Τεχνολογικές απώλειες στη Wall στη σκιά “υφεσιακών σύννεφων”

Την τρίτη του διαδοχική συνεδρίαση απωλειών ολοκλήρωσε σήμερα ο Nasdaq καθώς τα “υφεσιακά σύννεφα” που φέρνουν τα μακροοικονομικά στοιχεία ώθησαν τους επενδυτές να μετατοπιστούν προς πιο “αμυντικούς” κλάδους.

Ειδικότερα ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έκλεισε στις 33.482 μονάδες με μικρή άνοδο 0,24% ή 80 μονάδων, ωστόσο ο διευρυμένος S&P 500 υποχώρησε κατά 0,26% στις 4.089 μονάδες και όπως προαναφέρθηκε ο Nasdaq σημείωσε σημαντικές απώλειες 1,07% που τον οδήγησαν στις 11.996 μονάδες.

Η υψηλή κεφαλαιοποίηση του Dow οφείλει το θετικό πρόσημο σε μεγάλο βαθμό στη Johnson & Johnson και το άλμα 4,5% που σημείωσε μετά τον διακανονισμό 8,9 δισ. δολαρίων για την επίλυση μηνύσεων που έκανα, ενώ οι “αμυντικές” UnitedHealth και Merck συνεπικούρησαν με +3,4% και +2,9% αντίστοιχα.

Αντίθετα, με την ανησυχίες για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας να εντείνονται, τα τεχνολογικά μεγαθήρια της κεφαλαιοποίησης βρέθηκαν στο επίκεντρο των ρευστοποιήσεων, με την Apple στο -1,1%, τη Microsoft στο -1%, την Amazon στο -2,7%, τη Meta στο -1,5% και την Tesla στο -3,7%.

Στο επίκεντρο της προσοχή των επενδυτών εστίασε χτες και σήμερα στην αγορά εργασίας έπειτα από δύο εκθέσεις που έδειξαν ότι αρχίζει να περιορίζεται η στενότητα των τελευταίων πολλών μηνών.

Συγκεκριμένα, όπως έγινε γνωστό χτες, οι κενές θέσεις υποχώρησαν το τέλος του Φεβρουαρίου κατά 632.000 στις 9,9 εκατ. καταγράφοντας το χαμηλότερο επίπεδο τους από τον Μάιο του 2021.

Παρόμοια ήταν η τάση και στην έρευνα της ADP που δημοσιεύθηκε σήμερα και έδειξε ότι οι θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 145.000, πολύ χαμηλότερα από τις 200.000 θέσεις που περίμεναν οι αναλυτές αλλά και τις 261.000 νέες θέσεις του Ιανουαρίου (αρχική μέτρηση στις 242.000).

Η εξέλιξη που δείχνουν τα στοιχεία ήταν από μία άποψη κάτι που ουσιαστικά προσδοκούσαν οι επενδυτές, καθώς ισχυροποιεί τη θέση ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα βλέπει πλέον την επιβράδυνση που ήθελε να δει στην αγορά εργασίας (προκειμένου να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό) και αυτό θα την οδηγήσει στο τέλος των αυξήσεων των επιτοκίων της.

Ωστόσο, την ίδια ώρα επαναφέρει στο τραπέζι το ενδεχόμενο επικείμενης ύφεσης. Άλλωστε, όπως έγινε γνωστό επίσης σήμερα, το βαρόμετρο επιχειρηματικών συνθηκών του ISM για τον κλάδο των υπηρεσιών υποχώρησε έντονα στο 51,2% τον Μάρτιο από το 55,1% του προηγούμενου μήνα.

Ο CEO της InfraCap Τζέι Χάτφιλντ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι “μπορεί να έχουμε περάσει από την αντίληψη ότι τα “κακά νέα είναι καλά νέα” στο ότι “τα κακά νέα είναι κακά νέα” πλέον”, προσθέτοντας ότι “ο φόβος για μία ύφεση είναι το κυρίαρχο θέμα”.

Όπως δείχνουν άλλωστε και τα στα σχετικά futures, η αγορά στοιχηματίζει κατά 61% ότι μέχρι τα τέλη Ιουλίου η Fed θα μειώσει τα επιτόκιά της από τα τρέχοντα επίπεδα.

Πριν τα τελευταία μακροοικονομικά σήμερα βέβαια, η πρόεδρος της Fed του Κλήβελαντ Λορέτα Μέστερ είχε εκφράσει τη θέση ότι η Κεντρική Τράπεζα θα χρειαστεί να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια ώστε να περιοριστεί ο πληθωρισμός.

Από την πλευρά του ο Κομάλ Σρι-Κούμαρ, πρόεδρος της Sri-Kumar Global σημείωσε το CNBC ότι αμφιβάλλει κατά πόσον η Fed θα μπορέσει να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια και να τα διατηρήσει σε τόσο υψηλά επίπεδα, έπειτα από την κατάρρευση δύο περιφερειακών τραπεζών τον περασμένο μήνα.

“Είχαμε ήδη ένα πιστωτικό γεγονός υπό τη μορφή της τραπεζικής κρίσης. Τους επόμενους τρεις έως τέσσερις μήνες πιστεύω ότι θα έχουμε ένα άλλο πιστωτικό γεγονός που θα έρθει από κάπου και νομίζω ότι η Fed θα λυγίσει και θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια πριν από το τέλος του έτους”, είπε.

Τέλος, στα υπόλοιπα μακροοικονομικά νέα της ημέρας, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ διευρύνθηκε για τρίτο διαδοχικό μήνα το Φεβρουάριο, κατά 2,7% στα 70,5 δισ. δολ. ξεπερνώντας σημαντικά τη μέση εκτίμηση των αναλυτών για 68,8 δισ. δολ.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα