Π. Παυλόπουλος: Η διαχρονική “μαρτυρία” των Ελληνικών Συνταγμάτων για την συμπόρευση Πολιτείας και Εκκλησίας

Μιλώντας στην εκδήλωση με θέμα «Η συμμετοχή της Εκκλησίας της Κύπρου και της Ελλάδας στους αγώνες του Έθνους», που οργάνωσε η «Ένωση Κυπρίων Ελλάδος», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος ανέπτυξε το θέμα «Η θεσμική “μαρτυρία” του Συντάγματος για την συμπόρευση Πολιτείας και Εκκλησίας στους Αγώνες του Έθνους».

Ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων: Η Ελληνική Ιστορία εμφανίζει, όπως προκύπτει από αδιάσειστα τεκμήρια, μια μοναδική ιδιομορφία, καθ’ όλη την διαδρομή της, σε ό,τι αφορά τους υπέρ της Ελευθερίας Αγώνες του Έθνους μας από την πτώση του Βυζαντίου το 1453 έως την Εθνεγερσία του 1821 και την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους -το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου- αλλά και μετέπειτα.

Α. Η ιδιομορφία αυτή συνίσταται στην συμπόρευση των Αγωνιζόμενων Ελλήνων και του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας -κατ’ ουσία στην συμπόρευση του Έθνους των Ελλήνων και των λειτουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την κορυφή της έως την βάση της, ήτοι τους απλούς εκκλησιαστικούς λειτουργούς, ιερείς και μοναχούς- κάθε φορά που παρίστατο ανάγκη είτε απόκρουσης του κατακτητή είτε ευόδωσης των Απελευθερωτικών Αγώνων. Ας σημειωθεί, ότι η συμπόρευση αυτή «περιβλήθηκε» την πιο εμβληματική -καθότι «θυσιαστική»- υπόστασή της κατά την διάρκεια των εις βάρος των Ελλήνων ωμοτήτων του αιμοσταγούς οθωμανικού ζυγού μεταξύ 1453 έως και την Εθνεγερσία του 1821.

Κατ’ εξοχήν δε κατά την διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821 και έως την τελική ευόδωσή της με την δημιουργία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, ως πρώτου Έθνους-Κράτους στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Βεβαίως, αυτή η πολύμορφη και πολυπρισματική «αγωνιστική» παρουσία του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τον υπέρ της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας Αγώνα του Έθνους των Ελλήνων συνεχίσθηκε και μετά το 1830. Για παράδειγμα, τα ιστορικά τεκμήρια που προαναφέρθηκαν καθιστούν αδιαμφισβήτητη αυτή την διαπίστωση κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους αλλά και κατά τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Β. Όμως η σύντομη ανάλυση που ακολουθεί εντοπίζει τον ερευνητικό της στόχο αποκλειστικώς και μόνο στην ενεργό, και σε πολλές περιπτώσεις καθοριστική, αγωνιστική συμπόρευση του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τους υπέρ της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας Αγώνες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μ’ έμφαση στον Αγώνα που «κυοφόρησε» την «έκρηξη» της Επανάστασης του 1821 και στην συνέχεια έθεσε τα θεμέλια για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.

Και τούτο, γιατί η έρευνα αυτή επιχειρεί να αιτιολογήσει το πώς και γιατί τα Ελληνικά Συντάγματα -από τα Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου με αφετηρία το 1822 έως το ισχύον Σύνταγμα του 1975- εμπεριέχουν διατάξεις που «αποτυπώνουν», αδιαλείπτως, την προμνημονευόμενη άνευ προηγουμένου, τουλάχιστον για τα κατά τα ως άνω δεδομένα του ευρύτερου Ευρωπαϊκού χώρου, παρουσία του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε αυτούς τους, κυριολεκτικώς υπαρξιακούς, Αγώνες του Έθνους των Ελλήνων υπέρ της εμπέδωσης της Ελευθερίας του μέσα σ’ ένα αυτόνομο, ανεξάρτητο και καθ’ όλα κυρίαρχο Κράτος.

Ι. Ιστορικά δεδομένα από το 1453 έως την Εθνεγερσία του 1821 και την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους

Η συνδρομή του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους Αγώνες εναντίον των οθωμανών κατακτητών ξεκίνησε αμέσως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και όπως ήδη τονίσθηκε συνεχίσθηκε, σχεδόν χωρίς διακοπή, έως την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, το 1830. Οπωσδήποτε, ιδίως όσο διαρκούσε η τυραννία του οθωμανικού ζυγού η συνδρομή του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να επισυμβεί με οργανωμένο τρόπο. Γι’ αυτό και εξελίχθηκε πρωτίστως μέσω της «θυσιαστικής» αγωνιστικής συμμετοχής πολυάριθμων αποφασισμένων λειτουργών της, άλλοι από τους οποίους υπήρξαν θρησκευτικοί «ταγοί» -αρχής γενομένης από εκείνους που κατείχαν Πατριαρχικό ή Αρχιεπισκοπικό θώκο- και άλλοι διακονούσαν ως απλοί ιερείς και μοναχοί. Του «λόγου το ασφαλές» περί τούτου «βεβαιώνει» η ανεκτίμητη «θυσιαστική» προσφορά όσων ανακηρύχθηκαν από την ίδια την Εκκλησία «Νεομάρτυρες». Προσφορά, η οποία εξικνείται χρονικώς έως την αποφράδα περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής, σύμφωνα με το Αγιολόγιο και το Μαρτυρολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Α. Από το 1453 έως το 1821

Συγκεκριμένα, σε πλειάδα ιστορικών επαναστατικών και κινηματικών γεγονότων κατά των οθωμανών κατακτητών ο Κλήρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε όλο το μήκος και το πλάτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρξε «παρών». Ενδεικτικώς, και μόνο, αναφέρονται τ’ ακόλουθα τεκμηριωμένα παραδείγματα, η μνεία των οποίων ουδόλως υποβαθμίζει πολλά άλλα γνωστά ή, ατυχώς, και άγνωστα:

Μετά την Ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571, Αρχιεπίσκοποι, Μητροπολίτες αλλά και κατώτεροι κληρικοί ηγήθηκαν τοπικών κινημάτων κατά του οθωμανικού ζυγού, με χαρακτηριστικότερα τα παραδείγματα των Μητροπολιτών Μονεμβασίας, Ρόδου, Μυτιλήνης και Νάξου. Το αυτό συνέβη και κατά το 1576, σε αντίστοιχα κινήματα στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, με «πρωταγωνιστές» τους εκκλησιαστικούς «ταγούς» Αχρίδος Ιωακείμ, Βελεσσών Φώτιο, Βελεγράδων Νεκτάριο και Καστορίας Σωφρόνιο. Μετά δε το 1601 τα ίδια επαναστατικά «βήματα» ακολούθησαν στην Πελοπόννησο -και κυρίως στην Μάνη- ο Μητροπολίτης Λακεδαίμονος Χρύσανθος Λάσκαρις και ο διάδοχός του, Διονύσιος.
Κατά την διάρκεια του αποκαλούμενου «Κρητικού Πολέμου», μεταξύ 1645-1669, εκατοντάδες ιερείς και μοναχοί θυσιάσθηκαν μαχόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο φιλόσοφος θεολόγος Γεράσιμος Βλάχος, ο Βαρθολομαίος Συρόπουλος και οι επονομαζόμενοι Μπουνιαλήδες.
Μετέπειτα, κατά τα «Ορλωφικά» (1768-1770), τέθηκαν επικεφαλής τοπικών κινημάτων μεταξύ άλλων ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β΄ -που εγκαταβίωνε τότε στο Άγιον Όρος- και οι τοπικοί Επίσκοποι Πατρών, Καλαμών, Μεθώνης και Καρύστου.
Μια από τις μεγάλες πνευματικές φυσιογνωμίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπήρξε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος «έσπειρε» το «φλογερό» πατριωτικό του κήρυγμα στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο και εν τέλει μαρτύρησε στο χωριό Κολικόντασι της Βορείου Ηπείρου, την 24η Αυγούστου 1779. Τον σημαίνοντα πνευματικό «οβολό» τους υπέρ της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας κατέθεσαν και λαμπροί εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Άνθιμος Γαζής, ο Νικηφόρος Θεοτόκης και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς.
Β. Από τις «παρυφές» της Επανάστασης του 1821 έως το 1830

Όσο πλησίαζε η «έκρηξη» της Επανάστασης του 1821 και, συνακόλουθα, η έναρξη της Εθνεγερσίας, τόσο περισσότερο γινόταν εμφανής η ενεργός παρουσία του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον υπέρ της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας Αγώνα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ουσιαστική υπήρξε η συμμετοχή λειτουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Φιλική Εταιρεία, στην οποία οφείλει τα μέγιστα η όλη προετοιμασία της Εθνεγερσίας του 1821. Πιο «δυναμικός» από τους εκπροσώπους αυτούς υπήρξε -παρά τις γνωστές του υπερβολές, που όμως εντάσσονταν αποκλειστικώς στην άκρως ανιδιοτελή «αγωνία» του για την όσο το δυνατό ταχύτερη έναρξη της Επανάστασης- ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας. Με τον ρόλο του ν’ αναδεικνύεται, σε όλο του το μέγεθος, κατά την «Σύναξη της Βοστίτσας», μεταξύ 26ης και 30ής Ιανουαρίου 1821, όταν και λήφθηκε η οριστική απόφαση για την έναρξη της Επανάστασης μέσα στην άνοιξη του 1821, και να κορυφώνεται με την θυσία του κατά την Μάχη στο Μανιάκι, την 20ή Μαΐου 1825. Μεταξύ των λοιπών λειτουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας που μετείχαν στην Φιλική Εταιρεία πρέπει να μνημονευθούν οι Άνθιμος Γαζής και Νικηφόρος Παμπούκης, κατ’ εξοχήν δε ο Εθνομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Επιστέγασμα της αγωνιστικής συμβολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον υπέρ της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας Αγώνα για την «αποτίναξη» του οθωμανικού ζυγού υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η Αγία Λαύρα, την 25η Μαρτίου 1821, όταν εκεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το Ιερό Λάβαρο της Επανάστασης. Λίγο αργότερα, την 22α Απριλίου 1821, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄ προσέθεσε την δική του ανεξίτηλη «ψηφίδα» στο «ηρώο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπέρ της Ελευθερίας του Έθνους των Ελλήνων, με τον απαγχονισμό του από τον βάρβαρο οθωμανικό όχλο στην Κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου και την εντεύθεν ανακήρυξή του σε Εθνομάρτυρα. Την «τριάδα» των λειτουργών-αγωνιστών της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τις πρώτες ημέρες της Εθνεγερσίας του 1821 συμπλήρωσε ο Αθανάσιος Γραμματικός ή Μασσαβέτας, μοναχός και ύστερα διάκονος που έμεινε στην Ιστορία μας ως Αθανάσιος Διάκος, με τον μαρτυρικό του θάνατο μετά την Μάχη της Αλαμάνας, την 24η Απριλίου 1821 στην Λαμία, τότε Ζητούνι.
ΙΙ. Το θεσμικό «αποτύπωμα» της αγωνιστικής προσφοράς του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα Ελληνικά Συντάγματα

Με δεδομένο ότι, όπως προεκτέθηκε εισαγωγικώς, η αγωνιστική προσφορά του Κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την αποτίναξη του αιμοσταγούς οθωμανικού ζυγού και την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους εμφανίζει μια πρόδηλη μοναδικότητα σε σχέση με άλλους Λαούς, στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο, κατά τους αγώνες τους για την ίδρυση αντίστοιχων προς το Ελληνικό Εθνών-Κρατών, είναι απολύτως δικαιολογημένη η θεσμική «αποτύπωσή» της σε όλα τα Ελληνικά Συντάγματα, αρχής γενομένης από το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» της 1ης Ιανουαρίου 1822 έως και το ισχύον Σύνταγμα του 1975.

Κατά τούτο λοιπόν η θεσμική αυτή «αποτύπωση» ουδόλως συνιστά ένα είδος αναχρονιστικής και ιστορικώς αναιτιολόγητης ιδιόρρυθμης «σύγχυσης» μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Όλως αντιθέτως αποδίδει, και μάλιστα με θετικό θεσμικό «πρόσημο», μιαν αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια η οποία, επιπροσθέτως, κατ’ ουδένα τρόπο θίγει το Θεμελιώδες Δικαίωμα της ακώλυτης άσκησης της Θρησκευτικής Ελευθερίας, όπως άλλωστε έχει αποδείξει, επανειλημμένως και πολλαπλώς, η εφαρμογή στην πράξη των σχετικών διατάξεων όλων, ανεξαιρέτως, των Ελληνικών Συνταγμάτων.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα