Γιατί «φουσκώνει» το εξωτερικό έλλειμμα

Δεν είναι η πρώτη φορά που αναφερόμαστε στο «αγκάθι» του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Επανερχόμαστε με αφορμή τα πρόσφατα στοιχεία που δείχνουν διόγκωση του ελλείμματος αλλά και την έκθεση της Fitch που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.

Γράφει ο Νώντας Βλάχος

Ο κίνδυνος αυτός είναι δομικός, καθώς τα λεγόμενα «δίδυμα ελλείμματα», δηλαδή το πρωτογενές έλλειμμα και αυτό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μπορούν να εκτρέψουν την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, εάν δεν προσεχθούν επαρκώς…  Η Ελλάδα, όπως επισημαίνει η Fitch στην έκθεσή της, έχει σημαντικό υψηλότερο έλλειμμα από το μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση «BBB». Σημειώνει μάλιστα, η τάση συρρίκνωσης του ελλείματος που καταγράφηκε το 2023, δεν συνεχίστηκε το πρώτο εξάμηνο του 2024.

" " " "

Απογοητευτικά είναι και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν το πρώτο 9μηνο. Η μείωση των εξαγωγών και οι αυξημένες εισαγωγές οδήγησαν, αφενός σε νέα διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, αλλά και συνολικά του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας. Ειδικότερα την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,0 δισ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 7,7 δισ. ευρώ.

Η διαχρονική πληγή του αρνητικού ισοζυγίου αγαθών

Η εικόνα είναι προφανώς αποθαρρυντική και χρίζει ιδιαίτερης προσοχής από το οικονομικό επιτελείο. Φορείς και αναλυτές επιχειρούν να εμβαθύνουν στα αίτια διαμόρφωσης του… επίμονου εξωτερικού ελλείμματος. Σύμφωνα με ανάλυση της Eurobank βασικότερη αιτία για το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι το διαχρονικά έντονα αρνητικό ισοζύγιο αγαθών, καθώς η αξία των εισαγωγών αγαθών ξεπερνάει κατά πολύ την αξία των εξαγωγών. Ως προς αυτό, είναι ενδεικτικό ότι την περίοδο 2002-2023, κατά μέσο όρο, η Ελλάδα δαπανούσε €2,3 για εισαγωγές αγαθών για κάθε €1,0 αγαθών που εξήγαγε.

Σημειώνεται ότι σε σχέση με τις άλλες συνιστώσες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών , το ισοζύγιο υπηρεσιών την περίοδο 2002-2023 είναι μονίμως πλεονασματικό ενώ τα ισοζύγια πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων τα περισσότερα έτη είναι ελλειμματικά αλλά σε χαμηλότερο βαθμό (-€2,3 δισεκ. και -€0,003 δισεκ. αντίστοιχα, κατά μέσο όρο) συγκριτικά με το ισοζύγιο αγαθών.

Στο σκέλος των εισαγωγών αγαθών, το υψηλότερο μέσο ποσοστό συμμετοχής σε αυτές παρουσιάζουν τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες (44,7%) καθώς και τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά (28,4%) ενώ το χαμηλότερο τα λοιπά αγαθά (1,0%) και ο μεταφορικός εξοπλισμός (7,8%). Ωστόσο, η πρώτη κατηγορία αγαθών εμφανίζει την ισχυρότερη μείωση (-23,2 π.μ.) στο ετήσιο ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των εισαγωγών ενώ τα καύσιμα και λιπαντικά εμφανίζουν την υψηλότερη άνοδο (+22,4 π.μ.).

Στο σκέλος των εξαγωγών δεν υπάρχει διαφοροποίηση καθώς και πάλι οι ίδιες κατηγορίες παρουσιάζουν τα υψηλότερα (38,4% και 39,8% αντίστοιχα) και χαμηλότερα μέσα ποσοστά συμμετοχής (2,1% και 1,8% αντίστοιχα) σε αυτές. Παράλληλα, η ανάλυση έδειξε ότι περιορίστηκε σημαντικά το ετήσιο μερίδιο των εξαγωγών καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών (-16,1 π.μ.) ενώ η πτώση του ετήσιου μεριδίου των εξαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών ήταν μικρότερη (-9,1 π.μ.). Εξάλλου, τα καύσιμα και λιπαντικά εμφανίζουν ξανά την υψηλότερη άνοδο στο ετήσιο ποσοστό συμμετοχής στις εξαγωγές (+25,9 π.μ.). Επιπλέον, προέκυψε ότι οι κατηγορίες αγαθών οι οποίες συμβάλλουν κυρίως στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών είναι τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες, τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά καθώς και τα καύσιμα και λιπαντικά.

Πέραν της προφανούς διαπίστωσης ότι το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών αγαθών εξακολουθεί να είναι ελλειμματικό και τα τελευταία έτη αυξανόμενο – με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία – προκύπτει ότι η χώρα έχει αυξήσει σημαντικά το ποσοστό των διαθέσιμων πόρων που κατευθύνει προς τις εισαγωγές καυσίμων, έχει μειώσει οριακά το ποσοστό αυτών που κατευθύνονται σε καταναλωτικά αγαθά αλλά έχει μειώσει σημαντικά το ποσοστό των πόρων που κατευθύνονται προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών.

Η τελευταία διαπίστωση είναι εύλογο να προκαλεί επιπλέον προβληματισμό – πέρα από το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών που επηρεάζει καθοριστικά και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – λαμβάνοντας υπόψη πως στο δημόσιο διάλογο έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια η ανάγκη για περιορισμό του υψηλού επενδυτικού κενού που εμφανίζει η ελληνική οικονομία και για διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της μέσω της αύξησης και του παραγωγικού φυσικού κεφαλαίου.

Επομένως, όπως επισημαίνει η Eurobank, η κατεύθυνση μεγαλύτερου ποσοστού εισαγωγών προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών συγκριτικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών, παράλληλα με την προσπάθεια ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής τους στο μέτρο του δυνατού, θα συμβάλει στον περαιτέρω περιορισμό του επενδυτικού κενού που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα