Το τίμημα της αντίστασης στην τυραννία

Το βιβλίο του Γιάννη Σεργόπουλου «Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας» (Πόλις, 2019) λειτουργεί ως ένα ισχυρό αντίδοτο στην απειλή της ιστορικής λήθης ή και στην παραχάραξη της ιστορικής μνήμης.

Τα ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα του προηγούμενου αιώνα είχαν αντιληφθεί ότι η ολική κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους περνάει και μέσα από την εξάλειψη ή τη χειραγώγηση της ιστορικής μνήμης. Από τον Αρθουρ Κέστλερ και τη Χάνα Αρεντ ώς τον Τζορτζ Οργουελ και τον Μίλαν Κούντερα, η πάλη εναντίον του ολοκληρωτισμού και του δεσποτισμού γινόταν αντιληπτή κυρίως ως πάλη της μνήμης εναντίον της λήθης. Στις σύγχρονες συνθήκες, η απειλή της ιστορικής λήθης πηγάζει από την υπεραφθονία των ειδήσεων και των πληροφοριών.

Στη δημοκρατία, βέβαια, εκτός από δικαίωμα, η μνήμη γίνεται και χρέος, το χρέος όχι απλώς να θυμόμαστε, αλλά και να καταθέτουμε τη μαρτυρία μας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για σημαντικά ιστορικά γεγονότα που έχουμε ζήσει.

Καταθέτοντας την πολύτιμη μαρτυρία του, ο Σεργόπουλος εκπληρώνει το δικό του χρέος. Στις μέρες μας άλλωστε εκδηλώνεται μια τάση για την απαξίωση της αντιδικτατορικής Αντίστασης ή ακόμη και μια λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή προσπάθεια εξωραϊσμού της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ακούμε έτσι ότι στα χρόνια της δικτατορίας υπήρχε οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, υπήρχε τάξη και ησυχία καθώς δεν γίνονταν απεργίες και διαδηλώσεις, δεν υπήρχε πολιτική διαφθορά. Ακούμε, επίσης, ότι η ελληνική χούντα ήταν ήπια και καλόβουλη και δεν ήταν τόσο βάναυση και απάνθρωπη όσο εκείνες της Λατινικής Αμερικής κ.ο.κ.

Από την άλλη μεριά, ορισμένοι μελετητές αναζητούν στο αντιδικτατορικό κίνημα και στην ηγεμονία της Αριστεράς στους κόλπους του τις βαθύτερες ρίζες του «λαϊκισμού» που «κατέστρεψε» την οικονομία της χώρας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Διαβάσαμε μάλιστα και το άρθρο ενός νεότερου επιστήμονα, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η δικτατορία, «άθελά της» ή «έμμεσα», συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και στον ευρύτερο εκσυγχρονισμό της χώρας.

Η μαρτυρία του Γιάννη Σεργόπουλου κονιορτοποιεί όλους αυτούς τους εξόφθαλμα παράλογους και εξωφρενικούς ισχυρισμούς και αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια: «Η δικτατορία που επιβλήθηκε στις 21 Απριλίου 1967», γράφει, «υπήρξε τυραννική, ανελέητη, σκληρή και στραγγάλισε κάθε πολιτική ελευθερία». Οσοι επιχειρούν να εξωραΐσουν τη δικτατορία αποσιωπούν σκόπιμα την ακραία και τερατώδη βία του καθεστώτος, την αστυνομοκρατία και τον χαφιεδισμό, τις φυλακίσεις, τις εκτοπίσεις και τις εξορίες, τη φρίκη των βασανιστηρίων, την καθολική επιβολή του φόβου σε όλες τις πτυχές του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου.

Στα χρόνια της δικτατορίας, ένας νέος με πνευματικά ενδιαφέροντα και ηθική ευαισθησία ερχόταν καθημερινά αντιμέτωπος με το αποκρουστικό πρόσωπο της πολιτικής καταπίεσης και της ασφυκτικής αστυνομικής επιτήρησης, που έριχναν βαριά τη σκιά τους πάνω στη χώρα. Ο Σεργόπουλος εισάγεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας το 1968, σε μια χρονιά η οποία σημαδεύεται από έναν πολύμορφο παγκόσμιο αναβρασμό, που δεν τον είχε αφήσει ανεπηρέαστο.

«Το 1968», γράφει, «θα νόμιζε κανείς ότι ο πλανήτης πήρε φωτιά». Πόλεμος στο Βιετνάμ, Μάης του ’68, φυλετικές συγκρούσεις, αγώνες για δικαιώματα και δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις Ηνωμένες Πολιτείες, Ανοιξη της Πράγας, σφαγή των φοιτητών στο Μεξικό κ.ο.κ. Στην Ελλάδα ωστόσο ο νέος φοιτητής βιώνει μια ριζικά διαφορετική, γκρίζα καθημερινότητα: «Κατ’ αρχάς, σε έκανε να μελαγχολείς η έλλειψη ελευθερίας. Λογοκρισία στον Τύπο, απαγόρευση του συνέρχεσθαι, ανυπαρξία ατομικών δικαιωμάτων, απαγόρευση της ελεύθερης έκφρασης, διώξεις και φυλακίσεις για τα φρονήματα. Συμπερασματικά: ζωή χωρίς αξιοπρέπεια, με φόβο, υποκρισία και χαφιεδισμό».

Ο Σεργόπουλος εντάχθηκε στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα γνωρίζοντας εξαρχής πολύ καλά ότι αυτή η επιλογή συνεπαγόταν μεγάλους και απρόβλεπτους κινδύνους. «Αυτό που παγίδευε συναίσθημα και νου», γράφει, «ήταν το ηδονικό πείσμα για αντιδικτατορική δράση. Αυτό καθόριζε την καθημερινότητά μου, αυτό γέμιζε την ψυχή μου, αυτό εννοιολογούσε την ηθική μου υπόσταση, αυτό νικούσε φόβους, ανασφάλειες και ενδοιασμούς, αυτό με απελευθέρωνε».

Με τη διαμαρτυρία και την ανυπακοή τους στον δεσποτισμό, οι νέοι αναμόρφωναν την ατομική τους ύπαρξη, μάθαιναν να συγκροτούν τον εαυτό τους ως εσωτερικά ελεύθερο και αυτόνομο υποκείμενο. Και το έκαναν αυτό διανοίγοντας παράλληλα ένα νέο πεδίο, δημιουργώντας έναν δημόσιο χώρο (στην περίπτωσή μας τα σκαλάκια της Νομικής), στο εσωτερικό του οποίου μπορούσε να αναδυθεί η πολιτική πράξη με το πιο υψηλό και ευγενές νόημά της, ως ηθική διεκδίκηση ελευθερίας.

Ο Σεργόπουλος εξιστορεί την εμπειρία του αντιδικτατορικού αγώνα αποφεύγοντας τις λυρικές εξάρσεις και τους υψηλούς τόνους, μιλώντας χαμηλόφωνα, λιτά και απλά. Αποφεύγει έτσι και την εξιδανικευτική ηρωική μυθοποίηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Οι νέοι που συμμετείχαν σε αυτό το κίνημα δεν ήταν κάποιοι γεννημένοι και προορισμένοι για να γίνουν ήρωες. Ηταν αγόρια και κορίτσια, άνδρες και γυναίκες, που, όπως όλοι μας, είχαν προτερήματα και ελαττώματα, αρετές και αδυναμίες. Κι ωστόσο, σε εκείνο το ραντεβού με την ιστορία έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Με τον αγώνα που έδωσαν, έγιναν οι ίδιοι καλύτεροι και συνέβαλαν στο να γίνει καλύτερη η χώρα. Η εμπειρία της αντιδικτατορικής πάλης δεν ήταν μια μυθική και ηρωική εποποιία, αλλά μια ανθρώπινη, αγωνιώδης και βασανιστική εμπειρία, και ακριβώς γι’ αυτό είναι ηθικά και πολιτικά σημαντική.

Ο Σεργόπουλος ήταν στην πρώτη γραμμή παρών σε όλες τις κορυφαίες στιγμές αυτού του δύσκολου και δίκαιου αγώνα. Θυμίζουμε ορισμένες από αυτές: Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, κηδεία Σεφέρη, ίδρυση και λειτουργία εθνικοτοπικών φοιτητικών συλλόγων, καταλήψεις Νομικής, εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα δεν υιοθέτησε ποτέ βίαιες μεθόδους πάλης. Δεν απαντούσε με βία στη βία της χουντικής εξουσίας. Υπήρχε αντίθετα μια πίστη στις θετικές δυνατότητες του μαζικού αγώνα. Υπήρχε μια μαχητική αποφασιστικότητα και μια αισιοδοξία για τις προοπτικές της συλλογικής δράσης, που απέκλειαν κάθε μορφή βίας.

Η εμπειρία του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος φαίνεται να επιβεβαιώνει τις αναλύσεις της Χάνα Αρεντ, η οποία, στο δοκίμιό της «Περί βίας», αμφισβητούσε ριζικά τις παραδόσεις σκέψης που ταυτίζουν τη δύναμη με τη βία και τείνουν έτσι να δικαιολογούν τη χρήση βίας. Σύμφωνα με την Αρεντ, η δύναμη αντιστοιχεί στην ικανότητα των ανθρώπων να συνευρίσκονται και να αναπτύσσουν κοινή δράση. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο πολιτικό ον είναι η ικανότητά του να πράττει από κοινού με άλλους ανθρώπους και να επιδιώκει έτσι στόχους και εγχειρήματα, που διαφορετικά θα ήταν ανέφικτα ή αδιανόητα. Με αυτή την έννοια, δύναμη και βία δεν είναι μόνο διαφορετικά πράγματα, αλλά είναι και πράγματα αντίθετα. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία είναι αυτή που εκτρέφει τη βία. Η απώλεια δύναμης γεννά τον πειρασμό να υποκατασταθεί η δύναμη από τη βία. «Η εξύμνηση της βίας στις μέρες μας», έγραφε το 1968 η Αρεντ, «οφείλεται κατά μέγα μέρος στην οδυνηρή ματαίωση της ικανότητας του πράττειν στο νεότερο κόσμο».

Το πιο τρομερό, τραυματικό και συγκλονιστικό βίωμα, που φέρει ακόμα μέσα του ο Σεργόπουλος από την περίοδο της αντιδικτατορικής πάλης, είναι βέβαια η σκληρή και απάνθρωπη δοκιμασία των βασανιστηρίων που υπέστη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Τα βασανιστήρια είναι λειτουργικά εργαλεία των δικτατορικών και αυταρχικών καθεστώτων, που βασίζονται στη βία και στην αυθαιρεσία, στον εκφοβισμό και στην τρομοκράτηση του πληθυσμού. Τα καθεστώτα αυτά χρειάζονται ένα είδος επίγειας κόλασης, ικανής να προξενεί τον φόβο των ανθρώπων. Στους τόπους των βασανιστηρίων της χούντας βασίλευε η απανθρωπιά και η απόλυτη αυθαιρεσία. Εδώ δεν υπήρχε δίκαιο και νόμος ούτε καμιά ασφάλεια ή βεβαιότητα. Οι κρατούμενοι ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στην πιο άγρια βία και θηριωδία. Απομονωμένοι, χωρίς επικοινωνία με συναγωνιστές και συντρόφους τους, φυλακισμένοι σε ένα χώρο ερμητικά κλειστό, απογυμνωμένοι, καταπονημένοι, αβοήθητοι και εξασθενημένοι, έρχονταν καθημερινά αντιμέτωποι με τη φρίκη και τον τρόμο.

Οι άνθρωποι που έζησαν αυτή την κόλαση, χωρίς να είναι ούτε ήρωες ούτε άγιοι ή μάρτυρες, δοκίμαζαν τα όρια της ψυχικής και σωματικής αντοχής τους. Κι ωστόσο, οι περισσότεροι δεν λύγισαν, στάθηκαν όρθιοι, νίκησαν με τη στάση τους τον αβάσταχτο σωματικό πόνο και τον φόβο και υπήρξαν ικανοί για μιαν υποδειγματική ηθική συμπεριφορά, που έχει μεγάλη σημασία και για τη δική μας καθημερινή ηθική. Με το σθένος τους έδειξαν ότι ο άνθρωπος, σε κάποιες περιστάσεις, είναι ικανός να υπερβεί τον εαυτό του, να βάλει δηλαδή τις αξίες για τις οποίες μάχεται και θεωρεί ιερές πάνω και από τη σωματική του ακεραιότητα, πάνω και από την ίδια τη ζωή του.

Από την ανάγνωση της μαρτυρίας του Σεργόπουλου γεννιέται ένα κρίσιμο και θεμελιώδες ερώτημα: Ποια είναι εκείνη η αρετή που μπορεί να νικήσει τον φόβο, που μπορεί να συγκεντρώσει όλη την ενεργητικότητα ενός προσώπου προσανατολίζοντάς την σε έναν δίκαιο αγώνα, χωρίς να λογαριάζει τις θυσίες και τις απώλειες που αυτός ο αγώνας μπορεί να συνεπάγεται; Ποια είναι εκείνη η δύναμη που καθιστά ένα πρόσωπο ικανό να υπομένει και να αντέχει, χωρίς να λυγίζει και να συνθηκολογεί, ακόμη και την τρομερή δοκιμασία των σωματικών βασανιστηρίων;

Θα αποτολμούσα να ονομάσω αυτή τη δύναμη, αυτή την αρετή, «ηθική ελευθερία». Το ηθικά ελεύθερο πρόσωπο είναι το πρόσωπο που ζει σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες, που αναζήτησε και βρήκε μέσα από έναν σοβαρό διάλογο με τη συνείδησή του. Το ισχυρότερο κίνητρο στην πάλη για την πολιτική ελευθερία είναι η απλή συναίσθηση του χρέους, που υπαγορεύει η εσωτερική συνείδηση του υποκειμένου. Αυτή η φωνή της συνείδησης, που διδάσκει την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, ωθεί τον αγωνιστή να δράσει ακόμη και όταν οι κίνδυνοι είναι πολύ μεγάλοι, ακόμη και όταν οι περισσότεροι γύρω του μένουν αδιάφοροι ή παθητικοί. Αυτή είναι η αρετή των πρωτοπόρων, εκείνων που με το παράδειγμά τους παρακινούν και εμψυχώνουν και άλλους να ενταχθούν στον αγώνα, ακόμη και όταν η συμβατική σοφία τούς συμβουλεύει να συμμορφωθούν, να λουφάξουν και να υποταγούν.

Η καλλιέργεια της εσωτερικότητας, της εσωτερικής ζωής της συνείδησης, είναι το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα για την ενεργητική και γόνιμη συμμετοχή στην πολιτική ζωή, επειδή αυτός είναι ο τόπος όπου σφυρηλατείται η ελευθερία, όπου διαμορφώνονται οι πεποιθήσεις που οδηγούν σε επιλογές και αποφάσεις, όπου διαπλάθεται και ωριμάζει η δύναμη να λέμε όχι, να αντιστεκόμαστε στην καταπίεση και στην αδικία. Χωρίς αυτή την εσωτερική ηθική ελευθερία, η πολιτική ελευθερία αργοπεθαίνει. Για να αναζωογονηθεί σήμερα η ηθική ελευθερία, χρειαζόμαστε ηθικούς δασκάλους, παραδείγματα ηθικού σθένους και ενάρετου βίου. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λησμονούμε εκείνους που αγωνίστηκαν και υπέφεραν, ώστε να μπορούμε σήμερα να ζούμε ελεύθεροι. Χρειάζεται, αντίθετα, να εμπνεόμαστε από το φωτεινό παράδειγμά τους.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα