Ελεγκτικό συνέδριο: Κανόνας πλέον οι απευθείας αναθέσεις – Ποιος τομέας βρίσκεται στην «κορυφή»

Οι απευθείας αναθέσεις τείνουν να γίνουν πλέον ο κανόνας στον δημόσιο τομέα – μια πρακτική που ξεκίνησε «λόγω πανδημίας» αλλά επεκτάθηκε για λόγους ευελιξίας και παράκαμψης διαδικασιών, τις περισσότερες φορές δίχως διαφάνεια και λογοδοσία.

Αυτό προκύπτει από την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που καταλήγει σε επτά προβλήματα και επτά συστάσεις.

Μετά από έλεγχο 64 δημόσιων φορέων σε δείγμα 5.073 συμβάσεων κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 30.4.2022 με τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης ή της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, στην κορυφή των απευθείας αναθέσεων βρίσκονται τα νοσοκομεία και οι ΥΠΕ.

Ειδικότερα, στα 7 νοσοκομεία και τις 2 ΥΠΕ που ελέγχθηκαν, διαπιστώθηκε ότι οι απευθείας αναθέσεις λόγω ποσού ή κατόπιν διαπραγμάτευσης είναι το βασικό εργαλείο που χρησιμοποιείται τόσο για τις προμήθειες όσο και για τις υπηρεσίες, καθώς το ποσοστό τους επί του συνόλου των αναθέσεων των ανωτέρω φορέων ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 84,32%.

Αυτό το ποσοστό εκτοξεύεται στο 87,88% κατά μέσο όρο εάν συνυπολογισθούν και οι συμβάσεις ήσσονος αξίας στο ποσοστό των απευθείας αναθέσεων.

Αξίζει να σημειωθεί και η διαπίστωση ότι καθώς δεν αιτιολογείται επαρκώς ο απρόβλεπτος και επείγων χαρακτήρας των αναγκών που καλύπτονται με την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία, «οι αναθέτοντες φορείς ταυτίζουν το «απρόβλεπτο» με το «επείγον».

Ειδικότερα, με βάση το πόρισμα οι δημόσιοι φορείς δεν προγραμματίζουν εγκαίρως και ορθολογικά την κάλυψη των αναγκών τους ενώ δεν αιτιολογείται επαρκώς ο χαρακτήρας αυτών. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο υπογραμμίζει σε πολλές περιπτώσεις δεν καθορίζεται με σαφήνεια το αντικείμενο της σύμβασης, ο τρόπος υπολογισμού της δαπάνης ενώ δεν παρέχονται εχέγγυα διαφάνειας ως προς την επιλογή του αναδόχου.

Το πόρισμα 7 σημείων του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναφέρει:

Οι δημόσιοι φορείς δεν προγραμματίζουν εγκαίρως και ορθολογικά την κάλυψη των αναγκών τους. Προσαρμόζουν τις ανάγκες τους στο όριο των απευθείας αναθέσεων καλύπτοντας αυτές αποσπασματικά και προβαίνοντας σε κατατμήσεις.
Δεν αιτιολογείται επαρκώς ο απρόβλεπτος και επείγων χαρακτήρας των αναγκών που καλύπτονται με προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Οι αναθέτοντες φορείς ταυτίζουν το «απρόβλεπτο» με το «επείγον».
Σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης υφίστανται στην ουσιαστική συμμετοχή των διοικητικών υπηρεσιών του φορέα κατά τη διαδικασία που προηγείται της τελικής απόφασης ώστε να μην δημιουργούνται υπόνοιες αυθαιρεσίας και αδιαφάνειας.
Σε πολλές περιπτώσεις δεν καθορίζεται με σαφήνεια το αντικείμενο της σύμβασης ούτε προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού της εκτιμώμενης δαπάνης. Δεν αποδεικνύεται προηγούμενη έρευνα αγοράς.
Δεν παρέχονται εχέγγυα διαφάνειας ως προς την επιλογή του αναδόχου και τον καθορισμό του τιμήματος ιδίως όταν διενεργούνται επανειλημμένες αναθέσεις στον ίδιο ανάδοχο. Δεν υφίστανται προκαθορισμένα και επομένως επαληθεύσιμα κριτήρια επιλογής όσων καλούνται να υποβάλουν προσφορά. Δεν γίνεται διαπραγμάτευση του τιμήματος. Προσφέρονται χαμηλά έως μηδενικά ποσοστά έκπτωσης. Συστήματα ηλεκτρονικής αγοράς δεν εφαρμόζονται ευρέως.
Το υψηλότερο ποσοστό απευθείας αναθέσεων παρατηρήθηκε στα νοσοκομεία. Μικρό ποσοστό των συμβάσεών τους ανατίθεται μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών λόγω χρόνιων συστημικών αδυναμιών σε συνδυασμό με τις επιτακτικές ανάγκες προμήθειας φαρμάκων και λοιπών αναλωσίμων. Προσφυγή σε νομιμοποιητικές διατάξεις.
Οι δημόσιοι φορείς δεν διαθέτουν σύστημα αξιολόγησης των καταγγελιών και αξιοποίησης αυτών για τη βελτίωση της ακεραιότητας της διαδικασίας των απευθείας αναθέσεων.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα