

Πολύ συζήτηση έγινε τις τελευταίες μέρες για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη χώρα μας, και την τιμολογιακή πολιτική των τραπεζικών ιδφρυμάτων.Μία συζήτηση η οποία εξελίχθηκε σε σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση, και οδήγησε την κυβέρνηση στη λήψη μιας σειράς μέτρων σε ότι αφορά τις προμήθειες των τραπεζών.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Η αλήθεια είναι ότι, όπως επεσήμανε σε πρόσφατη σχετική ανάλυση το ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ, παρά τη σαφή πρόοδο της λειτουργίας και των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος αλλά και των ελεγκτικών μηχανισμών, παρατηρούνται αρκετές αρρυθμίες κατά τη διαδικασία μεταφοράς ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Πράγματι υπάρχουν ζητήματα που έχουν να κάνουν με το σχετικά μεγάλο επιτοκιακό περιθώριο μεταξύ καταθέσεων και δανείων, αλλά και με τις προμήθειες που χρεώνουν οι τράπεζες σε μια σειρά συναλλαγών. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε που βρισκόμασταν, και που είμαστε σήμερα, για να δούμε ποια είναι η πραγματικότητα.
Μην ξεχνάμε ότι οι ελληνικές τράπεζες ταλαιπωρήθηκαν και αυτές από την πολυετή δημοσιονομική κρίση της περιοδου 2010-2019, και από τις επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών που εφαρμόστηκαν. Υπενθυμίζουμε ότι τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους «κουρεύτηκαν» και χρειάστηκαν τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις για να μπορέσουν να παραμείνουν σε λειτουργία. Όπως λοιπόν και οι υπόλοιποι τομείς της ελληνικής οικονομίας, έτσι και οι τράπεζες εξακολουθούν να βρίσκονται στο στάδιο της “ανάρρωσης” από τις συνέπειες της κρίσης.
Το άλλο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την ευρωστία των ελληνικών τραπεζών. Αλλά και οι προοπτικές του τραπεζικού τομέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία με τη σειρά της επηρεάζεται και από τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Τυχόν χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να έχει δυσμενείς επιδράσεις τόσο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο.
Για παράδειγμα, οι υφιστάμενες υψηλές αποτιμήσεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων εντείνουν τον κίνδυνο απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, ο υψηλός βαθμός διασύνδεσης του κρατικού, εταιρικού και του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διεθνές επίπεδο προκαλεί ανησυχία. Επιπρόσθετα,η σταδιακή αποκλιμάκωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την οργανική κερδοφορία των τραπεζών, ιδίως στην περίπτωση που δεν πετύχουν τους στόχους τους για την πιστωτική επέκταση. Ταυτόχρονα, παραμένει η πρόκληση της οριστικής εκκαθάρισης του αποθέματος των εναπομεινάντων μη εξυπηρετούμενων δανείων και της σύγκλισης του σχετικού δείκτη με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς και η ανάγκη για αντιμετώπιση των προκλήσεων που πρόσφατα έχουν αναδυθεί, όπως η κλιματική κρίση και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων.
Προς το παρόν, τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών βελτιώθηκαν περαιτέρω το εννεάμηνο του 2024. Συγκεκριμένα, οι δείκτες ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου βελτιώθηκαν, ενώ η κερδοφορία των τραπεζικών ομίλων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη σε ετήσια βάση. Σε αυτό συνετέλεσαν, μεταξύ άλλων, η καλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία το 2023.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η κερδοφορία σε επίπεδο τραπεζικού τομέα παρέμεινε το εννεάμηνο του 2024 σχεδόν αμετάβλητη σε ετήσια βάση, καθώς η βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας λόγω της ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες αντισταθμίστηκε από την αύξηση των προβλέψεων, η οποία οφείλεται κυρίως στην εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου της Τράπεζας Αττικής. Και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών βελτιώθηκαν σημαντικά. Εντούτοις σημειώνεται ότι, τα εποπτικά ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων εξακολουθούν να απαρτίζονται κατά 40% από οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.
Τέλος, σε ότι αφορά το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών υποχώρησε το τρέχον έτος, σε συνέπεια με τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ και την παρατηρηθείσα αποκλιμάκωση του κόστους αναχρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές κεφαλαίων και ομολόγων. Ειδικότερα, τα επιτόκια στις περισσότερες κατηγορίες τραπεζικών χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις κατέγραψαν τάσεις σταθεροποίησης ή και υποχώρησης, με αποτέλεσμα το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα επιχειρηματικά δάνεια τακτής λήξης να μειωθεί κατά μέσο όρο το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου σε 5,5% (μέση τιμή του 2023: 5,8%).
Σχετικά Νέα
Ανατριχίλα! Η στιγμή που ανοίγουν τον τάφο του Ιησού Χριστού
«Έχω μείνει άφωνος. Τα γόνατά μου τρέμουν, γιατί δεν πίστευα ποτέ ότι θα έρθει.
Ο Πούτιν παρακολούθησε τη λειτουργία της Ανάστασης αφού κήρυξε εκεχειρία στην Ουκρανία
Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο δήμαρχος της Μόσχας Σεργκέι Σομπιάνιν παρακολούθησαν μαζί με.
Καιρός: Με υψηλές θερμοκρασίες το σούβλισμα του οβελία
Με καλοκαιρία, χαμηλές εντάσεις ανέμων και σχετικά υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες θα γιορτάσουμε.
Συνάντηση του προέδρου της Συρίας με ένα μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του αμερικανικού Κογκρέσου
Ο μεταβατικός πρόεδρος της Συρίας Άχμεντ αλ Σάρα συναντήθηκε στη Δαμασκό με ένα μέλος.