«Στην κόψη του ξυραφιού» η διαπραγμάτευση

Τις αμέσως επόμενες μέρες  θα διαφανεί αν η κυβέρνηση θα δεχθεί έναν επώδυνο συμβιβασμό η μια ακόμη εμπλοκή θα μεταθέσει και πάλι τη συζήτηση σε πολιτικό επίπεδο.

Η χθεσινή κυριακάτικη σύσκεψη στο Μαξίμου  σηματοδότησε την ένταση των διεργασιών σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο,ενώ αναμένεται η συζήτηση για την πορεία της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές να αποτελέσει μέρος και της σημερινής συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου που έχει συγκληθεί με θέμα την παραγωγική ανασυγκρότηση.

Μετά την πρώτη εβδομάδα διαπραγματεύσεων,στην Αθήνα επικρατεί αμηχανία. Είναι φανερό ότι στις συζητήσεις, σε αυτή τη φάση αυτή “το πάνω χέρι” έχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε αντίθεση με το παρελθόν που η διαδικασία ήταν κάτω από τον έλεγχο της Κομισιόν, οπότε σύμφωνα και με τις πρακτικές της Ε.Ε. υπήρχαν περιθώρια αμοιβαίων υποχωρήσεων για την εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι τώρα συζητείται η δυνατότητα μιας τεχνικής συμφωνίας  που αποκαλείται “Memorandum of Economic and Financial Policies – MEFP” και αφορά όχι μόνο τους Ευρωπαίους δανειστές αλλά συγχρόνως και το ΔΝΤ. Το σχετικό κείμενο συμφωνίας θα πρέπει να εγκριθεί και από το εκτελεστικό συμβούλιο του Ταμείου, ώστε να οδηγήσει σε ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα.

Το ΔΝΤ  προσήλθε στις διαπραγματεύσεις της Αθήνας με σκοπό να επιβάλει, με ελάχιστες αποκλίσεις, το περιεχόμενο του σχεδίου τεχνικής συμφωνίας (staff level agreement) το οποίο είχε ήδη έτοιμο.

Μέσα σε αυτά τα υπαρκτά όρια της διαπραγμάτευσης, δεν ξενίζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση εισπράττει συνεχείς αρνήσεις στην αποδοχή εκ μέρους των δανειστών κάποιων βελτιώσεων που κρίνονται κρίσιμες πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά.

Για το σημαντικό κεφάλαιο των απαιτούμενων πλεονασμάτων, το ΔΝΤ μέσω της κ. Βελκουλέσκου επιμένει σύμφωνα με πληροφορίες, ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ταμείου χρειάζονται μέτρα τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ για το 2019, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι,όπως και να αλλάξει το μείγμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής.

Σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις,θα πρέπει να νομοθετηθούν τώρα αυτά τα μέτρα, για να περιληφθούν στην τεχνική συμφωνία. Το θέμα συζητήθηκε με τα τεχνικά κλιμάκια μέσα στο Σαββατοκύριακο αλλά δεν είναι βέβαιο αν θα γίνει δεκτή μια σημαντική μείωση του στόχου κάτω από το 2%,  ώστε να περιορισθούν οι ανάγκες για περικοπές στις συντάξεις και να αποφευχθεί η  ενεργοποίηση των μέτρων για τις συντάξεις  από το 2018 και όχι από το 2019 ή το 2020.

Σε ό,τι αφορά τα “αντίμετρα”,τα σχέδια για μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ, ή στο συντελεστή ΦΠΑ βασικών προϊόντων και υπηρεσιών λαϊκής κατανάλωσης (τρόφιμα, ενέργεια) απορρίπτονται από το ΔΝΤ σαν παροχές σε ομάδες ψηφοφόρων χωρίς αναπτυξιακό αντίκρισμα.

Σε ένα κρεσέντο ανοικτής κοινωνικής μεροληψίας, το Ταμείο επιμένει ότι τα «θετικά» μέτρα πρέπει να επικεντρωθούν στη μείωση φορολογίας των επιχειρήσεων, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, θα οδηγούσε στο πολιτικά απαράδεκτο για την κυβέρνηση συμπέρασμα ότι επιβαρύνονται οι φτωχοί για να ελαφρυνθούν τα βάρη των επιχειρηματιών. Επίσης, στην απαίτηση της κυβέρνησης να ενισχυθούν οι ασθενέστεροι, το Ταμείο επιμένει ότι αυτό θα πρέπει να γίνει μόνο με στοχευμένα μέτρα, που θα κατευθύνονται στους ανέργους και στους δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.

Για τα εργασιακά, το ΔΝΤ επιμένει ότι δεν θα πρέπει να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει, ακόμη και αν δεν συνάδει με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, καθώς ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα εξαιρείται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο όσο εφαρμόζει οικονομικό πρόγραμμα προσαρμογής, αποκλείοντας έτσι την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων που αποτελεί βασική στόχευση της κυβέρνησης.

Στα ενεργειακά, το ΔΝΤ απαιτεί τη μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ, κρίνοντας αναποτελεσματικές τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ και τη μεταφορά πελατολογίου της ΔΕΗ σε νέες θυγατρικές, που θα πωληθούν σε ιδιώτες. Η επιδίωξη του Ταμείου είναι η μείωση του μεριδίου αγοράς να γίνει με μεταφορά σε ιδιώτες μονάδων παραγωγής «φθηνού» ρεύματος (λιγνιτικές, υδροϋλεκτρικές), κάτι στο οποίο αντιτίθεται η κυβέρνηση.

Κάτω από τις παραπάνω συνθήκες, οι αποφάσεις της κυβέρνησης παίρνουν δραματικό χαρακτήρα, καθώς αποτυχία επίτευξης συμφωνίας οδηγεί σε απώλεια σημαντικών ημερομηνιών και παρατείνει την αβεβαιότητα παραπέμποντας σε αναζήτηση για άλλη μία φορά πολιτικής λύσης,ενώ μία ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης σε ενεστώτα χρόνο,έστω και με κάποιες οριακές υποχωρήσεις πολιτικά διαχειρίσιμες, σηματοδοτεί την αξιοποίηση τόσο του Euro Working Group της 10ης Μαρτίου  και του Eurogroup στις 20 Μαρτίου και το τέλος του αδιεξόδου.

 

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα