Η S&P αναβάθμισε τις ελληνικές τράπεζες

Μετά από μια δεκαετία αντιμετώπισης παλαιότερων ζητημάτων ποιότητας των περιουσιακών τους στοιχείων, τα αποτελέσματα του 2022 μαρτυρούν ότι τα τραπεζικά συστήματα της Ελλάδας και της Κύπρου έχουν φτάσει σε ένα σημείο καμπής όσον αφορά την πορεία επιστροφής τους στην κανονικότητα, επισημαίνει η S&P Global Ratings σε έκθεσή της για τις ελληνικές και τις κυπριακές τράπεζες.

Ο οίκος σημειώνει ότι μετά από χρόνια πωλήσεων μεγάλων χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), τιτλοποιήσεων, διαγραφών και ανακτήσεων, οι συστημικές τράπεζες της Ελλάδας και της Κύπρου εμφανίζουν πλέον δείκτες NPLs κάτω του 10%.

Επιπροσθέτως, αν και η περιορισμένη διάθεση ανάληψης ρίσκου των τραπεζών θα μπορούσε εν μέρει να αποδοθεί στην υποτονική ζήτηση νέων δανείων, κυρίως από τα νοικοκυριά, η επιφυλακτικότητά τους τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η πιθανή υποβάθμιση των περιουσιακών τους στοιχείων πρέπει να είναι σημαντικά πιο περιορισμένη σε σύγκριση με προηγούμενες κρίσεις.

Η S&P σημειώνει ότι μετά από μια μικρή άνοδο που εμφάνισε το κόστος κινδύνου το 2023 λόγω του ασταθούς περιβάλλοντος, πλέον αναμένει ότι αυτό θα μειωθεί από τα τρέχοντα επίπεδα. Οι ορατές διαφορές μεταξύ των τραπεζών όσον αφορά την ποιότητα των περιουσιακών τους στοιχείων και ιδιαίτερα όσον αφορά τις καλύψεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάγκη ανάληψης πρόσθετων προβλέψεων και στα δύο τραπεζικά συστήματα, με αποτέλεσμα να υπάρξουν διαφοροποιήσεις στις αποδόσεις επιμέρους οντοτήτων.

Ο οίκος επισημαίνει επίσης ότι το κόστος κινδύνου για τις ελληνικές και τις κυπριακές τράπεζες πιθανότατα θα παραμείνει πιο αυξημένο σε σύγκριση με αυτό των ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς και τα δύο τραπεζικά συστήματα εξακολουθούν να εμφανίζουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τα καθιστούν πιο ευάλωτα σε μια ύφεση, ειδικότερα λόγω της σημαντικής εστίασής του με βάση στοιχεία της 31ης Δεκεμβρίου 2022 σε ευμετάβλητους τομείς, όπως είναι οι κατασκευές και η αγορά ακινήτων (13% στην Κύπρο, 10% στην Ελλάδα) και ο τουρισμός (10% στην Κύπρο, 14% στην Ελλάδα).

Η S&P σημειώνει ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 2010 οι ελληνικές τράπεζες έχουν προχωρήσει σε σημαντική αναδιάρθρωση του κόστους στο πλαίσιο εξορθολογισμού των εργασιών τους. Όπως σημειώνει, κατάθεραν με επιτυχία να αναδιαρθρώσουν τις δραστηριότητές τους μέσω κινήσεων κόστους και αποδοτικότητας αλλά και πωλήσεων μη βασικών περιουσιακών τους στοιχείων, γεγονός που οδήγησε τον δείκτη κόστος προς έσοδα των τραπεζών να βελτιώθει και να διαμορφωθεί κοντά ή κάτω του 40%. Κάτι που τις καθιστά μεταξύ των τραπεζών με τις καλύτερες αποδόσεις στην Ευρώπη. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν μείνει πίσω, ωστόσο, με τον δείκτη κόστος προς έσοδα πιθανότατα να παραμένει ελαφρώς υψηλότερα του 60% την περίοδο 2023-2024.

Ο οίκος εκτιμά ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα διευκολύνει περαιτέρω την ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών και των δύο χωρών. Όπως σημειώνει η αύξηση των επιτοκίων ενίσχυσε την κερδοφορία τους το 2022 και θα συνεχίσει να στηρίζει τα κέρδη τους και το 2023, μετά από χρόνια ζημιών.

Η S&P αναμένει περαιτέρω ενίσχυση της κερδοφορίας λόγω των χαμηλότερων προβλέψεων για αθετήσεις δανείων και την αναπροσαρμογή προς τα πάνω των επιτοκίων των δανείων, αλλά και τη συνεχιζόμενη εστίαση των τραπεζών στον έλεγχο των λειτουργικών τους δαπανών.

Επιπλέον, αναμένει διεύρυνση των χαρτοφυλακίων εξυπηρετούμενων δανείων κατά 3%-4% την περίοδο 2023-2024 στην Ελλάδα και κατά 2% στην Κύπρο, κυρίως λόγω της ώθησης από την αναμενόμενη αξιοποίηση των κονδυλίων στήριξης της ΕΕ, μετά από χρόνια αρνητικού ρυθμού χορήγησης δανείων, ως απόρροια των σημαντικών πωλήσεων χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τούτου λεχθέντος, ο οίκος σημειώνει ότι οι μακροοικονομικές αβεβαιότητας δημιουργούν υψηλούς πιθανούς αρνητικούς κινδύνους.

Στην ανάλυση του ο οίκος σημειώνει ότι όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι αυξήσεις των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, ωστόσο οι τράπεζες θα επωφεληθούν από ισχυρότερα προφίλ χρηματοδότησης σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και από τις περιορισμένες ανάγκες χρηματοδότησης στη χονδρική.

Αναφέρει ακόμα ότι η απομόχλευση και η εξυγίανση του συστήματος τα τελευταία χρόνια έχουν μειώσει σημαντικά τις πιέσεις χρηματοδότησης. Ο δείκτης δανείων προς βασικές καταθέσεις πελατών βελτιώθηκε στο 65%-70% στο τέλος του 2022 από το υψηλό του 174% το 2015 για την Ελλάδα και 185% το 2013 για την Κύπρο.

Κατά το 2022, οι εγχώριες καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν κατά 4,5% στην Ελλάδα και 3,5% στην Κύπρο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για την προσέλκυση ή τη διατήρηση καταθέσεων αναμένεται να είναι περιορισμένος και να οδηγήσει σε διαχειρίσιμη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, αναφέρει.

Οι οίκος σημειώνει παράλληλα ότι χαλαρώνουν πλέον οι ανησυχίες για τις θέσεις ρευστότητας των τραπεζών μετά την πληρωμή μεγάλων TLTRO (στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης).

Ορισμένες ελληνικές και κυπριακές τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να αποπληρώνουν τα μεγάλα δάνεια TLTRO με αμελητέα επίδραση στον καθαρό δείκτη σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) και στον δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR), αναφέρει, ενώ εκτιμά ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να εμφανίζουν πλεονάζουσα ρευστότητα μετά την αποπληρωμή των TLTRO.

Σημειώνει εξάλλου ότι οι τράπεζες αξιοποιούν όλο και περισσότερο τις αγορές εξωτερικού χρέους για να εξασφαλίσουν εναλλακτικές μακροπρόθεσμες πηγές χρηματοδότησης.

Ο οίκος ανακοίνωσε επίσης ότι έχει πραγματοποιήσει κάποιες αναθεωρήσεις στην Αξιολόγηση Κινδύνου Χώρας του Τραπεζικού κλάδου (BICRA) τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο. Ειδικότερα, αναθεώρησε τη βαθμολογία κινδύνου του κλάδου για το BICRA της Ελλάδας σε ‘7’ από ‘8’ και την τάση των κινδύνων στο BICRA της Κύπρου σε θετική από σταθερή προηγουμένως.

Οι ελληνικές τράπεζες
Ειδικότερα, όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, ο οίκος προχώρησε σε αναβάθμιση των αξιολογήσεών του.

Πιο αναλυτικά, για την Alpha Bank αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα σε “ΒΒ-” από “Β+”, επιβεβαιώνοντας το “Β” για τη βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της τράπεζας και διατηρώντας “σταθερές” τις προοπτικές της.

Όσον αφορά τη Eurobank, αναβάθμισε επίσης τη μακροπόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση στο “ΒΒ-” από “Β+”, επιβεβαιώνοντας το “Β” για τη βραχυπρόθεσμη, με “θετικές” προοπτικές.

Για την Εθνική Τράπεζα, ο οίκος αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της τράπεζας στο “ΒΒ-” από “Β+”, διατηρώντας τις προοπτικές της τράπεζας “θετικές”, ενώ επιβεβαίωσε το “Β” για τη βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική της ικανότητα.

Τέλος, για την Τράπεζα Πειραιώς αναβάθμισε η μακροπρόθεσμη πιστοληπτική της ικανότητας στο “Β+” από “Β”, διατηρώντας τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση στο “Β”, με “θετικές” προοπτικές.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα