Αν όχι ο Μητσοτάκης, τότε ποιος;

Στα μισά της δεύτερης τετραετίας διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο πρωθυπουργός αναγνωρίζεται από τους πολίτες ως ο καταλληλότερος κυβερνήτης της χώρας.

Γράφει ο *Γρηγόρης Σαμπάνης

Παρά την πολεμική που δέχεται η κυβέρνηση, ακόμη και με ακραίες θεωρίες συνωμοσίας, οι πολίτες αναγνωρίζουν το έργο της και δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο μοναδικός πολιτικός σήμερα, που μπορεί να κρατήσει με ασφάλεια το πηδάλιο της κυβερνητικής πολιτικής, σε μια ταραγμένη περίοδο γεωπολιτικών και οικονομικών προκλήσεων.

Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις για την καταλληλότητα πρωθυπουργού στην Ελλάδα καταγράφουν μια ενδιαφέρουσα εικόνα:

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί σταθερά την πρωτοκαθεδρία στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό. Παρά τις φθορές που καταγράφει η κυβέρνηση σε άλλα ζητήματα, όπως η ακρίβεια και η διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών, ο πρωθυπουργός παραμένει η προτιμότερη επιλογή για μεγάλο μέρος των πολιτών.

Οι δημοσκοπήσεις τον φέρουν συχνά να συγκεντρώνει ποσοστά γύρω στο 21-25% ή και υψηλότερα (30-40% σε ορισμένες μετρήσεις). Οι πολιτικοί του αντίπαλοι συγκεντρώνουν ποσοστά που δείχνουν ότι οι πολίτες δεν τους εμπιστεύονται για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Οι επιτυχίες στην οικονομία
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στην Κυριάκο Μητσοτάκη δεν είναι τυχαία. Πηγάζει πρωτίστως από την επιτυχημένη οικονομική πολιτική του, που οδηγεί εκ του ασφαλούς τη χώρα σε μια περίοδο σταθερής ανάπτυξης και αύξησης των εισοδημάτων των πολιτών.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιδείξει σημαντικές επιτυχίες στον τομέα της οικονομίας, οι οποίες έχουν συμβάλει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης και στη βελτίωση της εικόνας της Ελλάδας διεθνώς.
Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Μετά από πολλά χρόνια κρίσης και μνημονίων, η Ελλάδα κατάφερε να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που σηματοδοτεί την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς αγορές. Αυτό αποτελεί εφαλτήριο για την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων.

Παράλληλα, έχει καταγραφεί σταθερή οικονομική ανάπτυξη, που υπερβαίνει τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ανάπτυξη αυτή στηρίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και στις επενδύσεις, ενισχυόμενες από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους.

Η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, με μεγάλες ξένες εταιρείες να αυξάνουν τις επενδύσεις τους στη χώρα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος και η μείωση της γραφειοκρατίας.
Σημαντική είναι και η μείωση της ανεργίας. Έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κάτω από το 10%. Αυτό οφείλεται σε στοχευμένες πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, δημιουργώντας περισσότερες θέσεις εργασίας. Επιπλέον, έχει σημειωθεί αύξηση του κατώτατου και του μέσου μισθού, αν και η αντιμετώπιση της ακρίβειας παραμένει πρόκληση.

Η κυβέρνηση έχει επιδείξει δημοσιονομική σύνεση, με μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα και ταχεία συρρίκνωση του δημόσιου χρέους. Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και η γενικότερη δημοσιονομική πειθαρχία έχουν συμβάλει στη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών. Η δέσμευση της κυβέρνησης είναι να μην γυρίσει ποτέ η χώρα πίσω στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας.

Στιβαρή εξωτερική πολιτική
Αλλά και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι μπορεί με μεθοδικές κινήσεις και σοβαρότητα να ενισχύσει τη διεθνή θέση της χώρας και να διατηρήσει την ηρεμία στο Αιγαίο.

Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει εστιάσει σε δύο βασικούς πυλώνες: την ενίσχυση των συμμαχιών και την ενεργή διπλωματία, με στόχο την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων και την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας.

Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες είναι η εμβάθυνση των στρατηγικών συμμαχιών. Η κυβέρνηση έχει ενισχύσει σημαντικά τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και το Ισραήλ, μεταξύ άλλων.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναβάθμιση της αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ (μέσω της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας) και η υπογραφή της συμφωνίας στρατηγικής εταιρικής σχέσης με τη Γαλλία, που περιλαμβάνει και ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής.

Αυτές οι κινήσεις έχουν προσδώσει στην Ελλάδα μεγαλύτερη γεωπολιτική βαρύτητα και αποτρεπτική ισχύ, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο.

Επίσης, η Ελλάδα έχει ανακτήσει μια πιο ισχυρή φωνή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει αναδειχθεί σε έναν αξιόπιστο εταίρο σε περιφερειακά και διεθνή ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η συμμετοχή σε διεθνείς διασκέψεις και η προώθηση των ελληνικών θέσεων έχουν συμβάλει στην ενίσχυση του κύρους της χώρας.

Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η κυβέρνηση έχει ακολουθήσει μια διπλωματική προσέγγιση που συνδυάζει τη σταθερή υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας με την προσπάθεια διατήρησης ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας και την αποφυγή κλιμάκωσης.

Παρά τις κατά καιρούς εντάσεις και τις τουρκικές προκλήσεις, έχουν γίνει προσπάθειες για τη διατήρηση ενός διαλόγου και τη μείωση της έντασης, με την πραγματοποίηση συναντήσεων μεταξύ των ηγετών.

Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει προωθήσει τη δημιουργία και επέκταση τριμερών και πολυμερών σχημάτων συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, με χώρες όπως η Κύπρος, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αυτές οι συνεργασίες καλύπτουν τομείς όπως η ενέργεια, η οικονομία και η ασφάλεια, ενισχύοντας την περιφερειακή σταθερότητα και την ενεργειακή ασφάλεια.

Πολιτικός θόρυβος χωρίς προτάσεις από αντιπολίτευση και Σαμαρά
Μπροστά σε αυτή τη γενικά επιτυχημένη κυβερνητική πολιτική, η εξ αριστερών αντιπολίτευση δεν έχει καταφέρει να αντιτάξει κάτι περισσότερο από γενικόλογες επικρίσεις, θόρυβο και εργαλειοποίηση της τραγωδίας των Τεμπών, χωρίς να διατυπώνει ουσιαστικές προτάσεις πολιτικής στον δημόσιο διάλογο.

Έχει ενδιαφέρον ότι το τελευταίο διάστημα, μετά και την αποπομπή του από τη ΝΔ, ο Αντώνης Σαμαράς διεκδικεί ένα ρόλο άτυπου επικεφαλής της εκ δεξιών αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, με δημόσιες παρεμβάσεις που θα υπέθετε κανείς ότι προοιωνίζονται τη δημιουργία ενός νέου κομματικού φορέα στα δεξιά της ΝΔ.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο πρώην πρωθυπουργός επανέλαβε με έμφαση τις γνωστές του επικρίσεις, κυρίως για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, «χτίζοντας» πάνω στο αφήγημα μιας υποτιθέμενης υποχωρητικότητας της κυβέρνησης Μητσοτάκη έναντι της Τουρκίας.

Οι πολίτες δεν μπορούν να πάρουν στα σοβαρά αυτές τις αιτιάσεις του πρώην πρωθυπουργού. Γιατί λείπει από τις τοποθετήσεις του ακριβώς αυτό που λείπει και από τη ρητορική της αντιπολίτευσης: Συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις πολιτικής. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι μια σοβαρή κυβερνητική διαχείριση, μια σοβαρή εξωτερική πολιτική και ο Αντώνης Σαμαράς δεν φαίνεται να έχει να προσφέρει κάτι σε αυτή τη συζήτηση.

Ας εξηγήσει ο κ. Σαμαράς, επιτέλους, τι αντιπροτείνει για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών; Η σκληρή ρητορική του σε τι ακριβώς θα μετουσιωνόταν αν ο ίδιος είχε τον έλεγχο της εξωτερικής; Μήπως σε κλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο; Σε πόλεμο;

Και ας κάνει επιτέλους την αυτοκριτική του για τα πεπραγμένα του στην εξωτερική πολιτική. Τι πέτυχε ως πρωθυπουργός στα ελληνοτουρκικά και τι διαφορετικό έκανε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη; Και τι πέτυχε ως υπουργός εξωτερικών τη δεκαετία του ’90, οξύνοντας τη διαμάχη για την ονομασία των Σκοπίων; Έδωσε κάποια λύση, ή μήπως άφησε άλυτο, για μικροπολιτικούς λόγους, ένα «τοξικό» πρόβλημα που δηλητηρίασε για χρόνια την εξωτερική μας πολιτική;

Ο κίνδυνος της αλαζονείας
Αν κάτι ενοχλεί τους πολίτες και μπορεί να περιορίζει την αποδοχή της κυβερνητικής είναι η εικόνα αλαζονείας που όλο συχνότερα δείχνουν τα κυβερνητικά στελέχη, ύστερα από μακρά περίοδο διακυβέρνησης, που ευνοεί τέτοια φαινόμενα.

Ο πρωθυπουργός δείχνει σύνεση και μετριοπάθεια, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως αλαζονεία, αλλά καθημερινά οι πολίτες βλέπουν κυβερνητικά στελέχη να μην έχουν πάρει το μήνυμα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να δείξει αυστηρότητα απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές και να ξεκαθαρίσει στους υπουργούς του ότι πρέπει να είναι και να φαίνονται ταπεινοί υπηρέτες των πολιτών και υπερασπιστές του δημοσίου συμφέροντος.

Η αλαζονεία στην εξουσία δεν είναι καλός σύμβουλος και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την ευθύνη να την αποτρέψει, πριν γίνει «πληγή» για το κυβερνητικό σχήμα και τη Νέα Δημοκρατία.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα