Αμβούργο: Μηνύματα δημοκρατίας και κατασκοπείας

Η συνάντηση που επικέντρωσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην σύνοδο κορυφής της G20 Αμβούργο, υπήρξε αναμφίβολα η συνάντηση Τράμπ-Πούτιν, η συνάντηση ανάμεσα σ έναν κορυφαίο Αμερικανό πρώην επιχειρηματία και έναν κορυφαίο πρώην κατάσκοπο, .

Την στιγμή όμως που όλα τα μέσα ενημέρωσης είχαν στραμμένα την προσοχή τους στην σύνοδο κορυφής της G20 στο Αμβούργο, και στην συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, δεν έπαυαν να μεταδίδουν ειδήσεις από άλλα σημεία του πλανήτη και φυσικά από την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μερικές από αυτές ήσαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Για παράδειγμα, λίγο πριν γίνει η πρώτη χειραψία μεταξύ των προέδρων Πούτιν και Τράμπ, τα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν από την Μόσχα ότι αποφυλακίσθηκε ο ηγέτης της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι και μάλιστα πέντε μέρες πριν την καθορισμένη ημερομηνία. Ωστόσο ιδιαίτερα σημαντική ήταν μια ακόμη είδηση που έφθανε από την ρωσική πρωτεύουσα, η οποία έλεγε ότι η πρόεδρος του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Βαλεντίνα Ματβιγιένκο, απέρριψε την πρόταση που είχαν καταθέσει ρώσοι βουλευτές και η οποία συνίστατο στο ότι πρέπει να απαγορευθούν τα ξένα μέσα ενημέρωσης που εκπέμπουν στην Ρωσία. Σύμφωνα με το πρακτορείο Tass, την σχετική πρόταση είχε ανακοινώσει ο πρόεδρος της προσωρινής επιτροπής για την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και την αποτροπή παρεμβάσεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας Αντρέι Κλίμοφ.

Ωστόσο η πρόεδρος του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας ήταν κατηγορηματική, όταν έλεγε ότι “δεν θα ακολουθήσουμε τον δρόμο εκείνων των κρατών, οι κυβερνήσεις των οποίων προσπαθούν να εμποδίσουν την δραστηριότητα ΜΜΕ τα οποία δεν τους είναι αρεστά και να περιορίσουν την ελευθερία του λόγου” εκφράζοντας την πεποίθηση της ότι “δεν πρέπει να υπάρξουν οι οποιοιδήποτε περιορισμοί και πιέσεις”. Στην ουσία, η κυρία Ματβιγιένκο, απορρίπτοντας την πρόταση που ήθελε τον αποκλεισμό των ρωσόφωνων ξένων μέσων ενημέρωσης που εκπέμπουν στην Ρωσία (μεταξύ των οποίων και ο αμερικανικός σταθμός ‘Ελευθερία’), έδινε ένα σαφές μήνυμα, για το ότι το Κρεμλίνο δεν θα ήθελε να εισέλθει σ ένα νέο φαύλο κύκλο αντιπαράθεσης, δεδομένου ότι και ρωσικά μέσα εκπέμπουν στην αγγλική και μάλιστα στις ΗΠΑ (όπως το Russia Today).

Ενώ όμως, η απελευθέρωση του Ναβάλνι και η κατηγορηματική άρνηση της προέδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας, στην πρόταση που αφορούσε την φίμωση των ξένων ρωσόφωνων μέσων που εκπέμπουν στα ρωσικά, έδιναν την αίσθηση, ότι η Μόσχα κάνει μια ακόμη υπέρβαση, με πρόθεση να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον, το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNN, μετέδιδε παραμονές της συνάντησης Πούτιν–Τραμπ στο Αμβούργο, ότι οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εντόπισαν στην επικράτεια της χώρας 150 ρώσους πολίτες που θεωρούνται ύποπτοι για κατασκοπευτική δραστηριότητα. Μάλιστα όπως επεσήμαινε στην εκπομπή του αυτή το πρώην στέλεχος της CIA Στηβ Χολ, “οι ρώσοι κατάσκοποι ενδέχεται να ψάχνουν να βρουν πρόσθετες πληροφορίες για τη νέα κυβέρνηση του Ντοναλντ Τραμπ, επειδή εξακολουθεί να είναι απρόβλεπτη”. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξε καμία επίσημη ανακοίνωση από μέρους της Ουάσιγκτον, επί του ζητήματος, αλλά η παρουσίαση του θέματος αυτού παραμονές της συνάντησης ηχούσε ως μια προειδοποίηση προς τον Τραμπ, που του εφιστούσε την προσοχή να είναι προσεκτικός με τον Πούτιν. Άλλωστε ο Αμερικανός πρόεδρος είχε δεχθεί αρκετές συμβουλές από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, που έψαχναν για ρώσους κατασκόπους στον Λευκό Οίκο, αλλά και από σύμβουλους του, που τον προέτρεπαν να μην αναφέρεται συχνά στην Ρωσία.

Δεν είναι σαφές, σε ποιο βαθμός ο Αμερικανός πρόεδρος, έλαβε υπ όψιν του όλες αυτές τις παραινέσεις κατά την διάρκεια της συνάντησης του με τον Ρώσο πρόεδρο. Η διάρκεια της συνάντησης που είχε προγραμματισθεί να διαρκέσει μια ώρα αλλά διήρκεσε σχεδόν δυόμιση, δείχνει ότι ήταν περιεκτική, έστω και αν προς το παρόν δεν αποκαλύπτει το μέγεθος της προσέγγισης που επιτεύχθηκε μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον. Η διάρκεια της είναι οπωσδήποτε μια είδηση ενδιαφέρουσα. Όπως ενδιαφέρουσα είναι και η είδηση που μεταδόθηκε επίσης σήμερα και λέει ότι η Gazprom media, η εταιρεία μέσων μαζικής ενημέρωσης του γνωστού ρωσικού πετρελαϊκού κολοσσού Gazprom, ίδρυσε στις Ηνωμένες Πολιτείες δύο εταιρείες κινηματογραφικών παραγωγών, την Storyworld Entertainment στην Σάντα Μόνικα και την StoryworldWGA Entertainment στο Μπέβερλι Χίλς, με σκοπό την παραγωγή τηλεοπτικών σειρών και ταινιών που θα απευθύνονται στο παγκόσμιο κοινό.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα