Το ταπεινωμένο υποκείμενο εξεγείρεται

Στα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργήθηκε το πρώτο κινηματογραφικό στούντιο του Τόμας Εντισον. Την ίδια περίοδο, το 1890, κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του Σίγκμουντ Φρόιντ. Σινεμά και ψυχανάλυση μοιράζονται, συνεπώς, το ίδιο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Μερικά χρόνια αργότερα, οι πρωτοποριακοί της τέχνης αντλούσαν ήδη έμπνευση από τη φροϊδική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σενάριο αποκωδικοποιείται ως μια εκδοχή «φαντασίωσης» με αναλογίες ονείρου, παραπραξίας, παραληρήματος και ευφυολογήματος.

Τι έχει να προσθέσει το σινεμά του 21ου αιώνα στην ψυχαναλυτική θεωρία και πώς μπορεί να ερμηνευτεί η δημοφιλία των φιλμ που διακρίθηκαν με ψυχαναλυτικά εργαλεία;

Κάτι μοιάζει να θέλει να μας πει φέτος η κινηματογραφική βιομηχανία… σχεδόν ερήμην της, εν όψει της μεγάλης βραδιάς των Οσκαρ, καθώς στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά βραβεία σαρώνουν οι κινηματογραφικές αναπαραστάσεις της όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων.

Το σχόλιο του κυρίαρχου κινηματογραφικού λόγου για την κοινωνία δείχνει να αφορά πλέον ένα νέου τύπου «επαναστατικό υποκείμενο» που καταδεικνύει πως «κάτι κλοτσάει» σε αυτόν τον μετανεωτερικό κόσμο και πως η παραβατική συμπεριφορά είναι σύμπτωμα της κοινωνικής βιοπολιτικής δυσφορίας.

Ο «Τζόκερ», ο ήρωας του Τοντ Φίλιπς, το φαβορί των φετινών Οσκαρ, ανήκει στα φτωχότερα οικονομικά στρώματα της Γκόθαμ Σίτι της δεκαετίας του ’80 και παλεύει με την ψυχική νόσο, ενώ πέφτει θύμα χλευασμού και επιθέσεων. Το λουκέτο της κοινωνικής δομής όπου πραγματοποιεί τις συνεδρίες του τον θέτει ακόμα περισσότερο στο περιθώριο της κοινωνίας. Σε ανάλογο περιθώριο κατοικούν τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο, που διεκδικούν το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας. Παρατηρούμε μια τετραμελή οικογένεια να ζει στο όριο της εξαθλίωσης, σε ένα άθλιο υπόγειο στην ανήλιαγη πλευρά της Σεούλ. Στον αντίποδα αυτής της εικόνας, υπάρχει μια άλλη τετραμελής οικογένεια που ζει σε μια έπαυλη σε μια πλούσια συνοικία της νοτιοκορεατικής μητρόπολης. Ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης προσεγγίζει την ψυχολογία των χαρακτήρων μέσα από το φάσμα των κοινωνικών ανισοτήτων και τα σκοτάδια του νεοφιλελευθερισμού και εμείς -ως θεατές- βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια παράδοξη αντιστροφή ρόλων που ταλαντεύεται ανάμεσα σε ταινία τρόμου και σάτιρα.

Η εφαρμογή της ψυχανάλυσης στα έργα τέχνης παραπέμπει αυτόματα σε μια νέα ανάγνωση των κειμένων και των εικόνων μέσω της γνώσης του «ασυνειδήτου». Αν θεωρήσουμε το σινεμά ως μία από τις μορφές τέχνης που μιλά κατεξοχήν για την ψυχανάλυση και αν οι ταινίες είναι ιδέες αποτυπωμένες σε εικόνες, τότε ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τους ήρωες των φετινών ταινιών και τις βίαιες εκφράσεις της ψυχοπαθολογίας τους αποκαλύπτει κάτι για εμάς τους ίδιους ως πολιτικά υποκείμενα.

Ιστορίες, πρωταγωνιστές, δημιουργοί και το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο ξαπλώνουν στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης -καθώς είναι πλέον κατεξοχήν μεταοιδιποδιακές φιγούρες- και θέτουν ερωτήματα που τίθενται καθημερινά στην κλινική πρακτική.

Στη μεγάλη οθόνη, φέτος, λαμβάνει χώρα μια ιδιότυπη εξέγερση του «ταπεινωμένου υποκειμένου» και τα φεστιβάλ κινηματογράφου δεν αγνοούν καθόλου αυτό το κινηματογραφικό φαινόμενο. Τουναντίον. Ακόμα και το Corpus Christi – οσκαρική υποψηφιότητα για Καλύτερη Ξένη Ταινία- πραγματεύεται την ανορθόδοξη διαδρομή ενός νεαρού παραβατικού ατόμου. Ο Πολωνός σκηνοθέτης Γιαν Κομάσα θίγει τη μετάβαση από τη θηριωδία στον εξανθρωπισμό, δείχνοντας, ωστόσο, πως η εξαπάτηση αποτελεί μονόδρομο στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο.

«Η απάτη ως κοινωνικός δεσμός»

Αν ανατρέξουμε στις περσινές ταινίες υποψήφιες για Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης, θα θυμηθούμε πως και οι βραβευμένοι «Κλέφτες καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε Εντα είχαν κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον να σημειώσουν για τον κοινωνικό δεσμό στις παρυφές της ιαπωνικής κοινωνίας. Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης καταδύθηκε στα άδυτα των ανθρώπινων δεσμών για να καταδείξει πως ακόμα και η απάτη μπορεί να συστήσει μια διάσταση οικογενειακού δεσμού όταν δεν απομείνει τίποτα άλλο για να συνδέσει τους ανθρώπους. Τα μέλη της φαμίλιας μπόρεσαν να ζήσουν ενωμένα χάρη στις μικροκλοπές. Κάτι ανάλογο είδαμε να συμβαίνει και στην ταινία «Καπερναούμ» -με οσκαρική υποψηφιότητα- της Ναντίν Λαμπάκι. Τα παιδιά περιφέρονται στις παραγκουπόλεις στις παρυφές της Βηρυτού δίχως φροντίδα και χαρτιά, σχεδόν αόρατα για το επίσημο κράτος.

Και για να πάψει να είναι κάποιος αόρατος, γίνεται βίαιος. Μέσα από τη βία, συνάπτεται, ενίοτε, κοινωνικός δεσμός.

Ο Τζόκερ μάς παίρνει από το χέρι και μας δείχνει την αλληλεπίδραση της κοινωνίας τόσο με τον ψυχικά ασθενή όσο και με τον κοινωνικά-οικονομικά περιθωριοποιημένο. Η έκφραση βίας πολιτικοποιείται και ψυχολογικοποιείται. Μέχρι που το «βίαιο πέρασμα στην πράξη» γίνεται θέαμα. Και εμείς ως θεατές συνένοχοι. Οι μάσκες βγαίνουν έξω από τη μεγάλη οθόνη και ο Τζόκερ γίνεται το νέο πρόσωπο των αστικών εξεγέρσεων. Από τις διαδηλώσεις στον Λίβανο κατά της διαφθοράς και των πολιτικών λιτότητας μέχρι τις εξεγέρσεις στο Χονγκ Κονγκ και τη Χιλή. Οι μάσκες του κλόουν κατακλύζουν τις διαδηλώσεις και γίνονται σύμβολο του ανώνυμου όχλου. Ο Τζόκερ μάς διδάσκει πως η τρέλα είναι πάντα βαθιά πολιτική. Οπως πολιτικό είναι ό,τι την τρέφει και ό,τι την ξορκίζει. Οπως το ψαλίδι στα δημόσια προγράμματα ψυχικής υγείας με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο Τζόκερ. Ανάλογη είναι η διαπίστωση βλέποντας τα Παράσιτα να καταφεύγουν στην πιο ακραία λύση για να ανατρέψουν τη μετανεωτερική τάξη πραγμάτων που έχει καταδικάσει τα σώματά τους να είναι παραταγμένα μέσα σε ένα πνιγηρό υπόγειο. Χωρίς δουλειά, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς φροντίδα υγείας και κυρίως… χωρίς σήμα στο κινητό τους, αφού εκεί κάτω… δεν πιάνει το wifi του πάνω κόσμου. Βασικό κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η «οσμή της φτώχειας» που σηματοδοτεί την ταξική ανισότητα. Η έκφραση αυτής της συνείδησης της διαφορετικής οσμής που έχει ποτίσει το δέρμα τους γίνεται η σπίθα που κλιμακώνει τη βία. Η παραβατικότητα τρέφεται, όταν οι άνθρωποι παραγκωνίζονται, και η ελπίδα συντρίβεται, ενώ δεν υπάρχει κανένα δίκτυο κοινωνικής προστασίας.

Μέσα από τη γραφή ενός σεναρίου αναπτύσσεται μια ψυχική οικονομία που αναδεικνύει τη σχέση μας με τον ταπεινωμένο Αλλο. Και αυτή η σχέση μεταξύ διαφορετικών Αλλων δεν μοιάζει να αφήνει αδιάφορο το Χόλιγουντ.

Κάτι διαφορετικό, λοιπόν, συμβαίνει στα Οσκαρ, στα βραβεία με τη μεγαλύτερη απήχηση στον χώρο του κινηματογράφου, γνωστά και για την αναπαραγωγή στερεοτύπων… Η κινηματογραφική αναπαράσταση των κοινωνικών ανισοτήτων έχει μπει για τα καλά στην ατζέντα τους. Σαν η εξέγερση του περιθωριοποιημένου υποκειμένου να είναι η βασική «απωθημένη επιθυμία» στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα