CDP: Τράπεζες και επενδυτικοί οργανισμοί πρέπει να κάνουν περισσότερα για το περιβάλλον

Οι περισσότερες εταιρείες χρηματοοικονομικών δεν έχουν υπολογίσει την έκθεσή τους στην πρόκληση περιβαλλοντικών ζημιών με την ίδια ζέση την οποία έχουν χρησιμοποιήσει για τον υπολογισμό της κλιματικής αλλαγής, κάτι το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερο λειτουργικό κόστος και να πλήξει την εικόνα των επιχειρήσεων αυτών, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Μόλις το 20% των εταιρειών αυτών έχουν υπολογίσει την έκθεσή τους σε κινδύνους αυτού του είδους, σε σχέση με το 85% οι οποίες έχουν υπολογίσει μόνο τις επιπτώσεις της ευρύτερης κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με την ΜΚΟ CDP. Η ανάλυση αυτή βασίστηκε σε επίσημα στοιχεία 550 και πλέον τραπεζών, ασφαλιστικών και επενδυτικών οι οποίες έχουν συνολική αξιολόγηση ύψους $8 τρισ.

Ένας από τους κινδύνους είναι το υψηλότερο κόστος. Σύμφωνα με την BNP Paribas SA, εάν οι τράπεζες αυτές αποδειχθεί πως λαμβάνουν μέρος στην αποψίλωση των δασών, θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με δικηγορικά και άλλα κόστη τα οποία θα αγγίξουν το 25% της αξίας κεφαλαιοποίησής τους. Οι εταιρείες αυτές, επίσης, είναι εκτεθειμένες αφού χρηματοδοτούν επιχειρήσεις οι οποίες ενδέχεται να κατηγορηθούν πως καταστρέφουν το περιβάλλον. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, περίπου $44 τρισεκατομμύρια, πάνω από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, εξαρτώνται από τη φύση και τις υπηρεσίες που αυτή παρέχει.

Από τη Συμφωνία του Παρισιού το 2015 και ύστερα, οι τράπεζες και οι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με αυξημένες εκκλήσεις για τη μέτρηση των επιπτώσεων που έχουν στο κλίμα. Παρ’ όλα αυτά, οι ερευνητές έχουν τονίσει πως ο κύριος στόχος της Συμφωνίας, για μείωση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά μόλις 1,5 βαθμούς Κελσίου δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την προστασία και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, αφού τόσο το χερσαίο όσο και το υδρόβιο οικοσύστημα απορροφούν το 50% των εκπομπών αερίων της ανθρωπότητας.

Σύμφωνα με το Bloomberg, η έρευνα της CDP αναδεικνύει πως το 95% των εταιρειών αυτών έχουν αναφέρει πως οι αποφάσεις τους πια «επηρεάζονται» από την κλιματική αλλαγή, αλλά λιγότερο από το 1/3 των εταιρειών αυτών δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην ασφάλεια των υδάτινων πόρων και των δασικών εκτάσεων. Βάσει διαφορετικής ανάλυσης της Jefferies, ο κλάδος υστερεί των αντίστοιχων, υπόλοιπων τομέων σε ό,τι αφορά την προστασία του πόσιμου νερού.

Παρ’ όλα αυτά, η πρόσφατη συμφωνία όσον αφορά την προστασία της βιοποικιλότητας, η οποία χαρακτηρίστηκε ως η «Συμφωνία του Παρισιού για τη Φύση» θα μπορούσε να ασκήσει πιέσεις στους επενδυτές ώστε να λάβουν υπόψη τους κινδύνους αυτούς.

Πολλές εταιρείες, όπως BlackRock, UBS Group και HSBC Holdings έχουν ήδη υποστηρίξει την Taskforce on Nature-related Financial Disclosures, η οποία έχει δημιουργήσει το ρυθμιστικό πλαίσιο των εταιρειών για την αναφορά και την αντιμετώπιση τέτοιου είδους κινδύνων.

Η CDP προσέφερε, παράλληλα, μία μικρή λίστα με παραδείγματα προς μίμηση. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, η Banco Sandander SA παρακολουθεί την έκθεση των πελατών της σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στο νερό. Παράλληλα, η ολλανδική ασφαλιστική Aegon επιβάλει στους επενδυτές να εκτιμούν και να διαχειρίζονται το πως οι δραστηριότητές τους πλήττουν τη βιοποικιλότητα και οδηγούν σε αποψίλωση των δασών.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα