Η σημασία της διατροφής στην καθημερινότητα των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα

Τη σημασία των διατροφικών επιλογών στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων αναδεικνύει πανελλαδική επιδημιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία, η οποία παράλληλα επισημαίνει πως η συγκεκριμένη κατηγορία ασθενών δεν έχει λάβει και τη σωστή ενημέρωση. Τα αποτελέσματα της έρευνας η οποία διεξήχθη στο πλαίσιο της Μελέτης “Healthy for Life” για τη διατροφή και τη φυσική άσκηση, από ερευνητική ομάδα της Εταιρείας με επικεφαλής τον κλινικό διατροφολόγο Δρ. Δημήτρη Γρηγοράκη,  ανακοινώθηκαν με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής στις 16 Οκτωβρίου.

Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα, η εξαρτώμενη φύση των αυτοάνοσων νοσημάτων από τις διατροφικές συνήθειες αποδεικνύεται από αρκετές επιστημονικές πληροφορίες. Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένες θρεπτικές ουσίες μπορούν να συμβάλλουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση των αυτοάνοσων παθήσεων.  Σε αυτή τη βάση μελετήθηκε η ποιότητα διατροφικών συνηθειών των ασθενών, αναδεικνύοντας τα εξής αποτελέσματα:

Πριν από τη διάγνωση:

62,5% Ανεπαρκείς Διατροφικές Συνήθειες

31,3% Μέτριες Διατροφικές Συνήθειες

6,2% Ικανοποιητικές Διατροφικές Συνήθειες

Μετά από τη διάγνωση:

38,7% Ανεπαρκείς Διατροφικές Συνήθειες

44,8% Μέτριες Διατροφικές Συνήθειες

16,5% Ικανοποιητικές Διατροφικές Συνήθειες

«Τα παραπάνω στοιχεία επισημαίνουν ότι παρόλο που ένα σημαντικό μεν ποσοστό των ασθενών τροποποίησε προς το καλύτερο τις διατροφικές του συνήθειες (23,8%) μετά τη διάγνωση μία αυτοάνοσης διαταραχής, η μεγάλη πλειοψηφία (76,2%) παρέμεινε με μέτριες και ανεπαρκείς διατροφικές επιλογές», σημειώνεταi.

Οι διαστάσεις των αυτοάνοσων

Σύμφωνα με τον AARDA (American Autoimmune Related Diseases Association), σήμερα υπάρχουν περισσότερες από 100 γνωστές χρόνιες μη αναστρέψιμες παθήσεις που εμφανίζουν ως κοινό σημείο αναφοράς (προσβολής) το ανοσοποιητικό σύστημα. Την ίδια ώρα, οι ερευνητές υποπτεύονται ότι τουλάχιστον επιπλέον σαράντα άλλες παθήσεις έχουν αυτοάνοση υποδομή. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Υγείας (ΝΙΗ 2005) κάνει λόγο για μια οικογένεια χρόνιων ανίατων ασθενειών, οι οποίες αναπτύσσονται όταν διαταραχές στο ανοσοποιητικό οδηγούν τον οργανισμό στο να επιτεθεί στα δικά του όργανα, ιστούς και κύτταρα. Ανάλογα με το όργανο που πλήττεται, διαφοροποιείται και η ονοματολογία των αυτοάνοσων νοσημάτων».

Η σημασία της διατροφής στην καθημερινότητα των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΡΕΙΑ

Η μελέτη

Η παρούσα επιδημιολογική μελέτη εκπονήθηκε από ερευνητική ομάδα της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας σε συνεργασία με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από τα εργαστηριακά πληροφοριακά συστήματα νοσοκομείων και διαιτολογικών μονάδων των περιοχών της μελέτης, κατά τη διάρκεια των ετών 2018-2019. Πληθυσμός μελέτης: 424 Έλληνες ασθενείς (108 άνδρες και 316 γυναίκες) ηλικίας 19-60 ετών. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν για κάθε ασθενή αφορούσαν σε αιματολογικούς δείκτες, δημογραφικά χαρακτηριστικά, διατροφικές συνήθειες και τρόπο ζωής.

Τα πιο διαδεδομένα αυτοάνοσα που κατεγράφησαν ήταν η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, το σκληρόδερμα, η ψωρίαση, η νόσος Crohn, η λεύκη, η κοιλιοκάκη, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ο σακχαρώδης διαβήτης 1, η ελκώδης κολίτιδα, η ινομυαλγία, η μυασθένεια Gravis και το έκζεμα ή ατοπική δερματίτιδα.

Ο μέσος όρος της ηλικίας των ασθενών κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η διάγνωση ήταν 32+4 έτη, γεγονός που σημαίνει ότι οι αυτοάνοσες διαταραχές πλήττουν όλο και μικρότερες ηλικίες. Η πλειονότητα που προσβάλλεται από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα είναι γυναίκες σε ποσοστό 75% (AARDA 2019), ενώ κάποιοι ερευνητές κάνουν λόγο ακόμα και για 78% (Fairweather 2008). Ειδικότερα, πιο επιρρεπείς είναι οι γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία, στοιχείο που επιβεβαιώθηκε και από την μελέτη. Το 75,6% των ασθενών διέμενε σε αστικές περιοχές, ενώ το 24,4% αυτών σε ημιαστικά κέντρα. Ένα υψηλό ποσοστό ασθενών δηλαδή το 63,6% προερχόταν από Βόρειες περιοχές της Ελλάδας, ενώ το 82,2% αυτών εμφάνιζε οικογενειακό ιστορικό ίδιας ή διαφορετικής αυτοάνοσης διαταραχής γεγονός που υποδηλώνει την υψηλή πιθανότητα μίας μεταφερόμενης γονιδιακής ανοσοευαισθησίας.

Οι περισσότεροι από τους ασθενείς, δηλαδή το 71,6%, δήλωσαν την παρουσία μίας ή και περισσότερων γαστρεντερικών διαταραχών, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι τα συγκεκριμένα προβλήματα λειτουργούν ως απορρυθμιστικοί παράγοντες του ανοσοποιητικού. Σχεδόν το σύνολο των ασθενών, δηλαδή 9 στους 10 (92%), εμφάνιζε ανεπαρκή επίπεδα Βιταμίνης D κατά την περίοδο της διάγνωσης. Στους ασθενείς με μία τουλάχιστον καταγεγραμμένη αυτοάνοση διαταραχή, το μοντέλο πολυπαραγοντικής ανάλυσης έδειξε ότι η εμφάνιση της νόσου συσχετίζονταν άμεσα με τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων που προέκυψαν σχετικά με τη βιταμίνη D. Στην παρούσα μελέτη η μέση τιμή βιταμίνης D των ασθενών ήταν 21,06 ng/ml (υποδηλώνει ανεπάρκεια στα όρια της έλλειψης) και βρέθηκε να αντιστοιχεί στο 92,1% του πληθυσμού.

Συγκεκριμένα, ο επιπολασμός της ανεπάρκειας και έλλειψης βιταμίνης D βρέθηκε να είναι χαμηλότερος σε άτομα που ζουν σε ημιαστικές σε σύγκριση με τα άτομα που ζουν σε αστικές περιοχές. Ισχυρός συσχετισμός παρατηρήθηκε μεταξύ του υψηλού σωματικού βάρους με την ανεπάρκεια και έλλειψη σε βιταμίνη D.

Συμπεράσματα και Συστάσεις

Η συγκεκριμένη αναδρομική έρευνα αποδεικνύει ότι τα αυτοάνοσα νοσήματα λαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις στον ελληνικό πληθυσμό. Πιο συγκεκριμένα:

Οι αυτοάνοσες διαταραχές εμφανίζονται έντονα σε νεαρά άτομα και κυρίως σε γυναίκες, σε άτομα που διαμένουν σε αστικές περιοχές και ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα.

Η μεγάλη πλειοψηφία εμφανίζει οικογενειακό ιστορικό ίδιας ή διαφορετικής αυτοάνοσης διαταραχής και μία ή περισσότερες γαστρεντερικές διαταραχές.

Υπέρβαρο και παχυσαρκία συγκαταλέγονται ανάμεσα στους παράγοντες κινδύνου.

Η μελέτη της ποιότητας των διατροφικών συνηθειών πριν και μετά από τη διάγνωση, με βάση το σταθμισμένο εργαλείο αξιολόγησης των διατροφικών συνηθειών (MED), κατέδειξε ότι παρόλο που ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών τροποποίησε θετικά τις διατροφικές του συνήθειες (23,8%) μετά τη διάγνωση μία αυτοάνοσης διαταραχής, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των ασθενών (76,2%) παρέμεινε με μέτριες και ανεπαρκείς διατροφικές επιλογές.

Ο σπουδαιότερος παράγοντας κινδύνου αποδεικνύεται η έλλειψη της βιταμίνης D κατά την περίοδο πριν από τη διάγνωση.

Οι λόγοι της «οξύμωρης» παρατηρούμενης υψηλής έλλειψης και ανεπάρκειας βιταμίνης D στην Ελλάδα σύμφωνα με προηγούμενη μελέτη της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας, μπορεί να είναι τουλάχιστον τέσσερις. Κατά πρώτο λόγο το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας δεν επιτρέπει επαρκή υπεριώδη ακτινοβολία τους χειμερινούς μήνες και ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές της . Το γεγονός αυτό ερμηνεύει και την παρατηρούμενη υψηλή επίπτωση των αυτοάνοσων στις περιοχές της βόρειας Ελλάδας.

Κατά δεύτερο λόγο η κύρια πηγή λήψης λιπαρών τροφών στην χώρα μας, δηλαδή το ελαιόλαδο, δεν περιέχει βιταμίνη D. Κατά τρίτον, η μελαμψή επιδερμίδα που χαρακτηρίζει τους περισσότερους. Όπως διαπιστώνεται μέσα από τη βιβλιογραφία τα άτομα με σκούρα επιδερμίδα είναι πολύ πιο ευαίσθητα (3-7 φορές περισσότερο) στην έλλειψη βιταμίνης D. Τέλος, καθοριστικό παράγοντα αποτελεί ο περιορισμένος χρόνος που δαπανάται σήμερα σε εξωτερικούς χώρους. Στα παραπάνω μπορεί κανείς να προσθέσει και την ευρεία χρήση αντηλιακών: ένα αντηλιακό με δείκτη προστασίας (SPF) 15 μπορεί να περιορίσει έως και 99% την παραγωγή βιταμίνης D στο δέρμα και το αυξημένο σωματικό βάρος: τα παχύσαρκα άτομα  χρειάζονται 2,5 φορές περισσότερη βιταμίνη D, αλλά και τα διάφορα φάρμακα (κυρίως κορτικοστεροειδή και αντιβιοτικά).

Η εκτεταμένη υποκλινική έλλειψη θα πρέπει να διαγιγνώσκεται  άμεσα. Θεωρείται δε επιβεβλημένος, ακόμα και σε χώρες όπως η Ελλάδα ο εμπλουτισμός τροφίμων όπως δημητριακά και γαλακτοκομικά, με βιταμίνη D3. Σε κάθε περίπτωση συνιστάται η συστηματική έκθεση στον ήλιο ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, η εβδομαδιαία κατανάλωση λιπαρών  ψαριών και αυγών, καθώς και η καθημερινή κατανάλωση εμπλουτισμένων  προϊόντων με βιταμίνη D.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα είναι και η τροποποίηση προς το βέλτιστο των διατροφικών συνηθειών των πασχόντων από αυτοάνοσα νοσήματα. Η ουσιαστική αντιμετώπιση του επίκεντρου του κάθε αυτοάνοσου νοσήματος που δεν είναι άλλο από το ανοσοποιητικό, επιβάλει τη θετική τροποποίηση των βασικών πτυχών του τρόπου ζωής. Μία ολοκληρωμένη προσέγγιση δηλαδή που πρέπει να βασίζεται στην τροποποίηση των διατροφικών παραμέτρων που επηρεάζουν καθοριστικά την έκβαση των λειτουργιών του ανοσοποιητικού.

Από πρόσφατες παρατηρήσεις προκύπτει ότι η διατροφική παρέμβαση είναι επιβεβλημένη. Συμπερασματικά, σχετικά με την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των αυτοάνοσων απαιτείται απόλυτη συνεργασία μεταξύ ανοσολόγων και διατροφολόγων. Ταυτόχρονα, οι διάφορες άλλες ειδικότητες που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων, έχουν χρέος να εστιάζουν την προσοχή του ασθενούς αναφορικά με τη δέουσα έμφαση που θα πρέπει να επιδεικνύει στην ποιότητα της διατροφής του. Ως επακόλουθο, είναι πολύ σημαντικό να παραπέμπεται σε ειδικό κλινικό διατροφολόγο προκειμένου να διορθώσει και να βελτιώσει καθοριστικά τις διατροφικές του συνήθειες. Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δίνεται από τους ασθενείς σε κομβικά διατροφικά ζητήματα τα οποία επηρεάζουν καθοριστικά τις ανοσοποιητικές λειτουργίες. Τέτοια είναι: Ο περιορισμός του οξειδωτικού στρες και της φλεγμονής μέσω διατροφικών συστατικών, η αντιστροφή της εντερικής δυσβίωσης με την αποκατάσταση της γαστρεντερικής λειτουργίας και βέβαια η τακτική παρακολούθηση των επιπέδων της βιταμίνης D.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα