Αυστρία: Ο πρώην καγκελάριος Β. Σιούσελ επαινεί την πρόταση Μακρόν – Μέρκελ για το Ταμείο Ανάκαμψης

Την πρόταση για ένα Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού, που είχαν παρουσιάσει πριν από δύο εβδομάδες ο Γάλλος πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελάριος, επαινεί ως “μία πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα”, ο πρώην ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας και πρώην αρχηγός του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος Βόλφγκανγκ Σιούσελ.

Σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα Kurier, ο ίδιος εκτιμά ως “καλό” το αντίστοιχο σχέδιο για βοήθεια ανασυγκρότησης, ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, που παρουσίασε την περασμένη Τετάρτη η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Στην πρόταση του προέδρου της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν και της Γερμανίδας Καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ, ο πρώην καγκελάριος της Αυστρίας επαινεί το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τα αποκαλούμενα ευρωομόλογα, δεν είναι υπέγγυα η κάθε χώρα για το συνολικό ποσό, αλλά μόνον για το εκάστοτε αναλογούν ποσοστό.

Σύμφωνα με τον ίδιο, “το ποσοστό που αναλογεί στην Αυστρία είναι 2,7% και για τους Γερμανούς είναι ένα τέταρτο, και επιπλέον τα χρήματα κατανέμονται με διπλό όρο, από τη μια πλευρά με στοχευμένη χρήση των κονδυλίων και από την άλλη συνδεδεμένη με εσωτερικές μεταρρυθμίσεις”.

Επαινετικός είναι στη συνέντευξή του ο Βόλφγκανγκ Σιούσελ και απέναντι στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χωρίς, ωστόσο, να ασκεί κάποια κριτική στην απορριπτική στάση που κρατούν οι καθαρά συνεισφέρουσες, στον κοινοτικό προϋπολογισμό της ΕΕ, τέσσερις χώρες των αποκαλούμενων “εξοικονομητών”, Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία.

Όπως αναφέρει στη συνέντευξή του, θεωρεί πως οι τέσσερις χώρες “έθεσαν θεμιτές εναλλακτικές λύσεις”, αλλά και πως επίσης είναι καλό το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δεν χρησιμοποιεί τις χώρες-μέλη για τη χρηματοδότηση αυτού του ομολόγου, αλλά προτείνει μια νέα πηγή ιδίων κεφαλαίων, με φορολόγηση του ψηφιακού τομέα, των πλαστικών και του διοξειδίου του άνθρακα.

Ταυτόχρονα, ο πρώην καγκελάριος της Αυστρίας αναφέρει χαρακτηριστικά “δόξα τω θεώ που υπάρχουν στην Ευρώπη διαφορετικές απόψεις και που δεν είμαστε μόνον νέοι που χειροκροτούν”.

Παρατηρητές στη Βιέννη “βλέπουν” στις τοποθετήσεις του πρώην καγκελάριου μία έμμεση πλην σαφή διαφοροποίησή του, από την επίμονη απόρριψη τόσο της πρότασης Μακρόν-Μέρκελ όσο και του σχεδίου της Επιτροπής, από την πλευρά του νυν Αυστριακού καγκελάριου και νυν αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος Σεμπάστιαν Κουρτς, του οποίου “πολιτικός μέντορας” θεωρείται ο Βόλφγκανγκ Σιούσελ.

Ο Σεμπάστιαν Κουρτς εμφανίζεται επικεφαλής μιας ομάδας τεσσάρων χωρών –Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία– οι οποίες κρατούν μία ιδιαίτερα περιοριστική όσο και σκληρή, στάση, τόσο στο θέμα του επόμενου επταετούς δημοσιονομικού πλαισίου (2021-2027) της ΕΕ, όσο και τώρα στο Ταμείο Ανάκαμψης, προτείνοντας την παροχή, στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, μόνον επιστρεπτέων δανείων και όχι επιχορηγήσεων.

“Προτείνουμε λοιπόν ένα προσωρινό, ταμείο έκτακτης βοήθειας για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης και της ανθεκτικότητας των δομών της υγείας σε πιθανά μελλοντικά κύματα, αλλά εκεί που δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, είναι οποιαδήποτε εργαλεία ή μέτρα, τα οποία οδηγούν σε κοινοτικοποίηση χρεών ή σε σημαντικές αυξήσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ”, διαμηνύουν οι “τέσσερις” στην “Αντιπρότασή” τους, που παρουσίασε προ δεκαημέρου η Καγκελαρία στη Βιέννη.

Την αρνητική αυτή στάση επαναβεβαίωσε ο Αυστριακός υπουργός Οικονομικών Γκέρνοτ Μπλιούμελ, σε συνέντευξή του στη δημόσια Αυστριακή Ραδιοφωνία, επισημαίνοντας πως “η Αυστρία δεν πρόκειται να εγκρίνει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ταμείο Ανάκαμψης”, και ζητώντας ταυτόχρονα επαναδιαπραγματεύσεις τόσο όσον αφορά το ποσό των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ όσο και την αναλογία μεταξύ επιχορηγήσεων και δανείων.

Σύμφωνα με τον Γκέρνοτ Μπλιούμελ, ο οποίος θεωρείται από τους στενότερους συνεργάτες και πλέον έμπιστους του Σεμπάστιαν Κουρτς, “η πρόταση της Επιτροπής, μαζί με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης, θα σήμαινε σχεδόν το 2% της οικονομικής μας παραγωγής (ΑΕΠ) ως συνεισφορά, και αυτό θα ήταν σχεδόν διπλάσιο από το παρελθόν, κάτι που είναι απαράδεκτο για εμάς”.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα