Triangle Shirtwaist: Όταν οι πόρτες δεν φοβήθηκαν ούτε τα ουρλιαχτά

25 Μαρτίου 1911: Το εργοστάσιο παραγωγής ενδυμάτων Triangle Shirtwaist στη Νέα Υόρκη τυλίγεται στις φλόγες. Μαζί και δεκάδες μετανάστριες γυναίκες που είχαν κλειδαμπαρώσει τα αφεντικά στην αιθουσα.

Το σύνθημα που ακούγεται συχνά στον δρόμο “Οι μετανάστες είναι της Γης οι κολασμένοι” δεν βγήκε τυχαία. Από τα βάθη της Ιστορίας μέχρι σήμερα οι μετανάστες ζουν στο πετσί τους την εκμετάλλευση, τον ρατσισμό, την ταπείνωση, την περιθωριοποίηση, τη βία. Είναι οι άνθρωποι που πάντα δουλεύουν στις πιο άσχημες συνθήκες, εκείνοι που κάνουν τη δουλειά που δεν θέλει κανένας. Αν είσαι και γυναίκα, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, καθώς στην εκμετάλλευση προστίθεται η υποτίμηση λόγω του φύλου, αλλά και η σεξουαλική παρενόχληση από το αφεντικό.

Η ζωή των μεταναστών δεν ζύγιζε ποτέ το ίδιο. Αμέτρητες είναι οι τραγωδίες που έχουν καταγραφεί εξαιτίας της μη τήρησης βασικών κανόνων ασφαλείας στους χώρους που δουλεύουν. Μία από τις χειρότερες ήταν εκείνη στις 25 Μαρτίου του 1911, όταν στο εργοστάσιο παραγωγής ενδυμάτων Triangle Shirtwaist πέθαναν από πυρκαγιά 146 εργαζόμενοι, οι περισσότερες γυναίκες και μετανάστριες.

Όλα θα μπορούσαν να ήταν πολύ διαφορετικά αν οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου Μαξ Μπλανκ και Ισαάκ Χάρις και οι υπεύθυνοι που λειτουργούσαν την επιχείρηση δεν είχαν κλειδαμπαρωμένη τη μία από τις δυο βασικές εξόδους εν ώρα εργασίας. Την ενέργειά τους την είχαν αιτιολογήσει κάνοντας λόγο για κλοπές υλικού του εργοστασίου από εργαζόμενες, με αποτέλεσμα την ώρα της φωτιάς η μία έξοδος να είναι κλειδωμένη και η άλλη να έχει αποκλειστεί από τις φλόγες σχεδόν αμέσως αφότου ξέσπασε η πυρκαγιά.

Πολλές εργαζόμενες πηδούσαν από τα παράθυρα προτιμώντας να αυτοκτονήσουν. Άλλες απανθρακώθηκαν επιτόπου. Εκείνο όμως που ενδιέφερε τους ιδιοκτήτες ήταν να μην τσαλακωθεί η εικόνα τους και αμέσως μετά το συμβάν έδωσαν πολυάριθμες συνεντεύξεις με σκοπό να πείσουν ότι το κτήριο είχε πυραντοχή και τηρούσε όλα τα μέτρα ασφαλείας.

Δεν υπήρξε ποτέ δικαιοσύνη

Οι ιδιοκτήτες στην πραγματικότητα δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Πλήρωσαν κάποια πρόστιμα και τους έγιναν επιπλήξεις όμως το εργοστάσιο συνέχισε στο ίδιο μοτίβο εναντίον των φτωχών εργατών. Στις νέες εγκαταστάσεις του εργοστασίου μετά τη φωτιά οι υποδομές και πάλι δεν ήταν φτιαγμένες από υλικά με πυραντοχή ούτε υπήρχαν αρκετές έξοδοι.

Τον Αύγουστο του 1913 ο Μαξ Μπλανκ κατηγορήθηκε μάλιστα για το κλείδωμα μίας πόρτας κατά τη διάρκεια των εργασίας. Όταν προσήλθε στο δικαστήριο, του επιβλήθηκε πρόστιμο και αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης ο δικαστής του ζήτησε συγγνώμη…

Μετά την πυρκαγιά το εργατικό κίνημα δυνάμωσε ακόμη περισσότερο και οι ενισχυμένες από μέλη ενώσεις κατάφεραν να βελτιωθεί η εργατική νομοθεσία και με τον καιρό να εφαρμοστεί μέσα στα εργοστάσια. Οι αντιδράσεις των συνδικάτων έβρισκαν αποδοχή από μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, που έβλεπε την απληστία των εργοδοτών και δεν μπορούσε να δεχτεί να χαθούν ξανά τόσες ζωές όπως στο Triangle Shirtwaist.

Αν είχαν τηρηθεί βασικά μέτρα ασφαλείας, που κόστιζαν είτε ελάχιστα είτε καθόλου, όπως οι ανοιχτές πόρτες, το δυστύχημα θα είχε αποφευχθεί.

Τελικώς το εργοστάσιο έκλεισε το 1918, με τους ιδιοκτήτες να υποστηρίζουν ωστόσο ότι το εργοστάσιό τους αποτελούσε “μοντέλο καθαριότητας και υγιείνης”, όπως και ότι ήταν “το δεύτερο καλύτερο στη χώρα”.

Την ιστορία του Triangle Shirtwaist μετέφερε πολύ εύστοχα σε καλλιτεχνικό επίπεδο στην Ελλάδα το συγκρότημα Μεθυσμένα Ξωτικά. Εκατό χρόνια μετά το συμβάν, το 2011, το συγκρότημα έγραψε το τραγούδι “Και για τους δυο” σε στίχους των Γιάννη Μπιλίρη και Drugitiz, από τους οποίους προέρχεται και ο τίτλος του κειμένου.

Τεράστιες μεταναστευτικές ροές…

Από το 1860 μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι από 40 εκατ. άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ευρώπη. Τα δύο τρίτα των μεταναστών είχαν προορισμό τους τη Βόρειο Αμερική και ειδικότερα τις ΗΠΑ.

Σε διάστημα μόλις 60 χρόνων ο πληθυσμός όσων ζούσαν στις ΗΠΑ και είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό υπερτριπλασιάστηκε. Από τα 4 εκατομμύρια άτομα του 1860 έφτασε περίπου στα 14 εκατομμύρια το 1920. Οι μετανάστες του πρώτου κύματος προέρχονταν κυρίως από χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης όπως η Αγγλία, η Ιρλανδία, η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες.

Το 1870 το 85,5% των μεταναστών στις ΗΠΑ δήλωνε μία από αυτές τις χώρες ως χώρα προέλευσης. Οι εργαζόμενες στο Triangle Waist ήταν κυρίως Εβραίες και Ιταλίδες εργάτριες, ηλικίας από 16 έως 23 ετών που είχαν πρόσφατα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.

…και τεράστιος ρατσισμός

Οι επιθέσεις σε μαύρους, καθολικούς, Εβραίους και μετανάστες ήταν συχνό φαινόμενο εκείνα τα χρόνια στις ΗΠΑ. Κύριος εκφραστής τους ήταν η Κου Κλουξ Κλαν που διήνυε τη δεύτερη περίοδο δράσης της από το 1915 έως το 1944 και ήταν πιο ισχυρή από ποτέ. Η οργάνωση βασιζόταν στον φυλετικό ρατσισμό και αργότερα από τη δεκαετία του 1930 ασπάστηκε τον ναζισμό. Η Κου Κλουξ Κλαν δραστηριοποιούνταν κυρίως στον αμερικανικό Νότο, ωστόσο η κουλτούρα της έβρισκε αποδοχή ευρύτερα στη χώρα. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγορούσαν για τον πόλεμο και τα προβλήματα στις επιχειρήσεις τους μετανάστες και τους εργάτες, τους οποίους αποκαλούσαν μπολσεβίκους.

Σύμφωνα με έκθεση των καθηγητών Ελίζαμπεθ Μόγκφορντ και Τσαρλς Χίρσμαν για τη μετανάστευση και τη Βιομηχανική Επανάσταση την περίοδο 1880-1920, στοιχεία της οποίας βρήκαμε στην ελληνική ιστοσελίδα Capital, οι μετανάστες του 19ου αιώνα αποτέλεσαν την κινητήριο δύναμη πίσω από τον βιομηχανικό μετασχηματισμό των ΗΠΑ.

Από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας, σημειώνεται στο Capital, η μετανάστευση αξιολογείται θετικά ως προς τις επιδράσεις της στην οικονομία και την ανάπτυξη. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσα από διάφορους μηχανισμούς: την αύξηση των αποδόσεων κλίμακας, την αλλαγή της σύνθεσης του εργατικού δυναμικού και τις επιπτώσεις σε επίπεδο μισθών και καινοτομίας.

Πού πατούσε λοιπόν ο ρατσισμός; Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι η μετανάστευση στα τέλη του 20ού αιώνα οδήγησε σε απώλεια 3% των πραγματικών μισθών για τους εργαζόμενους που είχαν γεννηθεί στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτές τις εκτιμήσεις, για τους ντόπιους εργάτες που δεν διέθεταν απολυτήριο Λυκείου οι απώλειες έφτασαν σχεδόν το 9%.

Το αριστερό και γυναικείο κίνημα

Η αμερικανική Αριστερά υπήρξε κατ’ εξοχήν μεταναστευτική. Την προσέγγιση αυτή τη βρίσκουμε στο βιβλίο “Κόκκινη Αμερική” (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) του ιστορικού και διευθυντή των ΑΣΚΙ (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας) Κωστή Καρποζήλου.

Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην “Αυγή” προ διετίας και στην Πόλυ Κρημνιώτη αναφερόταν ειδικότερα στην ελληνική μεταναστευτική εμπειρία στις ΗΠΑ κατά τον προηγούμενο αιώνα, η οποία “μπορεί να θυμίσει στην Αριστερά μια χρήσιμη αλλαγή οπτικής, ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεν είναι τα θύματα της Ιστορίας, αλλά οι πρωταγωνιστές της”.

Πρότεινε τότε “να δούμε προοπτικά μια πολυεθνοτική ελληνική Αριστερά, όπου οι ‘κολασμένοι’ της Γης θα είναι το υποκείμενο της όποιας ριζοσπαστικής κοινωνικής μεταβολής».

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ανέφερε ότι “για τους περισσότερους μετανάστες η πολιτική τους ριζοσπαστικοποίηση δεν ήταν προϊόν της υπερατλαντικής μεταφοράς μίας παλαιότερης πολιτικής ένταξης στο αμερικανικό έδαφος, αλλά μία εμπειρία εξαμερικανισμού.

Για να το πω πιο απλά. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες από το ελληνικό κράτος δεν έφταναν στις ΗΠΑ κουβαλώντας ριζοσπαστικές ιδέες. Η ένταξή τους στα συνδικάτα, στις οργανώσεις της Αριστεράς, η δημιουργία εργατικών αλληλοβοηθητικών ενώσεων υπήρξε μία εμπειρία που συνδεόταν με την αμερικανική τους καθημερινότητα. Αυτή η διαδικασία αναδεικνύει τη δυναμική του εργατικού εξαμερικανισμού”.

Ο Κ. Καρπόζηλος είχε υπογραμμίσει επίσης ότι η γυναικεία παρουσία στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος συνδέεται με την ένταξη των μεταναστριών σε συγκεκριμένους κλάδους, κυρίως της μεταποίησης ενδυμάτων. “Στο πλαίσιο αυτό η ιστορία των γουνεργατριών της Νέας Υόρκης ξεχωρίζει: δουλεύοντας σε μικρά εργαστήρια, συχνά υπό την επίβλεψη κάποιου συμπατριώτη τους, πρωταγωνίστησαν στη συγκρότηση ενός μαχητικού συνδικάτου. Το τελευταίο -όπως και το κομμουνιστικό κίνημα στο σύνολό του- ταύτιζε τη γυναικεία χειραφέτηση με τη μεταβολή των όρων εργασίας αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό εκτός της κριτικής του τα υπόλοιπα πεδία της καθημερινότητας. Ενδιαφέρουσες αντιφάσεις που καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει ένας μόνος τρόπος ερμηνείας της πραγματικότητας”.

Το ανοιξιάτικο απόγευμα που έγινε πύρινος εφιάλτης

To Triangle Shirtwaist ήταν ένα κλασικό εργοστάσιο της εποχής στην καρδιά του Μανχάταν. Όπου “κλασικό” μπορείτε να προσθέσετε δίπλα ότι συμπεριλάμβανε χαμηλούς μισθούς, υπερβολικά μεγάλα ωράρια, ανθυγιεινές και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας. Οι ιδιοκτήτες Μαξ Μπλανκ και Ισαάκ Χάρις το υπενοικίαζαν σε εργολάβους, οι οποίοι με τις σειρά τους πλήρωναν όσο ήθελαν τους εργαζόμενους, συχνά με εντελώς εξευτελιστικούς μισθούς.

Οι ιδιοκτήτες υποτίθεται ότι δεν γνώριζαν την κατάσταση που επικρατούσε στο εργοστάσιο και δεν είχαν εικόνα ούτε για τους μισθούς ούτε για τον αριθμό των εργαζομένων. Πάνω σε αυτό το επιχείρημα στήριξαν την υπεράσπισή τους, ότι δεν μπορούσαν δηλαδή να γνωρίζουν αν την ώρα που δούλευε το εργοστάσιο την 25η Μαρτίου του 1911 υπήρχε κλειδωμένη πόρτα, μια πρακτική που, όπως είπαμε, επαναλήφθηκε και μετά το ατύχημα.

Λίγο πριν κλείσει το εργοστάσιο, ένα ήρεμο ανοιξιάτικο απόγευμα μετετράπη σε πύρινο εφιάλτη ύστερα από πυρκαγιά που ξέσπασε στους επάνω ορόφους του κτηρίου, κατά πάσα πιθανότητα από τα καλάθια που είχαν τα σκουπίδια.

Τίποτα δεν θα ήταν πια ίδιο για τους επιζώντες. Τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο για τις οικογένειες εκείνων που έχασαν τις αδελφές, τις κόρες, τις συζύγους, τους ανθρώπους τους.

“Όταν η φωτιά έφτασε στον όροφό μας, θέλαμε να πηδήξουμε αρχικά από το παράθυρο. Κατάφερα με κάποιον τρόπο να κρατήσω τη ψυχραιμία μου την ώρα που έβλεπα τους άλλους να παλεύουν μέσα στο σκοτάδι με τον καπνό” θα δήλωνε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1957 η εργάτρια Ρόουζ Ιντάρσκι, η οποία κατάφερε τελικά να επιζήσει.

Δεν έφταναν οι σκάλες της Πυροσβεστικής

Κάποιες γυναίκες περίμεναν στα παράθυρα τους διασώστες. Οι σκάλες όμως της Πυροσβεστικής ήταν πολύ χαμηλές και το νερό από τις μάνικες δεν μπορούσε να φτάσει τόσο ψηλά. Πολλές προτίμησαν να πηδήξουν στο κενό, από το να καούν ζωντανές.

“Όταν βγήκα έξω από την αίθουσα και πήγα στις σκάλες, σκύβοντας κάτω είδα τη φωτιά να έρχεται. Γύρω μου έβλεπα κορίτσια που έτρεχαν από εδώ και από εκεί με τα μαλλιά τους να καίγονται. Έτρεξα πίσω στην αίθουσα. Υπήρχαν κορίτσια ξαπλωμένα στο πάτωμα, λιπόθυμα και άνθρωποι που πατούσαν πάνω τους. Τα υπόλοιπα κορίτσια προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν πάνω στις μηχανές. Θυμάμαι ότι ο μηχανικός έτρεξε προς το παράθυρο και το έσπασε για να φύγει ο καπνός έξω. Οι φλόγες όμως έρχονταν μέσα”.

Οι μικρότερες νεκρές εργάτριες ήταν οι 14χρονες Κέιτ Λεόνι και Ροζάρια Μαλτέζ. Η πρώτη ήταν γεννημένη στις ΗΠΑ και η δεύτερη στην Ιταλία.

“Πήγα στον 10ο όροφο. Δεν υπήρχε κανένας εκτός από τον λογιστή. Μάζευε κάποια χαρτιά και κάποια στιγμή με κοίταξε. Μου είπε ότι μπορεί να έρθει στην οροφή. Όλα τα παράθυρα εκείνη την ώρα στον όροφο καίγονταν. Η ζωή μου σώθηκε χάρη στον λογιστή, καθώς δεν ήξερα ότι στον επόμενο όροφο ήταν η ταράτσα. Αν δεν ήταν αυτός, θα είχα μείνει και μάλλον θα πέθαινα”.

Στο πλευρό των οικογενειών που έχασαν συγγενείς τους στο εργοστάσιο και των εργατριών που επιβίωσαν στάθηκαν η διεθνής ένωση γυναικών εργατριών στα ενδύματα. Παρείχαν εβδομαδιαίες συντάξεις, πρόσεχαν και φρόντιζαν τις νεαρές εργαζόμενες, αλλά και τα παιδιά που έμειναν ορφανά και μπήκα, σε διάφορα ιδρύματα. Εξασφάλισαν επίσης εργασία και κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης στις τραυματίες.

Στους ιδιοκτήτες απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία δεύτερου βαθμού σύμφωνα με το άρθρο 80 του κώδικα εργασίας, το οποίο επέτασσε ότι οι θύρες δεν πρέπει να κλειδώνονται κατά την ώρα της εργασίας. Ωστόσο οι ιδιοκτήτες κλήθηκαν να καταβάλουν μόνο χρηματικό πρόστιμο.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα