Τι σημαίνει η τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Ερντογάν

Φρένο στη Λιβύη, γκάζι στη Συρία. Αυτό σχηματικά είναι το μήνυμα που φέρεται να απέστειλε ο Ντόναλντ Τραμπ στον Τούρκο ομόλογό του, Ταγίπ Ερντογάν, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία τους την Κυριακή, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε σήμερα το Γραφείο Τύπου του Λευκού Οίκου.

“Ο πρόεδρος Τραμπ εξέφρασε την αναησυχία του για την βία στην Ίντλιμπ της Συρίας και ευχαρίστησε τον πρόεδρο Ερντογάν για τις προσπάθειες της Τουρκίας να αποτρέψει μιαν ανθρωπιστική καταστροφή. Ο Πρόεδρος Τραμπ εξέφρασε την επιθυμία των ΗΠΑ να δουν ένα τέλος στην υποστήριξη της Ρωσίας προς τις ωμότητες του καθεστώτος Άσαντ καθώς και μία πολιτική επίλυση της σύγκρουσης στη Συρία”, ανέφερε ο αναπληρωτής εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου και πρόσθεσε: “Ο πρόεδρος Τραμπ επανέλαβε επίσης ότι οι συνεχιζόμενες ξένες επεμβάσεις στη Λιβύη απλώς θα οδηγήσουν σε επιδείνωση της κατάστασης”.

Σε πρώτη ανάγνωση, η αναφορά σε “ξένες επεμβάσεις” έχει να κάνει με τη στήριξη του Εθνικού Λιβυκού Στρατού του Χαλίφα Χαφτάρ από τη Ρωσία και άλλες δυνάμεις, όμως δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την μεταφορά από την Τουρκία ενόπλων για την ενίσχυση της κυβέρνησης Σάρατζ στην Τρίπολη.

Πρόκειται προφανώς για μία προσπάθεια να προκαταληφθεί ο νέος γύρος διαβουλεύσεων σε επίπεδο διευρυμένων αντιπροσωπειών που έχουν σήμερα στη Μόσχα η τουρκική και η ρωσική πλευρά και να ενθαρρυνθεί ο Ερντογάν στην τήρηση αδιάλλακτης στάσης.

Άλλωστε, είναι οι προηγηθείσες επισκέψεις στην Άγκυρα του στρατιωτικού διοικητή του ΝΑΤΟ Τοντ Ουόλτερς και του ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ για τη Συρία Τζέφρι Τζέφρις που ενέπνευσαν στην τουρκική ηγεσία την ορμή να αντιπαρατεθεί κατά μέτωπο στις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις που συνεχίζουν την προέλασή τους εντός του ανταρτοκρατούμενου θύλακα της Ίντλιμπ.

Η αναζωπύρωση της ρητορικής απονομιμοποίησης της συριακής κυβέρνησης, σε μία συγκυρία κατά την οποία αυτή ξεκαθαρίζει την εικόνα επί του εδάφους, έχει βεβαίως τη σημασία της για όσους επιθυμούν παράταση της κρίσης στη Συρία και πάντως όχι τον τερματισμό της με τον τρόπο που προδιαγράφουν οι στρατιωτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών. Κυρίως όμως η Ουάσιγκτον διακρίνει ένα “παράθυρο ευκαιρίας” ώστε να επαναπροσεγγίσει την Άγκυρα, αξιοποιώντας τις τριβές στη σχέση της με την προστάτιδα του Άσαντ Ρωσία.

Αλλά και από την πλευρά της Τουρκίας καταβάλλονται αντίστοιχες προσπάθειες, αν κρίνουμε από την “αποστολή γοητείας” που ανέλαβε την προηγούμενη εβδομάδα στην αμερικανική πρωτεύουσα αντιπροσωπεία Τούρκων κοινοβουλευτικών υπό τον Βολκάν Μπεζκίρ, πρόεδρο της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και μέλος του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, με κύριο στόχο την αποτροπή της απειλής επιβολής αμερικανικών κυρώσεων για την προμήθεια από την Άγκυρα των ρωσικών συστημάτων S-400.

Το σημερινό ραντεβού στη Μόσχα φρόντισαν όμως να προκαταλάβουν και οι δυνάμεις της Δαμασκού, καταλαμβάνοντας την Κυριακή 20 χωριά στη ανατολικά του Χαλεπίου, ώστε να θέσουν την συμπρωτεύουσα της Συρίας εκτός του βεληνεκούς των όλμων των ανταρτών. Πρόκειται για μία επιχείρηση μεγάλης ουσιαστικής και συμβολικής σημασίας, η οποία ασφαλώς δεν θα μπορούσε να ευοδωθεί χωρίς ρωσική υποστήριξη στο επίπεδο των πληροφοριών και του σχεδιασμού.

Παρ’ όλα αυτά, ο υπό πίεση διάλογος που προτείνει η Ρωσία στην Τουρκία έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από τα ενθαρρυντικά λόγια του Ντόναλντ Τραμπ. Όχι μόνο γιατί γιατί η ρωσική πλευρά έχει μεγαλύτερη ευχέρεια να υποστηρίξει δια στρατιωτικής χειρός τις απόψεις της για την περιοχή, αλλά και γιατί η αντιφατική θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ταγίπ Ερντογάν καθιστά την κατάπαυση του πυρός άμεση προτεραιότητα.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα