Το περίπλοκο και μεταβαλλόμενο πρόβλημα της ρύθμισης του Facebook

Όσοι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών να αντιδρούν έντονα σε κάθε πρόταση για αυστηροποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου, η έκκληση του Μαρκ Ζούκεμπεργκ το προηγούμενο σαββατοκύριακο για μεγαλύτερη κρατική επίβλεψη του διαδικτύου φαίνεται κάπως παράδοξη.

Ο διευθύνων σύμβουλος του Facebook πέταξε το γάντι λέγοντας πως αν ξεκινούσε από την αρχή, θα ζητούσε αυστηρό έλεγχο σε τέσσερα κομβικά πεδία:

  • Επιβλαβές υλικό: Θέλει γενικούς κανόνες και ορόσημα για τις σχετικές επιδόσεις των κοινωνικών εφαρμογών.
  • Ακεραιότητα εκλογών: Θέλει σαφείς κρατικούς ορισμούς για το συνιστά μια πολιτική διαφήμιση, ή μια διαφήμιση για πολιτικό ζήτημα
  • Ιδιωτικότητα: Θέλει παγκόσμιες ρυθμίσεις τύπου GDPR με δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στους παραβάτες.
  • Δυνατότητα μεταφοράς δεδομένων: Θέλει οι χρήστες να μπορούν να μεταφέρουν τις πληροφορίες τους από τη μία εφαρμογή στην άλλη.

Οι σχολιαστές καταδίκασαν γρήγορα την έκκληση του Ζούκεμπεργκ ως ιδιοτελή και κυνική, δεδομένων των αργών αντιδράσεων του Facebook στην αντιμετώπιση της εκμετάλλευσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Κάποιες όμως κυβερνήσεις τον παίρνουν στα σοβαρά, με τη Σιγκαπούρη να εισάγει νομοσχέδιο που ζητά από τις ιστοσελίδες (υποθέτουμε και του Facebook) να δημοσιεύουν διορθώσεις παράλληλα με «διαδικτυακές ανακρίβειες».

Σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αυτό θα «συμβάλει στη διασφάλιση του ότι οι διαδικτυακές ανακρίβειες δεν θα καταπνίξουν τον πραγματικό λόγο και τις ιδέες και δεν θα υπονομεύσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες και τη δημοκρατική κοινωνία». Το Υπουργείο μεταξύ άλλων θα «περικόψει τα κέρδη» των ιστοσελίδων που παραπληροφορούν.

Ζήτημα πρόβλεψης

Είναι όμως εφικτό κάποιος (πόσο μάλλον ο Ζούκεμπεργκ) να έχει προβλέψει από την αρχή ότι αυτά τα ζητήματα θα αποδειχθούν τόσο πιεστικά για το Facebook όσο αποδείχθηκαν το 2019;  Κι αυτό γιατί, αν κάποιος μπορούσε να το έχει προβλέψει, τότε σίγουρα κάποιος ρυθμιστής κάπου θα είχε ήδη παρέμβει για να προστατεύσει τους καταναλωτές.

Αν είμαστε ειλικρινείς, τότε πιθανότατα θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι, καθώς το διαδίκτυο και οι εφαρμογές που το χρησιμοποιούν έχουν εξελιχθεί, όλοι μας – συμπεριλαμβανομένου του Ζουκεμπέργκ – ως ένα βαθμό εξεπλάγησαν καθώς καθένα απ’ αυτά τα ζητήματα ανέκυψαν και κέρδισαν την προσοχή μας. Κατά κανόνα, όλοι μας είμαστε κακοί στο να προβλέπουμε το πώς θα εξελιχθούν οι νέες τεχνολογίες, πόσο μάλλον το πώς θα πρέπει να ρυθμιστούν.

Για παράδειγμα, το 2007, περίπου τρία χρόνια μετά τη γέννηση του Facebook ως μιας πλατφόρμας που συνέδεε τους φοιτητές του Χάρβαρντ, η προσοχή των μέσων ενημέρωσης επικεντρώθηκε περισσότερο στο ποιος ήταν – ή δεν ήταν – εγγεγραμμένος σ’ αυτό, παρά στη ρύθμισή του για τον περιορισμό πιθανών μελλοντικών αρνητικών επιπτώσεων. Παρεμπιπτόντως, ο βουλευτής Ντέιβιντ Μίλιμπαντ, η ραδιοφωνική παραγωγός Jo Whiley, ο ηθοποιός Ορλάντο Μπλουμ, η καλλιτέχνις Tracey Emin και ο ιδρυτής της Wikipedia, Jimmy Wales ήταν ανάμεσα στους επιβεβαιωμένους διάσημους Βρετανούς χρήστες του Facebook, αλλά ο λογαριασμός του «Πρίγκιπα Γουίλιαμ» δεν ήταν αυθεντικός.

Και παρά ένα πολύ εντυπωσιακό μπουγέλο που οργανώθηκε από flash-mob μέσω της ιστοσελίδας, κανείς δεν φαινόταν τότε να ζητά τη ρύθμισή του. Αντιθέτως, ήταν μια συναρπαστική νέα εφαρμογή που κέρδιζε την προσοχή μας συνδέοντας τους ανθρώπους κατά τρόπους με τους οποίους προηγουμένως δεν είχαν καν ονειρευτεί. Και το flash mob ήταν μια πλάκα, και όχι ένας οιωνός για μια μελλοντική, διαδικτυακά οργανωμένη, κοινωνική αναταραχή.

Περίπλοκο, προσαρμοστικό, εξαρτώμενο από τη μέχρι τώρα πορεία, και απρόβλεπτο

Αυτή είναι η πραγματικότητα των περίπλοκων προσαρμόσιμων συστημάτων – δεν μπορούμε να προβλέψουμε εύκολα εκ των προτέρων τι θα συμβεί, ή πώς να εξελιχθούν οι νέες τεχνολογίες, καθώς η αλληλεπίδραση αμέτρητων ατόμων θα πρέπει να συμβεί κατά συγκεκριμένους τρόπους προκειμένου το σύστημα να εξελιχθεί με τη μορφή που εξελίχθηκε. Αυτό περιλαμβάνει το πώς αντιδρούν οι καταναλωτές των υπηρεσιών, όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες και τα τρίτα μέρη.

Και ακόμη και αν οι προσδοκώμενες χρήσεις και τα αποτελέσματα εντέλει πραγματοποιηθούν, αυτό δεν συμβαίνει πάντα ακριβώς με τον τρόπο ή κατά τον χρόνο που αρχικά το φανταστήκαμε. Μολονότι ο Έντισον ονόμασε το 1887 την πρώτη τηλεφωνική συσκευή του «μουσικό τηλέφωνο» (musical telephone), καθώς οραματίστηκε τη χρήση του για τη διανομή ηχογραφημένης μουσικής σε κοινά, χρειάστηκαν σχεδόν 120 χρόνια για να τελειοποιηθεί αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο, υπό τη μορφή της χρήσης του iTunes και του iPhone από την Apple.

Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η σημερινή έκρηξη ενδιαφέροντος για την πιθανότητα της ρύθμισης αμφιλεγόμενου ζωντανού περιεχομένου βίντεο ανέκυψε τώρα μόνο διότι η πλατφόρμα χρησιμοποιήθηκε τον προηγούμενο μήνα για να μεταδώσει ζωντανά ένα φρικτό γεγονός. Μέχρι τότε, μόνο το αμφιλεγόμενο, το ψευδές και το παραπλανητικό περιεχόμενο προσέλκυε την προσοχή μας – και πάλι, κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα διαβόητα κακής χρήσης (όπως η Cambridge Analytica ή η πιθανή χειραγώγηση εκλογών).

Ποιος θα πρέπει να ρυθμιστεί;

Είναι ώρα να σταματήσουμε, να σκεφτούμε και να συζητήσουμε το αν και το πώς μπορούμε να προχωρήσουμε στην αντιμετώπιση κάποιων από τα αναδυόμενα χαρακτηριστικά του νέου διαδικτυακού οικοσυστήματος. Ο Ζούκεμπεργκ έκανε το τολμηρό βήμα να καταθέσει τη δική του οπτική στον δημόσιο διάλογο (σε ένα μπλογκ, θέλοντας ίσως να σηματοδοτήσει πως σήμερα έχουμε και νέους τρόπους να συζητάμε τα ζητήματα, χάρη στον τρόπο που έχει εξελιχθεί η τεχνολογία και οι εφαρμογές).

Οφείλουμε όμως όλοι να θυμόμαστε ότι κι εμείς είμαστε μέρους του συστήματος που μας έχει οδηγήσει τόσο στα θετικά, όσο και στα όχι και τόσο θετικά αποτελέσματα που έχουν ανακύψει. Δεν είναι μόνο το ότι ο Ζούκεμπεργκ απέτυχε να προβλέψει ή να αναλάβει δράσεις για να περιορίσει τα όχι και τόσο θετικά στοιχεία. Ούτε εμείς οι χρήστες το κάναμε αυτό. Το Facebook και το διαδίκτυο μας έχουν κάνει όλους εκδότες και συνεπώς όλοι έχουμε την ατομική ευθύνη για το αποτέλεσμα που ανεβάζουμε στις πλατφόρμες. Θα πρέπει λοιπόν το Facebook να ρυθμιστεί ως εκδότης; Ή θα πρέπει οι στόχοι της ρύθμισης να είναι όσοι δημιουργούν το περιεχόμενο;

Το Facebook διαφέρει από τα παραδοσιακά ειδησεογραφικά μέσα και τους εκδοτικούς οίκους που επιλέγουν και επιμελούνται το περιεχόμενο πριν αυτό δημοσιευτεί. Αυτή η έλλειψη επιλογής και επιμέλειας, και η υπηρεσία που παρέχει στους «καθημερινούς ανθρώπους» είναι μέρος της τεράστιας επιτυχίας του. Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι το μόνο που το Facebook υποσχέθηκε ποτέ να είναι (στην αρχική του μορφή) ήταν ένας πολύ αποτελεσματικός ταχυδρόμος. Εμείς συνεισφέραμε στο να το κάνουμε αυτό που έγινε μέσω των τρόπων με τους οποίους το χρησιμοποιούμε.

Και πώς;

Μπορεί στον διάλογο που θα διεξαχθεί να βρούμε κάποιους τρόπους ώστε το Facebook να συμβάλλει στον περιορισμό της διάδοσης αμφιλεγόμενου περιεχομένου. Πρώτα και κύρια όμως, η ευθύνη πέφτει στον δημιουργό του περιεχομένου. Ο Ζούκεμπεργκ έχει δίκιο να υποστηρίζει πως αν θέλουμε το Facebook να λειτουργεί ως αστυφύλακας, τότε χρειάζονται τουλάχιστον κάποιες κατευθυντήριες γραμμές, και ίσως μια εντολή παρέμβασης. Ο καθορισμός του περιεχομένου αυτών των κατευθυντήριων γραμμών και αυτής της εντολής μπορεί εντέλει να αφορά τις κοινωνίες και τις κυβερνήσεις τους, και όχι το Facebook.

Χρειάζεται όμως ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσουμε πως οτιδήποτε αποφασίσουμε σήμερα, εξ ορισμού δεν μπορεί να σταματήσει τις εκπλήξεις που ακόμη δεν έχουν εμφανιστεί κατά την ταυτόχρονη και απρόβλεπτη εξέλιξη των κοινωνιών και του διαδικτύου.

Ο Bronwyn Howell είναι εντεταλμένος ερευνητής στο American Enterprise Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Απριλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.

 

liberal.gr

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα