Το καλοκαιρινό μορατόριουμ και τα «ανήσυχα» νερά του Αιγαίου

Προφανώς και δεν συμμεριζόμαστε την ακραιφνή αισιοδοξία περί της πορείας των ελληνοτουρκικών, όπως αυτή εκφράστηκε και εντός των «τειχών», μετά τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν. Ενδεδυμένος με το… κοστούμι του διαλόγου και αρωματισμένος με μπόλικη διαλλακτικότητα, ο Τούρκος πρόεδρος  επιχείρησε να καταδείξει προς όλους τους δυτικούς, κυρίως στους Μπάιντεν, Μέρκελ, Μακρόν, αλλά και στον Έλληνα πρωθυπουργό, πως είναι έτοιμος να αφήσει κατά μέρους τις νέο-σουλτανικές συμπεριφορές.

Γράφει ο Νώντας Βλάχος

Στριμωγμένος στη διεθνή πολιτική σκηνή, κυρίως υπό το βάρος των απειλών από τις ΗΠΑ, αλλά και πιεσμένος από το καθοδικό σπιράλ στο οποίο έχει εγκλωβιστεί η τουρκική οικονομία, ο Ταγίπ Ερντογάν επιζητά απεγνωσμένα να κερδίσει πολύτιμο, γι’ αυτόν, χρόνο. Το εξευμενισμένο και διαλλακτικό προσωπείο που εμφάνισε και «πούλησε» κατά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, δεν αποτελεί μια προφανή ένδειξη μεταμέλειας για τα όσα προκλητικά έπραξε προς πολλές κατευθύνσεις, το προηγούμενο διάστημα, αλλά για ένα συνειδητό διπλωματικό ελιγμό. Στο πολιτικό ζύγι, ο Ερντογάν μέτρησε τα πολλαπλά μέτωπα που έχει ανοίξει και διαπίστωσε ότι στην παρούσα φάση, θα ήταν προτιμότερο να κάνει ένα βήμα πίσω. Και αυτό έπραξε, λειτουργώντας με πολιτικό ρεαλισμό και όχι ορμώμενος από τις νεοθωμανικές φαντασιώσεις του, τουλάχιστον προς ώρας.

Υπό αυτό το πρίσμα οφείλει η ελληνική κυβέρνηση να ερμηνεύσει την επίθεση φιλίας του Ταγίπ Ερντογάν. Η Αθήνα καλώς εμφανίστηκε πρόθυμη να προωθήσει το διάλογο και να συμφωνήσει, έστω και σε προφορικό επίπεδο ανωτάτου όμως επιπέδου (μεταξύ των δύο ηγετών), σ’ αυτό το ιδιότυπο καλοκαιρινό μορατόριουμ ανάμεσα στις δύο χώρες, που αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, μπορεί να επεκταθεί ως το τέλος του 2021.

Γραπτή συμφωνία επ’ αυτού που συζήτησαν, δεν υφίσταται, παρά μόνο οι λεκτικές υποσχέσεις των δύο ηγετών, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τήρηση της «ανακωχής». Η Αθήνα κέρδισε χρόνο, τον οποίο κακά τα ψέματα χρειάζεται και αυτή, προκειμένου να σχεδιάσει και να υλοποιήσει, χωρίς τις τουρκικές σκοτούρες στο κεφάλι της, το πρώτο στάδιο του σχεδίου ανάκαμψης της χώρας. Παράλληλα το γεγονός ότι διατηρείται ανοιχτός ο δίαυλος επικοινωνίας και μάλιστα στο υψηλότερο επίπεδο, ανάμεσα στους δύο γείτονες, είναι μια κατάσταση με θετικό πρόσημο και win-win για αμφότερους.

Δεν είναι, όμως, κάτι παραπάνω. Τα οξύτατα προβλήματα και οι σημαντικές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, παραμένουν και αποτελούν δισεπίλυτο γρίφο. Και η αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας που εκφράζεται μέσω της πλήρους αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, δεν έχει κοπάσει, ούτε προφανώς έχει μεταβληθεί. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θέλει να μετατρέψει τα ελληνοτουρκικά σε αμιγώς διμερές ζήτημα, αφήνοντας εκτός κάδρου την Ευρώπη, είναι μια  νέα τουρκική… version, που ελλοχεύει παγίδες και κινδύνους για την ελληνική διπλωματία.

Απαιτούνται, εκ των πραγμάτων, πολλά έμπρακτα βήματα προσέγγισης, προκειμένου η πλάστιγγα να γύρει υπέρ της ειλικρινούς συνεννόησης. Ένα απτό παράδειγμα στο οποίο θα «μετρηθούν» οι υποσχέσεις και οι δεσμεύσεις περί ανακωχής και ηρεμίας, είναι το μεταναστευτικό, εκεί όπου η Τουρκία συνεχώς και μεθοδευμένα κατά το πρόσφατο παρελθόν, εργαλειοποιεί τις προσφυγικές ροές και επιχειρεί να εμπλέξει την Ελλάδα σ’ ένα ιδιότυπο blame game.

Την απειλεί, αλλά δεν θέλει να την χάσει…

Από την πολυαναμενόμενη συνάντηση του Ταγίπ Ερντογάν με τον Τζο Μπάιντεν, προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα, τα οποία δεν πρέπει να ξαφνιάζουν, αλλά να αποτελούν «φάρους» σχετικά με την αμερικανοτουρκική σχέση και την επιρροή της στα ελληνοτουρκικά. Η Ουάσιγκτον δεν σκοπεύει να απολέσει με ευκολία την Τουρκία, την οποία λογίζει ως μία σημαντική σύμμαχο χώρα. Ο Τζο Μπάιντεν κραυγάζει, υψώνει το δάχτυλο, ενίοτε απειλεί τον Ταγίπ Ερντογάν, με σκοπό να τον επαναφέρει στο σωστό… δυτικό-νατοϊκό κόσμο.

Οι ΗΠΑ, όπως προέκυψε και στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, δεν θεωρούν χαμένο παιχνίδι την Τουρκία, μ’ ότι αυτό συνεπάγεται για τη συνολική τους θεώρηση για τα πεπραγμένα στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδίως για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Αθήνα οφείλει να είναι προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις, τις εναλλαγές και τις διπλωματικές μεταβολές, σ’ ένα εξόχως ρευστό περιβάλλον, που ενίοτε αυτορυθμίζεται, ακολουθώντας το δικό του κανονιστικό πλαίσιο.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα