Τι δείχνει η “ακτινογραφία” των τραπεζών για το 2019

Αυξημένη λειτουργική κερδοφορία, ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια, βελτίωση της ρευστότητας και μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους κατά 10,6 δισ. ευρώ, στα 71,2 δισ. ευρώ (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία εννεαμήνου), πέτυχαν οι τράπεζες το 2019.

Όπως αποτυπώνονται στην ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ, με βάση τα στοιχεία μέχρι και το γ΄ τρίμηνο 2019, οι κύριες εξελίξεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα είναι οι εξής:

1) η αυξημένη λειτουργική κερδοφορία σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2018, η οποία στηρίχθηκε, ωστόσο, σε σημαντικό βαθμό σε μη επαναλαμβανόμενα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις,

2) η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε ικανοποιητικά επίπεδα,

3) η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των τραπεζών, και

4) η περαιτέρω αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο, ωστόσο, παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Θετική εξέλιξη για τη μείωση των NPEs αποτελεί η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχεδίου “Ηρακλής” της κυβέρνησης. Πρόκειται για το πρώτο βήμα συστημικής αντιμετώπισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων, το οποίο, σύμφωνα με την ΤτΕ αλλά και σχετικές δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρα, θα πρέπει να συμπληρωθεί μελλοντικά και από άλλες λύσεις.

Κέρδη, έσοδα και έξοδα

Την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019 τα καθαρά έσοδα των τραπεζών (λειτουργικά έσοδα μείον λειτουργικά έξοδα) εμφάνισαν άνοδο και τα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν σημαντικά. Οι εξελίξεις αυτές οφείλονται, ωστόσο, σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση των κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις και άλλων μη επαναλαμβανόμενων εσόδων καθώς και στην περαιτέρω συγκράτηση των εξόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα από τοκοφόρες εργασίες, τα οποία αποτελούν τα 3/4 περίπου των λειτουργικών εσόδων (έναντι 58% περίπου κατά μέσο όρο στην ΕΕ), συνέχισαν να μειώνονται, κυρίως εξαιτίας της συρρίκνωσης του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.

Επίσης, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες εμφάνισαν μικρή μείωση σε ετήσια βάση και αποτελούν περίπου το 15% των εσόδων των ελληνικών τραπεζών (τρίτο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, όπου ο μέσος όρος είναι διπλάσιος του ελληνικού).

Όσον αφορά τα έξοδα, συνεχίστηκε η προσπάθεια για περαιτέρω μείωση του λειτουργικού κόστους μέσω εξορθολογισμού του δικτύου καταστημάτων και περιστολής των γενικών διοικητικών εξόδων. Ως  αποτέλεσμα, ο λόγος εξόδων προς έσοδα των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκε στο 50,9%, επίδοση σημαντικά καλύτερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου (64%).

Μειωμένες ήταν οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο που σχημάτισαν οι τράπεζες στο εννεάμηνο, εξέλιξη που ήταν αποτέλεσμα της μείωσης των κόκκινων δανείων. Αντίθετα, αυξημένες ήταν οι λοιπές ζημίες απομείωσης.

Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων και κεφαλαιακή επάρκεια

Ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων ανήλθε σε περίπου 2% (δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, όπου ο μέσος όρος ανέρχεται σε 7%).

Σημειώνεται, πάντως ότι η κερδοφορία είναι ένα γενικότερο πρόβλημα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, εκ των οποίων περίπου το 1/3 εμφανίζει δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων κάτω από 5% και το 90% εμφανίζει δείκτη κάτω από 10%.

Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας των ελληνικών τραπεζών σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,9% και 16,9% αντίστοιχα). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζικών ομίλων κατά 8,6% το εννεάμηνο του 2019, λόγω:

α) της συγχώνευσης της Grivalia Properties Ανώνυμης Εταιρείας Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία με την τράπεζα Eurobank-Ergasias Α.Ε.,

β) της έκδοσης ομολογιών μειωμένης εξασφάλισης που προσμετρούνται στα ίδια κεφάλαια κατηγορίας 2 (Tier 2),

γ) της καταγραφής κερδών μετά από φόρους, και

δ) του υψηλότερου αποθέματος ομολόγων που αποτιμώνται στην εύλογη αξία μέσω των λοιπών συνολικών εσόδων και καταχωρούνται στην καθαρή θέση (FVTOCI).

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα