

Θα ήταν άτοπο και μάλλον ουτοπικό να περίμενε κανείς ότι οι διεθνείς οίκοι θα έδιναν απλόχερα την επενδυτική βαθμίδα σε μια χώρα με χρέος άνω του 200% του ΑΕΠ και με το έλλειμμα εκτοξευμένο πάνω από το 9%. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πριν μερικούς μήνες και με δεδομένες τις προβλέψεις φορέων, θεσμών και λοιπών ειδικών για συνέχεια στη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, υπήρχε βάσιμη αισιοδοξία για κατάληψη της investment grade, έστω και προς το τέλος του 2022.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία όμως, «θόλωσε», ενδεχομένως να εξαφάνισε παντελώς την προοπτική για την επενδυτική βαθμίδα  εντός του 2022. H Moody’s τήρησε σιγήν ιχθύος πριν μερικές ημέρες και το ίδιο αναμένεται να πράξει και η Standard and Poor’s τον Απρίλιο, όπου έχει αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε αξιολόγηση. Δύσκολα, άλλωστε, θα «δεσμευτούν» σε οικονομικές προβλέψεις, χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει το γεωπολιτικό σκηνικό στην Ουκρανία. Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, που αποτελεί θύμα τρόπον τινά της αρνητικής συγκυρίας, αλλά την παγκόσμια οικονομία. Να θυμίσουμε ότι προ ημερών η Moody’s γνωστοποίησε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία την «αναγκάζει» να προχωρήσει σε αναθεώρηση των μακροοικονομικών προβλέψεων σε παγκόσμια κλίμακα.

 Γιατί είναι τόσο σημαντική η επενδυτική βαθμίδα

Η επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας δύναται να αλλάξει το status της ελληνικής οικονομίας, καθότι τα κρατικά ελληνικά ομόλογα δεν θα λογίζονται ως «σκουπίδια» και δεν θα χρειάζονται την προστασία-αγορά τους από την ΕΚΤ, είτε μέσω του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP) που ολοκληρώνεται τον Μάρτιο είτε μέσω του τακτικού APP. Τα ελληνικά ομόλογα, πάντως, θα παραμείνουν σε καθεστώς προστασίας-κατ’ εξαίρεση- και μετά το τέλος του PEPP- βάσει των όσων έχει αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα