Η ιστορική πρόκληση για την οικονομία και η επόμενη μέρα διακυβέρνησης

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ιστορική καμπή, σε ένα σταυροδρόμι όπου οι πολίτες καλούνται να κάνουν πολιτικές επιλογές που θα κρίνουν την ευημερία της χώρας για πολλές δεκαετίες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε σαφή δείγματα γραφής στην πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του, αποδεικνύοντας στους περισσότερους Έλληνες ότι είναι ο μόνος ηγέτης που μπορεί να ανταποκριθεί στις ιστορικές προκλήσεις για τη χώρα. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να πάρει από τους ψηφοφόρους μια πολύ ισχυρή εντολή για να προωθήσει το έργο του.

Γράφει ο *Γρηγόρης Σαμπάνης

Από μια ιστορική προοπτική, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο κύκλο, που έχει αναλογίες με όσα συνέβησαν πριν από μισό αιώνα:

-Το 1974, ξεπερνώντας το «τραύμα» της δικτατορίας, οι Έλληνες έδωσαν με την ψήφο τους μια πολύ ισχυρή εντολή στον Κωνσταντίνο Καραμανλή να ανασυγκροτήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και να οδηγήσει τη χώρα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Σε εκείνη την ιστορική εκλογική αναμέτρηση, οι ψηφοφόροι έδωσαν στον Καραμανλή την πιο ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην περίοδο της μεταπολίτευσης, με 220 έδρες έναντι 60 της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ένωση Κέντρου). Σε μια κρίσιμη καμπή για τη χώρα, οι πολίτες εμπιστεύθηκαν τον μόνο ηγέτη που είχε πείσει ότι μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα εκ του ασφαλούς σε μια νέα εποχή Δημοκρατίας.

-Μισό αιώνα αργότερα, ο εκλογικός θρίαμβος της ΝΔ στις 21 Μαΐου και οι δημοσκοπήσεις ενόψει της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης με πλειοψηφικό σύστημα δείχνουν ότι οι πολίτες είναι ώριμοι και έτοιμοι να δώσουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη μια σχεδόν εξίσου ισχυρή εντολή, αυτή τη φορά για να ανασυγκροτήσει την οικονομία και να θέσει τις βάσεις της ευημερίας των επόμενων δεκαετιών. Κοινό στοιχείο όλων των τελευταίων ερευνών κοινής γνώμης είναι ότι η διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει παγιωθεί σε περισσότερες από 20 ποσοστιαίες μονάδες. Με την παραδοχή ότι στην επόμενη Βουλή είναι πιθανό να εισέλθουν επτά κόμματα, η ΝΔ Δημοκρατία θα έχει μια άνετη πλειοψηφία περίπου 160 βουλευτών, με μια πρωτοφανή, εδώ και πολλά χρόνια, διαφορά από την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, που εκτιμάται ότι θα συγκεντρώσει λιγότερες από 60 έδρες. Αυτή η μεγάλη διαφορά θα είναι μια ιστορικών διαστάσεων πολιτική εντολή στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να εφαρμόσει χωρίς εμπόδια, καθυστερήσεις και υποχωρήσεις ένα πρόγραμμα βαθιάς μεταρρύθμισης της οικονομίας.

Γιατί, όμως, έχει τέτοια ιστορική βαρύτητα η παρούσα συγκυρία για την οικονομική πορεία της χώρας; Αυτό που είναι γνωστό σε όσους παρακολουθούν στενά τα θέματα της οικονομίας και πλέον αντιλαμβάνονται ευρύτερα οι Έλληνες πολίτες είναι ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται απλές διορθώσεις στο οικονομικό της μοντέλο, αλλά μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση και αλλαγή πορείας, αν θέλουμε να φθάσουμε γρήγορα, όπως το επιβάλλουν οι συνθήκες, σε μια παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία, η οποία θα μπορεί όχι μόνο να εξυπηρετεί τα βαριά χρέη του παρελθόντος, αλλά και να προσφέρει ευημερία στους πολίτες.

Ήδη, στην εκλογική αναμέτρηση της 25ης Μαΐου, οι πολίτες μπόρεσαν να συγκρίνουν δύο διαφορετικές πολιτικές προτάσεις και έκαναν μια σαφή επιλογή, προκρίνοντας την πρόταση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σχηματικά, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ειπωθεί ότι πρότεινε μια αριστερή συνταγή του παρελθόντος, που προϋποθέτει επιβολή νέων φορολογικών βαρών και συνοψίζεται στο «μοιράζουμε τον πλούτο». Η πρόταση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν εντελώς διαφορετική και συνοψίζεται στο «δημιουργούμε πλούτο».

Δημιουργία πλούτου, όχι μοίρασμα της φτώχειας

Το ένστικτο των ψηφοφόρων δεν έκανε λάθος. Αναγνώρισε ορθά ποια πολιτική έχει ανάγκη η χώρα για να εισέλθει οριστικά σε μια περίοδο ενίσχυσης της ευημερίας και να αποφύγει, στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, μια νέα κρίση χρέους:

-Δεν πρέπει να ξεφεύγει από την προσοχή μας ότι, μετά την τελευταία συμφωνία για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους με τους Ευρωπαίους εταίρους, το 2018, το χρέος δεν «έσβησε», απλώς δόθηκε μια ευκαιρία από την Ευρώπη στην Ελλάδα να το εξυπηρετήσει με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους για μια μεγάλη χρονική περίοδο, ως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Στη συνέχεια, όμως, η χώρα θα πρέπει να είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της χωρίς τους ίδιους χαριστικούς όρους δανεισμού.

-Αυτό σημαίνει, όπως κατ’ επανάληψη έχει τονίσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ότι θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να έχουμε μια δημοσιονομική πολιτική που θα παράγει σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα ίσα, τουλάχιστον, με 2% του ΑΕΠ, δηλαδή πλεονάσματα που θα καλύπτουν πλήρως τις πληρωμές τόκων.

-Αυτή, βεβαίως, είναι μόνο μία πλευρά της προσαρμογής που πρέπει να γίνει, η δημοσιονομική. Στην πραγματικότητα, όμως, η πρόκληση είναι πολύ μεγαλύτερη από την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων. Η χώρα χρειάζεται να αυξήσει τα εισοδήματα και τον πλούτο της, γρήγορα και σταθερά, αλλιώς η δημοσιονομική σταθερότητα θα πρέπει να επιτυγχάνεται με τη μέθοδο που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ στα δικά του χρόνια διακυβέρνησης, δηλαδή με βαριά φορολογία που καθηλώνει τις επενδύσεις και την κατανάλωση και δεν επιτρέπει τη δημιουργία πλούτου. Με τεχνικούς όρους, η Ελλάδα χρειάζεται να ανεβάσει τον μακροπρόθεσμο, προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης κατά πολύ, αφού σήμερα υπολογίζεται από την Κομισιόν και το ΔΝΤ ότι είναι μόλις 1% – 1,5%. Όσο η χώρα θα υποκαθιστά τα δάνεια χαμηλού κόστους με ακριβότερα δάνεια από τις αγορές, θα είναι πάντα υπαρκτός ο κίνδυνος να γίνει μη βιώσιμο το χρέος, εάν παράλληλα δεν αυξάνεται αντίστοιχα η «πίτα» της οικονομίας.

-Για να φθάσουμε, όμως, στην ανάπτυξη που χρειάζεται η Ελλάδα για να εξυπηρετηθεί το χρέος και, ταυτόχρονα, να αυξηθεί η ευημερία όλων μας, μόνο ένας δρόμος υπάρχει: οι επενδύσεις. Οι επενδύσεις, που πρέπει να φθάσουν σε πρωτοφανή εδώ και δεκαετίες επίπεδα, καθώς θα πρέπει να καλυφθεί και το τεράστιο επενδυτικό κενό, άνω των 100 δισ. ευρώ, που άφησε πίσω της η μεγάλη οικονομική κρίση. Η πολιτική σταδιακής και σταθερής μείωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων, χωρίς δημοσιονομικές εκτροπές, που εφάρμοσε με συνέπεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι είναι η κατάλληλη για την προσέλκυση αυτών των επενδύσεων. Οι ανερμάτιστες προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ για φορολογικές επιδρομές κάθε είδους θα οδηγούσαν μόνο στο «πάγωμα» της επενδυτικής δραστηριότητας και της δημιουργίας εισοδημάτων και πλούτου και θα καταλήγαμε στο γνωστό σοσιαλιστικό αδιέξοδο: πιο δίκαιη κατανομή της φτώχειας! Ταυτόχρονα, μια νέα κρίση χρέους θα ερχόταν με μαθηματική βεβαιότητα στις αρχές της επόμενης δεκαετίας.

Έχοντας πληρώσει ακριβά τα πειράματα με τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, οι Έλληνες πολίτες έχουν πλέον αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να ανταποκριθεί η χώρα στην ιστορική πρόκληση του μετασχηματισμού της οικονομίας, με την αποτελεσματική αξιοποίηση και της μοναδικής ευκαιρίας που προσφέρουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης: Μόνο με μια ισχυρή εντολή τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα έχουμε μια κυβέρνηση που πραγματικά θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτής της κρίσιμης περιόδου. Οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει οριστικά να γίνουν μια δυσάρεστη ανάμνηση, για να κινηθεί σταθερά η χώρα προς το μέλλον.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα