Site icon The Indicator

Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε αίτημα προανακριτικής για τα Τέμπη

Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ κατέθεσε αίτημα σύστασης Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά του πρώην υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κ. Καραμανλή, των πρώην υφυπουργών Ι. Κεφαλογιάννη, Γ. Καραγιάννη, Μ. Παπαδόπουλου, του πρώην Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Χ. Σπίρτζη και των πρώην υφυπουργών Μ. Χρυσοβελώνη, Ν. Μαυραγάνη και Αθ. Μωραΐτη για τη διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών τους σχετικά με το κακούργημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών (αρ. 291 ΠΚ).

Από τη μελέτη της δικογραφίας συνάγεται ότι τόσο οι υπηρεσιακοί παράγοντες όσο και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων είχαν κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει – όχι μόνο προφορικά αλλά και εγγράφως – την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ότι η κατάσταση του σιδηροδρόμου είναι τραγική, ότι υπάρχει μεγάλη έλλειψη προσωπικού και χρηματοδότησης, ότι δεν ανατάσσονται οι ζημιές εγκαίρως και πλήρως, ότι δεν έχουν εκτελεστεί τα απαραίτητα έργα για την ασφάλεια και ότι η κατάσταση αυτή εγκυμονεί κινδύνους σοβαρού ατυχήματος.

Επιπλέον, ήταν επίσης γνωστή υπηρεσιακά στην πολιτική ηγεσία η καθυστέρηση υλοποίησης της 717 και των λοιπών έργων, όπως της αποκατάστασης της τηλεδιοίκησης στην επίμαχη περιοχή, της σηματοδότησης και της εγκατάστασης του δικτύου GSM-R. Επίσης, τα χρόνια που προηγήθηκαν της τραγωδίας η συχνότητα των ατυχημάτων, εκτροχιασμών κλπ. είχε αυξηθεί επικίνδυνα και είχαν καταστεί πλέον τα διάφορα συμβάντα στοιχείο της καθημερινότητας.

Προκύπτουν, συνεπώς, σοβαρές ενδείξεις ότι ο Υπουργός και οι Υφυπουργοί Μεταφορών και Υποδομών, έχοντας σχετικές συναρμοδιότητες βάσει των δημοσιευμένων στο ΦΕΚ αποφάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων, αν και ήταν νόμιμα επιφορτισμένοι με το καθήκον εποπτείας και υλοποίησης της ασφάλειας της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, με πράξεις και παραλείψεις τους παραβίασαν ουσιώδη μέτρα ασφαλείας και παρέλειψαν να ενεργήσουν καθοριστικά για την ασφαλή λειτουργία της κυκλοφορίας παρότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αυτό.

Αυτό δηλαδή που τους αποδίδεται είναι ότι επέτρεψαν, εν γνώσει τους και έχοντας προειδοποιηθεί επανειλημμένα για τον κίνδυνο, τη συνέχιση λειτουργίας μίας αναντίλεκτα ανασφαλούς σιδηροδρομικής σύνδεσης στο τμήμα Λάρισας – Νέων Πόρων και ότι από τον κίνδυνο αυτό εντέλει προέκυψε η τραγωδία των Τεμπών.

Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της πρότασης του ΠΑΣΟΚ, «παρόλο που τελούσαν σε πλήρη γνώση, ενόψει της ιδιότητάς τους και των προεκτεθέντων στις οικείες θέσεις εγγράφων, του κινδύνου από την έλλειψη των ως δικλίδων ασφαλείας, όπως και των προπεριγραφόμενων ελλείψεων – παραλείψεων στην ασφάλεια της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας,(…) δεν μερίμνησαν για την πλήρη λειτουργία των ουσιωδών και κρίσιμων συστημάτων ασφαλείας, επικοινωνίας και διαχείρισης της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας επί του δικτύου του ΟΣΕ. Ομοίως δεν μερίμνησαν ώστε ο ΟΣΕ να προβαίνει σε έγκαιρο έλεγχο, επίβλεψη, συντήρηση, ανάταξη και αποκατάσταση βλαβών, προκειμένου να επιτυγχάνεται ασφαλής σιδηροδρομική κυκλοφορία επί του σιδηροδρομικού δικτύου».

Κατά τον κρίσιμο χρόνο (28-2-2023) και τόπο (επίδικο τμήμα Λάρισας – Ν. Πόρων), δεν τελούσε σε λειτουργία κανένα από τα ουσιώδη συστήματα ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, ούτε είχαν ληφθεί προληπτικά μέτρα ασφαλείας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας (2ος σταθμάρχης νυκτερινής βάρδιας, μείωση ταχύτητα αμαξοστοιχιών, θέσπιση νέου εθνικού κανόνα με το ανωτέρω περιεχόμενο), που θα απέτρεπαν τη σύγκρουση των αμαξοστοιχιών είτε συνδυαστικά είτε μεμονωμένα, είτε

α) μέσω της λειτουργίας της τηλεδιοίκησης του ΚΕΚ Λάρισας και της αμφίδρομης φωτοσήμανσης – σηματοδότησης της γραμμής

β) του συστήματος GSM-R

γ) μέσω της παρουσίας δεύτερου (2ου) σταθμάρχη στη βραδινή βάρδια του Σ. Σ. Λάρισας αντί ενός (1) μόνο, ο οποίος (2ος σταθμάρχης), όντας παρών στο σταθμαρχείο του σταθμού θα εντόπιζε έγκαιρα την ενέργεια του σταθμάρχη να θέσει αντίρροπα επί της γραμμής καθόδου την επιβατική αμαξοστοιχία κατά την έξοδό της από το Σ.Σ. Λάρισας και θα επενέβαινε προκειμένου αυτή να άμεσα ακινητοποιηθεί και να εισέλθει κανονικά στη γραμμή ανόδου

δ) μέσω της μειωμένης ταχύτητας που θα είχε οριστεί για την κίνηση των αμαξοστοιχιών με σχετική εγκύκλιο βραδυπορίας από τη Διεύθυνση Κυκλοφορίας του ΟΣΕ ΑΕ (άρθρα 76 – 77 ΓΚΚ) ενόψει της επικινδυνότητας της κίνησης συνεπεία των ως άνω ελλείψεων

ε) και με τη θέσπιση αναγκαίου Νέου Εθνικού Κανόνα, έστω ως προσωρινού προληπτικού μέτρου, λόγω του κατεπείγοντος, που θα λάμβανε υπόψη όλα τα παραπάνω δεδομένα και η εφαρμογή του θα διαμόρφωνε ασφαλείς συνθήκες σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, μεταξύ άλλων και στο επίδικο τμήμα (Λάρισα – Ν. Πόροι), όπου επισυνέβη το εν λόγω σιδηροδρομικό δυστύχημα.

Επιπλέον, στο αίτημα αναφέρεται ότι τα εν λόγω πολιτικά πρόσωπα τέλεσαν την κακουργηματική αυτή πράξη με ενδεχόμενο δόλο, καθώς «αντιλαμβάνονταν πλήρως και γνώριζαν τις διαταραχές στη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου και την επικινδυνότητα της αξιόποινης συμπεριφοράς τους, ήτοι της παράλειψής τους να αποτρέψουν την διατάραξη και τον εξ αυτής κίνδυνο αν και υποχρεούνταν προς τούτο, και, παρά τούτο, αδιαφόρησαν και επέμειναν στην τέλεση της πράξεως τους, ιδίως με τη μη έγκαιρη επέμβασή τους προς επίλυση των ως άνω προβλημάτων (αν και όφειλαν και μπορούσαν να το έχουν πράξει αυτό), αποδεχόμενοι προδήλως άπαντες τους κινδύνους από την ανασφαλή λειτουργία του δικτύου (ιδίως για άνθρωπο) και επιδεικνύοντας αμέλεια ως προς το τελικά επελθόν αποτέλεσμα των 57 ανθρωποκτονιών και πολλών σωματικών βλαβών (καθώς αν είχαν ενδεχόμενο δόλο ως προς αυτές θα στοιχειοθετούνταν πλέον όχι το προτεινόμενο έγκλημα διακινδύνευσης αλλά έγκλημα βλάβης, όπως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κ.ο.κ., περίπτωση που δεν συνιστά πρότασή μας και που δεν στηρίζεται κατά την κρίση μας στα μέχρι σήμερα τεθέντα υπόψη μας στοιχεία της δικογραφίας)».

Για την περίπτωση του Χρήστου Σπίρτζη και πρώην υφυπουργών του, σημειώνεται ότι η τραγική κατάσταση του σιδηροδρόμου, οι μεγάλες καθυστερήσεις στην εκτέλεση της σύμβασης 717 (η 1η παράταση δόθηκε στις 7/6/2016) και οι διάφορες προειδοποιήσεις, καθώς και η κατάργηση της δεύτερης θέσης σταθμάρχη κλπ. ξεκινούν ήδη από τη θητεία τους. Επί της αποσβεστικής προθεσμίας αναφέρεται ότι αρμόδιοι να αποφανθούν είναι η Βουλή και το Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ επιπρόσθετα η παρ.5 του άρθρου 86 Σ. δίνει τη δυνατότητα στο ίδιο το μέλος της κυβέρνησης με αίτησή του να ζητήσει τον έλεγχο της κατηγορίας από ειδική επιτροπή που μπορεί να συστήσει η Βουλή, διάταξη που δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί καν διαδικαστικά, αν δεν εισαχθεί πρώτα προς συζήτηση πρόταση 30 τουλάχιστον βουλευτών για τη σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης.

Exit mobile version