ΤτΕ: Ανάπτυξη 3,8% το 2022 και πληθωρισμός στο 5,2%

Στο 3,8% από 4,8% υποβαθμίζει τον στόχο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022 η Τράπεζα της Ελλάδος. Σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό διαμορφώνονται στο 5,2% για φέτος. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλάζει τα δεδομένα διεθνώς, με απρόβλεπτες συνέπειες. Η έκταση των επιδράσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια του πολέμου και των κυρώσεων, σημείωσε.

«Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, ευελιξία και δυναμική, παρά την αβεβαιότητα εξαιτίας των εξάρσεων της πανδημίας, αλλά και των νέων προκλήσεων που συνδέονται με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας και πρόσθεσε ότι οι κύριοι στόχοι της νομισματικής πολιτικής για το 2022 είναι η διατήρηση της δυναμικής της ανάπτυξης και η συνέχιση των προσπαθειών για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ περιορίζεται σε 3,8% στο βασικό σενάριο και 2,8% στο δυσμενές σενάριο, ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια των διαταράξεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων, καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Αν και ο κύριος μοχλός ανάπτυξης για φέτος είναι η εγχώρια ζήτηση και ο τουρισμός, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα: η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Το αυξημένο κόστος παραγωγής και η μικρότερη κατανάλωση θα επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και, μαζί με τη γενικευμένη αβεβαιότητα, θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε αναβολή ή ματαίωση επενδυτικών αποφάσεων. Αβεβαιότητα επίσης υπάρχει όσον αφορά τις τουριστικές εισροές, κυρίως από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στις χώρες προέλευσης, αλλά και λόγω της δημιουργίας ενός αισθήματος ανασφάλειας.

Υπάρχουν όμως και αντίρροπες δυνάμεις που λειτουργούν αντισταθμιστικά και μετριάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις. Αυτές είναι: η άρση των ποικίλων περιορισμών, εγχώριων και διεθνών, που συνδέονταν με την πανδημία, η έναρξη των επενδυτικών έργων του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η άνοδος της απασχόλησης, οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις και η συνεχιζόμενη αύξηση των εξαγωγών.

Παράλληλα, ο Γιάννης Στουρνάρας τόνισε την ανάγκη αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας, με φόντο και τον στόχο για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. «Η καλή πορεία των φορολογικών εσόδων και η σταδιακή απόσυρση των προσωρινών μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας καθιστούν εφικτή τη δραστική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος το 2022», τόνισε. Και πρόσθεσε ότι μέτρα στήριξης το 2022 πρέπει να έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο, ώστε η στροφή σε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική να διευκολύνει την επάνοδο στη δημοσιονομική ισορροπία.

Προσδοκία οριστικής εξόδου από την υγειονομική κρίση και διατήρηση της ανάπτυξης

Η πανδημία συνεχίστηκε το 2021, επιφέροντας μεγάλες ανθρώπινες απώλειες σε όλο τον πλανήτη, και βεβαίως και στην Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιμετώπισε με θάρρος, ενότητα και οικονομικό ρεαλισμό τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης και της βαθιάς ύφεσης. Επιστέγασμα αυτών των προσπαθειών ήταν η συμφωνία σχετικά με τη δημιουργία ενός κοινού, για πρώτη φορά, ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης, του NextGenerationEU, με σκοπό τη σύγκλιση των χωρών-μελών και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας κυρίως των πιο ευάλωτων οικονομιών. Πρώτο ορατό αποτέλεσμα είναι η ισχυρή ανάκαμψη που ξεκίνησε δυναμικά το 2021 και αναμένεται να συνεχιστεί το 2022, αν και με σαφώς βραδύτερο ρυθμό, αντισταθμίζοντας έτσι τις οικονομικές απώλειες που καταγράφηκαν το 2020.

Οι αβεβαιότητες που σχετίζονται με την πανδημία έχουν προς το παρόν περιοριστεί χάρη στην υψηλή εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού και στην ευελιξία που επέδειξαν οι ευρωπαϊκές οικονομίες κατά την προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Αντίθετα, ο πόλεμος στην Ουκρανία παγιώνει τους κινδύνους για την πορεία του πληθωρισμού, τροφοδοτεί τις πληθωριστικές προσδοκίες και επηρεάζει αρνητικά τις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις, επιβραδύνοντας την αναπτυξιακή δυναμική.

Έτερος κίνδυνος είναι η μεγάλη διόγκωση του παγκόσμιου χρέους την περίοδο 2020-21. Τα πρωτοφανή δημοσιονομικά μέτρα στήριξης εμπόδισαν την πανδημική κρίση να εξελιχθεί σε βαθιά κρίση, αλλά αναπόφευκτα συσσώρευσαν μεγάλα χρέη. Οι κυβερνήσεις καλούνται να διαχειριστούν ένα μεγάλο δημόσιο χρέος, η απότομη αύξηση του οποίου διευκολύνθηκε από τα ιστορικώς χαμηλά επιτόκια δανεισμού χάρη στη συντονισμένη δράση των κεντρικών τραπεζών.

Καθώς όμως εντείνεται ο πληθωριστικός κίνδυνος, οι κεντρικές τράπεζες στρέφουν την προσοχή τους στην άνοδο του πληθωρισμού και στην αναζωπύρωση των πληθωριστικών προσδοκιών και προσαρμόζουν κατάλληλα την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής με αύξηση των επιτοκίων ή τερματισμό των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων, αυξάνοντας το κόστος του χρήματος.

Κύρια χαρακτηριστικά της οικονομικής κατάστασης την περίοδο που προηγήθηκε της πανδημίας ήταν οι σταθεροί, αν και μέτριοι, ρυθμοί μεγέθυνσης, η σταθερότητα τιμών και οι υψηλές αποδόσεις στις αγορές περιουσιακών στοιχείων. Η πανδημία τα ανέτρεψε όλα αυτά. Από την άλλη πλευρά, αποτέλεσε τον επιταχυντή για το μετασχηματισμό της οικονομίας γύρω από δύο κεντρικούς άξονες: τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και την ταχύτερη υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών. Ταυτόχρονα, ζητούμενο παραμένει η σύγκλιση των οικονομιών και η μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.

Η πρώτη μεταπανδημική περίοδος χαρακτηρίζεται διεθνώς από μεγαλύτερη μακροοικονομική αστάθεια, που κατά κύριο λόγο τροφοδοτείται από τα υψηλά επίπεδα χρέους και από μεταβλητότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Εξάλλου, η μεταβολή των γεωπολιτικών ισορροπιών διεθνώς ελαχιστοποιεί τα περιθώρια οικονομικής συνεργασίας και εντείνει το κλίμα εσωστρέφειας, με δυσμενείς επιπτώσεις για το παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία. Η γεωπολιτική κρίση αποτελεί όμως παράλληλα ιστορική ευκαιρία για βαθύτερη οικονομική και πολιτική ένωση στην Ευρώπη, με σκοπό την ισχυροποίηση των θεσμών της ΕΕ σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας, της ασφάλειας και της ενεργειακής αυτονομίας. Η νέα οικονομική πραγματικότητα θα χαρακτηρίζεται από υψηλότερες δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για υγεία, καθαρή ενέργεια, ψηφιακό μετασχηματισμό και αυτοματοποίηση, αλλά και για αμυντικό εξοπλισμό και για αυξημένη προστασία έναντι κυβερνοεπιθέσεων.

Το τραπεζικό σύστημα

Το 2021 συνεχίστηκε η αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα, με τη βοήθεια της διευκολυντικής ενιαίας νομισματικής πολιτικής και τη στήριξη από τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Ο δωδεκάμηνος ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης, αν και επιβραδυνόμενος, διαμορφώθηκε σε 3,7% το Δεκέμβριο του 2021, έναντι 10% το Δεκέμβριο του 2020. Τα κεφάλαια που διέθεσαν η ΕΑΤ και η ΕΤΕπ ήταν μικρότερου ύψους έναντι του 2020, αλλά η επίδρασή τους ήταν πολύ σημαντική, καθώς στήριξαν το 1/3 των δανείων προς επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες) και ελεύθερους επαγγελματίες.

Η άνοδος των ιδιωτικών τραπεζικών καταθέσεων συνεχίστηκε και το 2021, με σωρευτική αύξηση κατά 16,2 δισεκ. ευρώ, μικρότερη σε σχέση με το 2020 (20,6 δισεκ. ευρώ), αλλά πολύ υψηλότερη από ό,τι πριν την πανδημία.

Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου των τραπεζών υποχώρησαν, λόγω των ζημιών από τις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Δεδομένης της σχετικά χαμηλής ποιότητας των κεφαλαίων των τραπεζών, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (64%), απαιτείται ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας. Είναι θετικό ότι οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει προσπάθειες ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάσης μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και έκδοσης ομολογιακών τίτλων. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι παρατηρείται ενίσχυση της διασύνδεσης του τραπεζικού συστήματος με το Δημόσιο, καθώς η έκθεση σε κίνδυνο, δηλαδή το σύνολο των ανοιγμάτων προς την κεντρική κυβέρνηση, διαμορφώθηκε στο τέλος του 2021 σε 22,5% ως ποσοστό στο σύνολο του ενεργητικού των τραπεζών και σε 38,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Στο τρέχον περιβάλλον των μεταβαλλόμενων χρηματοπιστωτικών συνθηκών, οι ελληνικές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις, όπως τα νέα ΜΕΔ που ενδέχεται να προκύψουν μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης, αλλά και εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, η υποχρέωση κάλυψης της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), η ανάγκη απορρόφησης των επιπτώσεων του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και η υιοθέτηση νέων, ψηφιακών τεχνολογιών. Καθίσταται σαφές ότι απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρους των τραπεζών με στόχο την περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ, την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και την αξιοποίηση της αυξημένης ρευστότητας.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων σημείωσε το 2021 περαιτέρω υποχώρηση, κυρίως μέσω πωλήσεων δανείων ύψους 27,5 δισεκ. ευρώ με αξιοποίηση του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων, γνωστού με την ονομασία “Ηρακλής”. Τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου 2021 σε 18,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 28,8 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος Δεκεμβρίου του 2020. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών, μειώνοντας το κόστος κινδύνου και αυξάνοντας τα περιθώρια κερδοφορίας.

Εντούτοις, το απόθεμα των ΜΕΔ ως ποσοστό των συνολικών δανείων (12,8%) παραμένει πολύ υψηλότερο του μέσου όρου στην ΕΕ (2,1%). Περίπου το 39% του συνόλου των ΜΕΔ βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης. Ωστόσο, υψηλό ποσοστό δανείων σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε πάλι καθυστέρηση. Εκτιμάται ότι, λόγω της πανδημίας αλλά και του υψηλού πληθωρισμού, επιπλέον ποσοστό ρυθμισμένων δανείων ενδέχεται να καταγραφεί ως ΜΕΔ το 2022. Δεδομένου ότι η μείωση των ΜΕΔ επιτεύχθηκε κυρίως μέσω τιτλοποίησης και μεταβίβασης προς επενδυτικά ταμεία, το ύψος των ΜΕΔ εξακολουθεί να επιβαρύνει την πραγματική οικονομία και να θέτει μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός τραπεζικής χρηματοδότησης.

Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας

Η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από κινδύνους, εξωγενείς και ενδογενείς. Οι εξωγενείς κίνδυνοι συναρτώνται με τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις επιδράσεις τους στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία και κυρίως στον πληθωρισμό, με τον έλεγχο των παραλλαγών της COVID-19 και με την κλιματική αλλαγή.

Η πανδημία ως κίνδυνος έχει υποχωρήσει, αν και δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως και οριστικά. Ο σημαντικότερος όμως εξωγενής κίνδυνος βραχυπρόθεσμα συνδέεται με τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων, η οποία συναρτάται με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις συναφείς οικονομικές εξελίξεις. Καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις φαίνεται να λαμβάνουν διεθνώς ένα μονιμότερο χαρακτήρα, επεκτείνονται ευρύτερα στην οικονομία, επιδρώντας αρνητικά στο διαθέσιμο εισόδημα, στην καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη, στα περιθώρια κέρδους, στις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων, στον πραγματικό πλούτο, στις τουριστικές εισροές και εν τέλει στο ρυθμό μεγέθυνσης. Παράλληλα, η ισχυροποίηση του πληθωρισμού συνηγορεί στην ομαλοποίηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και στην αυστηροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης, με αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού.

Μεσομακροπρόθεσμα, ο σημαντικότερος εξωγενής κίνδυνος προέρχεται από τη μη γραμμικότητα της κλιματικής κρίσης, η οποία συνιστά σοβαρή απειλή μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Οι κίνδυνοι για τις τράπεζες από την κλιματική κρίση είναι σημαντικοί. Αυξάνεται ο πιστωτικός κίνδυνος, ο οποίος σχετίζεται με αδυναμία εξυπηρέτησης δανείων, ο κίνδυνος αγοράς, καθώς επηρεάζεται αρνητικά η αξία των περιουσιακών στοιχείων, ο κίνδυνος ρευστότητας, στο βαθμό που η κλιματική κρίση επηρεάζει τις πηγές χρηματοδότησης των τραπεζών, και ο λειτουργικός κίνδυνος εξαιτίας των ζημιών στις υποδομές μετά από φυσικές καταστροφές.

Οι ενδογενείς κίνδυνοι συναρτώνται τόσο με τις διαχρονικές παθογένειες της διάρθρωσης της οικονομίας όσο και με ζητήματα που κληροδότησε η κρίση χρέους. Στους κινδύνους αυτούς συγκαταλέγονται:

  • το ενδεχόμενο υστέρησης στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί ισχυρή ανάπτυξη και δεν επιταχυνθεί η μεταρρυθμιστική πολιτική,
  • η απότομη αύξηση του ήδη υψηλού λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ,
  • το υψηλό απόθεμα των ΜΕΔ,
  • η συσσώρευση ιδιωτικού χρέους,
  • η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα,
  • το υψηλό επενδυτικό κενό,
  • η αδυναμία της εκπαίδευσης να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων,
  • το ενδεχόμενο αδυναμίας της δημόσιας διοίκησης για την έγκαιρη εκταμίευση των ευρωπαϊκών πόρων και τυχόν εμπόδια διοικητικής φύσεως στην υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων,
  • η μεγάλη καθυστέρηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα