Και με το ΦΠΑ τι θα κάνουμε τελικά;

Η πενθήμερη συζήτηση στη Βουλή για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2025, η οποία και  ολοκληρώθηκε με την υπερψήφισή του, όπως ήταν αναμενόμενο χαρακτηρίστηκε από την αντιπαράθεση,ενίοτε σφοδρή, με επίκεντρο τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Στο “μάτι του κυκλώνα” βρέθηκαν αναπόφευκτα οι έμμεσοι φόροι, και ειδικά ο ΦΠΑ, ο οποίος ήδη από το ξέσπασμα της πληθωριστικής κρίσης πριν από κάποια χρόνια, αποτελεί πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης.Εδώ και πολλούς μήνες πάντως, ως “θεατές” παρακολουθούμε το ίδιο “έργο”.Τα κόμματα της κυβέρνησης να κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δεν μειώνει τους συντελεστές του ΦΠΑ, προκειμένου να ελαφρύνει ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους πολίτες, και να συμβάλλει έτσι στην συγκράτηση των τιμών.Και από την πλευρά της η κυβέρνηση να επικαλείται το δημοσιονομικό κόστος της μείωσης του ΦΠΑ, εστιάζοντας παράλληλα στα μέτρα στήριξης και φορολογικής ελάφρυνσης που έχει εφαρμόσει κατά καιρούς. Ποια όμως είναι η πραγματικότητα;

Καταρχήν, η επίπτωση που έχει η φορολογία στις τιμές, και ειδικά οι έμμεσοι φόροι, αναλύθηκε πρόσφατα σε Έκθεση Γνώμης της ΟΚΕ για τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της ακρίβειας. Ειδικότερα, παρά τις μειώσεις των τελευταίων ετών, παραμένουν φόροι που είναι ιδιαίτερα υψηλοί σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Έτσι, ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ παραμένει από τους υψηλότερους στην ΕΕ, τα προϊόντα που εντάσσονται σε χαμηλότερους συντελεστές, παρά ορισμένες σημαντικές βελτιώσεις που υπήρξαν τα προηγούμενα χρόνια.

Στην Ελλάδα, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ είναι 24%, όταν ο μέσος κανονικός συντελεστής ΦΠΑ της ΕΕ είναι 21,6%. Και σε επίπεδο χωρών του ΟΟΣΑ, η χώρα μας έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ (24%), και μάλιστα με μία από τις πιο περιορισμένες φορολογικές βάσεις, καθώς καλύπτει μόλις το 37% της τελικής κατανάλωσης.

Η υψηλή σχετικά φορολογία συνεχίζει να επιβαρύνει τον καταναλωτή στην Ελλάδα και στο βαθμό που δεν μπορούν να προωθηθούν μειώσεις των φόρων αυτών, αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο η ανάγκη να εξαντληθούν τα όποια περιθώρια βελτίωσης της αποδοτικότητας της οικονομίας. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στο βαθμό που παραμένει και μια δομή του φορολογικού συστήματος που δεν ενθαρρύνει την αύξηση των μισθών, σημειώνει η ΟΚΕ. Και προτείνει μεταξύ άλλων, τη διαμόρφωση πολιτικών για την αναμόρφωση της σχέσης έμμεσων- άμεσων φόρων, ώστε να αποκλιμακωθεί στοχευμένα ο πληθωρισμός.

Πόσο εύκολο όμως είναι να μειωθούν οι συντελεστές του ΦΠΑ;Ας δούμε καταρχήν τι καταγράφει ο κρατικός προϋπολογισμός του 2025. Τα έσοδα από φόρους αναμένεται να ανέλθουν στο ύψος των 69,203 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,490 δισ. ευρώ ή 3,7% έναντι του 2024.Τα έσοδα από ΦΠΑ αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 26,673 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,332 δισ. ευρώ έναντι του 2024. Άρα ήδη βλέπουμε, ότι ένα σημαντικό μέρος της αύξησης των φορολογικών εσόδων την επόμενη χρονιά, στηρίζεται στις εισπράξεις του ΦΠΑ.

Σημειώνεται ότι στις αρχές του 2010, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ ήταν στο 19%.Ακολούθησε η  περίοδος των μνημονιακών πολιτικών για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα ο ΦΠΑ να αυξηθεί κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες, για να διαμορφωθεί στο 24% από το 2016 και μετά. Η επίπτωση αυτής της πολιτικής είναι, τα έσοδα των κρατικών προϋπολογισμών να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις εισπράξεις του ΦΠΑ.

Είναι εξάλλου ενδεικτικό το γεγονός ότι, από το 2018 οι εισπράξεις συνολικά από φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες αυξήθηκαν κατά 10,5 δισ. ευρώ, και από 27,48 δισ. ευρώ εκείνη τη χρονιά, το 2025 προβλέπεται ότι οι έμμεσοι φόροι θα ανέλθουν σε 38,019 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 55% των συνολικών φορολογικών εσόδων ύψους 69,2 δισ. ευρώ.Σύμφωνα και με τις μετρήσεις του ΟΟΣΑ, το 2023 τα φορολογικά έσοδα από αγαθά και υπηρεσίες ανήλθαν στο 40,1% του συνόλου των εσόδων στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη, είναι το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Λετονία (42%) και την Ουγγαρία (45,7%). Αν και καταγράφεται βελτίωση σε σχέση με το 43,3% του 2022, το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο σχεδόν 12 μονάδες από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (31,5% το 2022).

Η αυξημένη αυτή εξάρτηση των κρατικών προϋπολογισμών από το ΦΠΑ, εξηγεί και το υψηλό δημοσιονομικό κόστος της όποιας μείωσης των συντελέστών του. Έχει υπολογιστεί ότι,  ότι κάθε μονάδα μείωσης του ΦΠΑ κοστίζει στον προϋπολογισμό 1,5 δισ. ευρώ, ενώ πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος συνεπάγονται και οιμετατάξεις βασικών κατηγοριών τροφίμων από τον συντελεστή του 13% στον χαμηλό συντελεστή του 6%.

Άρα, δημοσιονομικά τουλάχιστόν, η εξίσωση της μείωσης του ΦΠΑ είναι δύσκολη υπόθεση. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξευρεθούν τρόποι, και ιδίως δημοσιονομικός χώρος, ώστε να υπάρξει η δυνατότητα παρεμβάσεων στουε συντελεστές του ΦΠΑ, στην κατέυθυνση, όχι μόνο της φορολογικής ελάφρυνσης των πολιτών, αλλά και της συγκράτησης των τιμών.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα