Ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία: Τα γεωπολιτικά και στρατιωτικά οφέλη

Επιχειρώντας μια ανάλυση επί της νέας αμυντικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, είναι αναπόφευκτο να σταθεί κάποιος στην ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα μας και δη σε περιοχές καίριας στρατηγικής σημασίας, τόσο για την Αθήνα όσο και για την Ουάσιγκτον. Σημαίνουσας σημασίας είναι ασφαλώς, και το γεγονός ότι η συμφωνία έχει πενταετή διάρκεια, με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό και ορίζοντα, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα-κατά άλλους τις εγγυήσεις- προς την Ουάσιγκτον, για να «επενδύσει» στρατηγικά και γεωπολιτικά στην Ελλάδα.

Γράφει ο Νώντας Βλάχος

Ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια η Ουάσιγκτον, με εξαίρεση ίσως την προεδρία Τραμπ, αναβαθμίζει τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενισχυτικός παράγων σ’ αυτή την αμερικανική επιλογή, αποτέλεσε και η μεταστροφή του Ερντογάν προς τη Ρωσία και το «αντάρτικό» του απέναντι στις αμερικανικές νουθεσίες, ενίοτε και προειδοποιήσεις. To τάιμινγκ ήταν ιδανικό για την Ελλάδα, προκειμένου να ενισχύσει τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ, μετά τη συμφωνία με την Γαλλία, που όπως είχαμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο, αποτελεί game changer για τις ισορροπίες στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η νέα αμυντική συμφωνία που υπέγραψαν Δένδιας και Μπλίνκεν, επιβεβαιώνει ότι οι ΗΠΑ προσδίδουν στην Ελλάδα ένα διευρυμένο γεωπολιτικό-σταθεροποιητικό ρόλο, στην ευρύτερη περιοχή. Κάποιες αναλυτές, μάλιστα, υποστηρίζουν, ότι για πρώτη φορά η Ουάσιγκτον αφήνει την πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ Αθήνας και Τουρκίας, γέρνοντας την πλάστιγγα προς τη δική μας μεριά.

Η εν λόγω οπτική, προκύπτει κυρίως από το γεγονός, ότι οι ΗΠΑ έστω και εμμέσως, καταδικάζουν το τουρκικό casus bell, καθώς για πρώτη φορά σε συμβατικό κείμενο που αφορά τη χώρα, μας η Ουάσινγκτον χαρακτηρίζει ως μη αποδεκτή πρακτική τη χρήση βίας.. Βεβαίως, υπάρχει και ο αντίλογος που αναφέρει ότι οι Αμερικανοί δεν δεσμεύονται πως θα ταχθούν στο πλευρό μας ή έστω θα «συμμετέχουν» σε διπλωματικά ζητήματα ουσίας, όπως για παράδειγμα στη διένεξη με την Τουρκία για τα 12 ναυτικά μίλια. Και εδώ που τα λέμε για ποιο λόγο να δεσμευτούν υπό το εν λόγω πρίσμα;

Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο πάντως είναι ότι οι διμερείς συμφωνίες, όπως αυτές που σύναψε η Ελλάδα με την Γαλλία και προσφάτως με τις ΗΠΑ, δημιουργούν μια «ασπίδα προστασίας» που δύναται να ισχυροποιηθεί τα επόμενα χρόνια. Η νέα συμφωνία, από γεωστρατηγική άποψη, ενισχύει το αμερικανικό αποτύπωμα σε περιοχές υψίστου στρατηγικού ενδιαφέροντος για την Ελλάδα. Μια τέτοια είναι το στρατόπεδο κοντά στην Αλεξανδρούπολη, στη «καυτή» περιοχή του Έβρου, όπου η Τουρκία μεταξύ άλλων εργαλειοποιεί και τους πρόσφυγες, για να πετύχει τους αντικειμενικούς της σκοπούς. Καίρια στρατηγική σημασία, ιδιαίτερα μετά τις προσπάθειες της Τουρκίας να επιβάλλει το παράνομο τουρλολιβυκό μνημόνιο, έχει αναμφίβολα και ο Ναύσταθμος της Σούδας..

Ρεαλιστική προσέγγιση

Είναι ουτοπία να περιμένει κανείς ότι κάθε συμφωνία, τέτοιου μάλιστα βεληνεκούς, θα ικανοποιεί όλα τα ελληνικά αιτήματα ή επιδιώξεις, όπως για παράδειγμα η δημιουργία βάσεων στα Δωδεκάνησα, προκειμένου να πληγεί η τουρκική ρητορική περί αποστρατικοποίησης των νησιών.

Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους «φαταουλισμού» αλλά με ρεαλιστική προσέγγιση και ανάλυση των ζητημάτων. Υπό αυτή την έννοια η συμφωνία με τις ΗΠΑ, που έρχεται ως συμπλήρωμα στη στρατηγική συμμαχία που επετεύχθη με τη Γαλλία, έχει αναμφίβολα θετικό πρόσημο και δύναται να αποτελέσει το εφαλτήριο για άλλου τέτοιου είδους διμερείς συμφωνίες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Υποψήφιοι, άλλωστε, υπάρχουν, με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, να βρίσκονται στο διπλωματικό «ραντάρ» της Ελλάδας.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα