Προσοχή στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών!

Στην πρόσφατη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch, αν και επιβεβαίωσε το ελληνικό αξιόχρεο στην επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές, εντούτοις κατέγραψε ως μία πηγή κινδύνου για τις μελλοντικές προοπτικές το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Ειδικότερα, στην ανάλυση που συνόδευσε την αξιολόγηση ο Fitch ανέφερε ότι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε στο 6,3% του ΑΕΠ το 2023, σημαντικά υψηλότερο από τη διάμεση τιμή των χωρών με αξιολόγηση «ΒΒΒ» που ήταν 0,3%. Το έλλειμμα μειώθηκε το 2023 από το 10,3% του ΑΕΠ το 2022, λόγω των χαμηλότερων τιμών των βασικών εμπορευμάτων, αλλά η τάση βελτίωσης δεν συνεχίστηκε το α’ εξάμηνο του 2024.

Σύμφωνα με τον οίκο, τα έσοδα από τον τουρισμό επιβραδύνθηκαν κατά την αιχμή της θερινής περιόδου, αντανακλώντας πιθανότατα τη συνολική αδυναμία της ευρωπαϊκής ζήτησης.Επιπλέον, από διαρθρωτική άποψη, το πολύ χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών εγχώριων τομέων είναι ο κύριος λόγος για το σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο, ενώ η περαιτέρω επιτάχυνση των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα θα ασκήσει περαιτέρω πίεση σε αυτό.

Αυτά σε ότι αφορά τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει ξένος ή ελληνικός οικονομικός οργανισμός, που αν μην επισημαίνει σε σχετικές αναλύσεις, ότι η διεύρυνση που παρατηρείται στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, είναι ηχηρό “καμπανάκι” για τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στις εκθέσεις της αναφέρει συνεχώς ως μία από τις βασικές πηγές ανησυχίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, το αρνητικό εξωτερικό ισοζύγιο και την υψηλή αρνητική διεθνής επενδυτική θέση της χώρας.Παράλληλα, και το ΚΕΠΕ προσφάτως ανέφερε σε σχετική ανάλυση, ότι η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στέλνει αρνητικό σήμα για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Τα στοιχεία λοιπόν δείχνουν ότι, την τετραετία 2020-2023 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συνάλλαγών ανήλθε στα επίπεδα του 7,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Κύριος “τροφοδότης” του αρνητικού εξωτερικού ισοζυγίου είναι το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Συγκεκριμένα, το μέσο ετήσιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα και πλοία ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2022-23 (2020-23) ήταν 12,06% (11,21%), πλησιάζοντας το έλλειμμα της διετίας 2007-2008 που ήταν 12,73% του ΑΕΠ, το οποίο αποτελεί, διαχρονικά, το υψηλότερο επίπεδο. Σε απόλυτα μεγέθη, το μέσο ετήσιο έλλειμμα την περίοδο 2022-23 (2020-23) ήταν 25,71 (21,88) δισ. ευρώ, ενώ την περίοδο 2007-2008 ήταν 30,19 δισ. ευρώ.

Και το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι, ποιοι είναι οι λόγοι που η ελληνική οικονομία εμφανίζει τέτοιο “άνοιγμα” στις εξωτερικές της συναλλαγές; Την απάντηση μας την δίνει το ΚΕΠΕ, το οποίο στην σχετική ανάλυση που ήδη αναφέραμε, απαριθμεί μια σειρά από λόγους, που ειδικά το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζει αυτή την ανισορροπία. Μεταξύ αυτών:

  • Το υψηλό επίπεδο των ελληνικών εισαγωγών.
  • Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με τις τιμές και το κόστος των ελληνικών προϊόντων. Διότι αν και υπήρξε σημαντική βελτίωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας τιμών και κόστους αυτή δεν οδήγησε σε ανάλογη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών.
  • Η διατήρηση των εμποδίων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων.
  • Ο χαμηλός βαθμός εξαγωγικής διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων.

Το ΚΕΠΕ στην ανάλυσή του δίνει έμφαση και στο γεγονός ότι, Ένας σημαντικός παράγοντας επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου είναι το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγωγών, το οποίο είναι υψηλό, η Ελλάδα έχει το 4ο υψηλότερο ποσοστό εισαγωγικού περιεχομένου στην παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων της, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρωζώνης, επιπλέον αυτό δείχνει μια αυξητική τάση.

Αυτή η εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από ξένα αγαθά, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, έχει αρνητικές επιπτώσεις σε μια σειρά παραμέτρων, όπως η απασχόληση, η παραγωγική βάση της οικονομίας, η ανταγωνιστικότητα, και ο βαθμός ευαισθησία της χώρας σε εξωτερικές διαταραχές. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι η εισαγόμενη συνιστώσα των εξαγωγών είναι υψηλή, ένα σημαντικό μέρος των κερδών από τις εξαγωγές διοχετεύεται σε ξένες οικονομίες, μειώνοντας έτσι τα οφέλη για την εγχώρια οικονομία.

Πρόκειται για ένα σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλήμα της ελληνικής οικονομίας, το οποίο χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, προκειμένου να μην προκύψουν δυσκολίες στο άμεσο μέλλον.Αυτό προϋποθέτει την στήριξη της εγχώριας παραγωγής, με παράλληλη ενίσχυση της παραγωγικότητας της οικονομίας, μέσω της αξιοποίησης όλων των διαθέσιμων πόρων, ιδιωτικών, δημόσιων, και κοινοτικών.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα