Τι σημαίνει η συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν για τη Λιβύη

Η διάθεση συνεργασίας θα υπερισχύει των επιμέρους διαφωνιών. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της χθεσινής συνάντησης των προέδρων της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν και της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν στην Κωνσταντινούπολη, που πραγματοποιήθηκε στο φόντο σημαντικών τριβών των δύο πλευρών σε ό,τι αφορά την κατάσταση στην Λιβύη και την Συρία.

Τα πλεονεκτήματα της ανάδειξης των συγκλίσεων έναντι των αποκλίσεων τα καθιστούσε ούτως ή άλλως ορατά η άμεση αφορμή της συνάντησης, ήτοι η τελετή των εγκαινίων του αγωγού Turkish Stream, ο οποίος από τη μία απαντά στις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αλλά ενεργειακά εξαρτημένης τουρκικής οικονομίας για αξιόπιστες (και κατά προτίμηση μη μεσανατολικές) πηγές τροφοδοσίας και από την άλλη ολοκληρώνει το σχέδιο παράκαμψης των προσκομμάτων (του τύπου της ουκρανικής κρίσης) που οι Αμερικανοί γεωπολιτικοί ανταγωνιστές επιχειρούν να ορθώσουν απέναντι στις ρωσικές εξαγωγές φυσικού αερίου. Υπενθυμίζεται ότι ο Turkish Stream συναπαρτίζει, μαζί με τον (υπό αμερικανικές κυρώσεις τελούντα πλέον) NordStream2 προς Γερμανία και τον Power of Siberia προς Κίνα μια τριάδα αγωγών κορυφαίας σημασίας.

Άλλωστε στη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης οι δύο πλευρές προσήλθαν έχοντας ενισχύσει τη θέση τους. Ο μεν Πούτιν είχε ως προηγούμενο σταθμό του την Συρία, όπου συνεόρτασε τα Χριστούγεννα (κατά το ρωσικό εροτολόγιο) με τους Ρώσους στρατιώτες που υπηρετούν εκεί και έγινε δεκτός από τον Μπασάρ αλ Άσαντ, σε ένα κλίμα “νίκης” έναντι των κοινών εχθρών και “επιστροφής στην κανονικότητα”, σαν να μην παρακολουθούσε την ίδια ώρα το διεθνές ακροατήριο με κομμένη την ανάσα τα όσα απειλούνταν από τη σύγκρουση ΗΠΑ και Ιράν επί ιρανικού εδάφους.

Ο δε Ερντογάν, είχε την ικανοποίηση, ακριβώς λόγω αυτών των περιφερειακών εξελίξεων, να βλέπει την Τουρκία να αναδεικνύεται σε συνομιλητή της Δύσης και δη της Ευρώπης, η οποία βγαίνει με συμβολικούς και πραγματικούς όρους ταπεινωμένη από τις εξελίξεις – ιδίως από την καταρράκωση της διεθνούς συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την οποία κατεξοχήν διαπραγματεύτηκαν και στήριξαν οι “τρεις μεγάλοι” της Ευρώπης.

Το να ανταγωνίζεται κανείς ταυτοχρόνως την Τουρκία και το Ιράν είναι λογικά άτοπο – εξ ού και οι αντιστάσεις του διεθνούς παράγοντα προς τις τουρκικές βλέψεις στη Μεσόγειο αμβλύνονται.

Είτε ήταν είτε δεν ήταν μπλόφα, η απειλή αποστολής τουρκικών στρατευμάτων στη Λιβύη απέδωσε – όσο και αν αυτή αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι περιορίζεται στην αποστολή 35 στελεχών που δεν θα συμμετέχουν σε εχθροπραξίες.

Το μείζον για τον Ερντογάν ήταν να μην χάσει η Τουρκία το πολιτικό της αποτύπωμα στη Λιβύη από ενδεχόμενη έξωση της κυβέρνησης Σαράτζ στην Τρίπολη, ενόσω οι αντίπαλες δυνάμεις του (φίλου της Ρωσίας) στρατηγού Χάφταρ προωθούνται, όπως έδειξε και η είσοδός τους στην Σύρτη.

Εξ ού και η τουρκική ρητορική έχει πλέον προσαρμοσθεί στην ανάγκη εξεύρεσης συμβιβαστικής πολιτικής λύσης στην λιβυκή κρίση – με ορόσημο την επικείμενη Διάσκεψη του Βερολίνου, στην οποία έχει κληθεί η Τουρκία (αλλά όχι ακόμη η Ελλάδα).

Με την ευρωπαϊκή πλευρά να αγωνιά να κρατήσει υπό έλεγχο το λιβυκό μέτωπο, να διατηρήσει τις προσβάσεις της στην περιοχή και να εξομαλύνει τους δικούς της ανταγωνισμούς (λ.χ. Ιταλίας και Γαλλίας), ο Ερντογάν προωθείται ως ένας παίκτης (άλλοτε απειλητικός και άλλοτε πρόθυμος να “διευκολύνει”) που δεν μπορεί να παρακαμφθεί.

Σε αυτό το πλαίσιο, η εξομάλυνση των διαφορών με τον Πούτιν, εμφανίζει την Τουρκία και τη Ρωσία ως τους πραγματικούς εγγυητές της επιχειρούμενης σταθεροποίησης της Λιβύης – ένα βήμα πιο μπροστά από την ευρωπαϊκή διπλωματία.

Το κοινό “τελεσίγραφο” Πούτιν-Ερντογάν προς τους αντιμαχόμενους στη Λιβύη να τερματίσουν τις εχθροπραξίες, δείχνει ότι οι δύο πλευρές θα επιχειρήσουν να επαναλάβουν σε βορειοαφρικανικό αυτή τη φορά έδαφος το πείραμα της “συνεργασίας παρά τον ανταγωνισμό” που δοκίμασαν στη Συρία.

Άλλωστε στο συριακό μέτωπο η Τουρκία εξασφάλισε (και με ρωσική συνδρομή) το κρισιμότερο για αυτήν: την απώθηση του κουρδικού κινδύνου. Το ενδεχόμενο ήττας των ανταρτών φίλων της στον θύλακα της Ίντλιμπ, που περισφίγγουν στρατιωτικά οι δυνάμεις του Άσαντ, είναι κάτι που μπορεί να ανεχθεί – πόσω μάλλον που πολλοί από αυτούς τους αντάρτες μετακινούνται ήδη προς τη Λιβύη και που η Άγκυρα διαπραγματεύεται άλλα ανταλλάγματα αλλού.

capital.gr

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα