Site icon The Indicator

Τέλος στη μονιμότητα στο Δημόσιο- Τι δήλωσε ο Κ.Μητσοτάκης

Η συζήτηση για την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο τις τελευταίες ημέρες, με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να σηματοδοτούν μια σαφή πολιτική βούληση για ριζική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Με φόντο την επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, το ενδεχόμενο να αρθεί η κατοχύρωση της μονιμότητας για τους δημοσίους υπαλλήλους τίθεται πλέον ανοιχτά στο τραπέζι.

Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΣΚΑΪ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε την ανάγκη θεσμικών αλλαγών που θα επιτρέπουν την αξιολόγηση και λογοδοσία στη δημόσια διοίκηση. Υπογράμμισε ότι η μονιμότητα δεν μπορεί πλέον να αποτελεί «δύναμη αδράνειας» και πως «ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε το άρθρο 103 του Συντάγματος», το οποίο κατοχυρώνει τη μονιμότητα στο Δημόσιο.

Όπως ανέφερε, «η Νέα Δημοκρατία θα εισηγηθεί την αλλαγή αυτή και θα αφορά όλους τους υπαλλήλους – υφιστάμενους και νέους». Η αλλαγή, όπως εξήγησε, δεν είναι απλώς συμβολική: στοχεύει στη θεσμοθέτηση ενός συστήματος απομάκρυνσης ανεπαρκών υπαλλήλων, στη βάση αξιολόγησης της απόδοσής τους.

Ο πρωθυπουργός στάθηκε ιδιαίτερα στο σύστημα αξιολόγησης, χαρακτηρίζοντάς το ως βασικό εργαλείο για την αναβάθμιση του Δημοσίου. Επέκρινε τις πρακτικές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας ότι «το 97% των αξιολογήσεων ήταν άριστες», κάτι που δείχνει, κατά την άποψή του, έλλειψη αξιοπιστίας και ουσιαστικού ελέγχου.

Παράλληλα, υπενθύμισε ότι η κυβέρνησή του ήταν η πρώτη που θέσπισε μπόνους αποδοτικότητας, διαθέτοντας 40 εκατομμύρια ευρώ φέτος για αυτόν τον σκοπό. Με αυτό το μέτρο επιδιώκεται η επιβράβευση των υπαλλήλων που αποδίδουν αποτελεσματικά, δημιουργώντας κίνητρα παραγωγικότητας στο Δημόσιο.

Η άρση της μονιμότητας δεν μπορεί να γίνει χωρίς τροποποίηση του άρθρου 103 του Συντάγματος. Η διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία (180 ψήφοι), γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη συναίνεση ή τη στήριξη και άλλων κομμάτων πέραν της ΝΔ.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνώρισε τη θεσμική πολυπλοκότητα της διαδικασίας, τονίζοντας πως η αλλαγή θα πρέπει να συζητηθεί στο πλαίσιο της συνολικής συνταγματικής αναθεώρησης, κάτι που είχε αποπειραθεί ξανά η ΝΔ πριν από περίπου 20 χρόνια, χωρίς επιτυχία λόγω της αντίδρασης των υπολοίπων κομμάτων.

Αξιοσημείωτο είναι ότι σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, μεγάλο ποσοστό των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων τάσσεται υπέρ της κατάργησης της μονιμότητας, εφόσον αυτή συνοδεύεται από αξιοκρατικά και διαφανή συστήματα αξιολόγησης. Αυτό το στοιχείο ενισχύει την κυβερνητική ρητορική περί ανάγκης εκσυγχρονισμού του κράτους, αλλά δεν αναιρεί τις πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις που αναμένονται, ειδικά από την αντιπολίτευση και τα συνδικάτα.

Πανεπιστημιακή ασφάλεια και αξιολόγηση εκπαιδευτικών

Στην ίδια συνέντευξη, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην ασφάλεια στα Πανεπιστήμια, υποστηρίζοντας ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί και δεν υπάρχουν πλέον ενεργές καταλήψεις εντός campus. Αν υπάρξουν, δήλωσε, αυτές θα διαλυθούν, ενώ τόνισε την υποχρέωση των πρυτανικών αρχών να καταρτίσουν πρωτόκολλα ασφαλείας.

Όσον αφορά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, δήλωσε ότι είναι αδιανόητο να την αρνούνται και ότι θα υπάρξουν κυρώσεις για όσους δεν συμμετέχουν στη διαδικασία.

Η συζήτηση για την άρση της μονιμότητας συνδέεται με ένα ευρύτερο σχέδιο μεταρρύθμισης του Δημοσίου, που περιλαμβάνει αξιολόγηση, λογοδοσία, επιβράβευση των ικανών και απομάκρυνση των ανεπαρκών. Η προαναγγελία της συνταγματικής αλλαγής λειτουργεί ταυτόχρονα ως πολιτικό μήνυμα αποφασιστικότητας και ως τεστ θεσμικής ωριμότητας.

Από την άλλη, παραμένει ζητούμενο αν η εφαρμογή ενός νέου καθεστώτος απασχόλησης στο Δημόσιο μπορεί να προστατεύσει επαρκώς τους υπαλλήλους από πολιτικές παρεμβάσεις, πελατειακές σχέσεις και αυθαιρεσίες — στοιχεία που η μονιμότητα επιχείρησε αρχικά να αποτρέψει.

Η πρόταση για κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο δεν είναι μια απλή διοικητική μεταρρύθμιση. Συνιστά βαθιά πολιτική και θεσμική τομή με σαφείς κοινωνικές, νομικές και ιστορικές διαστάσεις. Αν η κυβέρνηση επιδιώκει να την υλοποιήσει, θα χρειαστεί όχι μόνο κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά και πολιτική πειθώ και κοινωνική συναίνεση. Η επόμενη φάση της συζήτησης αναμένεται να είναι έντονη — και κρίσιμη για το μέλλον της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα.

Exit mobile version