ΣΥΡΙΖΑ: Τα απομεινάρια μιας δύσκολης εκλογικής μέρας

Η επομένη των ευρωεκλογών βρίσκει τον ΣΥΡΙΖΑ να υπολείπεται σημαντικά στην κούρσα για τις επικείμενες εθνικές εκλογές, έχοντας χάσει κατά κράτος στο «πρώτο ημίχρονο», με τη διαφορά των 9,5 μονάδων να έχει προκαλέσει ισχυρό σοκ σε βουλευτές, κομματικά στελέχη και μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος.

Της Γεωργίας Σαδανά

Στα πρώτα εικοσιτετράωρα μετά την εκλογική ήττα και με τον χάρτη της Ελλάδας να έχει βαφτεί μπλε, τα ισχνά αντανακλαστικά του Μεγάρου Μαξίμου και της Κουμουνδούρου απέναντι στην αμείλικτη γλώσσα των αριθμών επέτειναν την αγωνία για το αύριο και βύθισαν ακόμη πιο βαθιά τους πρωταγωνιστές της κυβερνητικής τετραετίας στον προβληματισμό.

Παρά τις μαραθώνιες κομματικές συνεδριάσεις και τις «τονωτικές ενέσεις» για αναπτέρωση του ηθικού από την πλευρά των πιο ψύχραιμων στελεχών, οι ρίζες του κακού βρίσκονται βαθιά, ενώ φαίνεται να απασχολούν σχεδόν ολοκληρωτικά όσους πίστεψαν ότι το εγχείρημα της «πρώτη φορά Αριστεράς» είχε ήδη εμπεδωθεί νομοτελειακά σε «κάθε φορά Αριστερά». Μόνο που η κανονικότητα ενός εκλογικού κύκλου -και, μάλιστα, αδιατάραχτου- συνεπάγεται και ήττες ακόμη και για τους ιστορικά «άχαστους», όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου ή ο Κώστας Καραμανλής.

Την εσωστρέφεια και την έλλειψη αισιόδοξης προοπτικής στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ εντείνει το γεγονός ότι η ψήφος του εκλογικού σώματος απέναντί του υπήρξε κατά υψηλό ποσοστό θυμική, καθώς η συσπείρωση των ψηφοφόρων του κόμματος κινήθηκε εξαιρετικά χαμηλά (σε αντίθεση με της Νέας Δημοκρατίας, που άγγιξε το 97%), ενώ δεν είναι λίγοι και όσοι αυτή τη φορά -σε αντίθεση με τη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2015- προτίμησαν την αποχή. Με αυτά τα δεδομένα, η ερώτηση «πώς ο Αλέξης Τσίπρας, που απέσπασε την ψήφο του 61,31% του ελληνικού λαού τον Ιούλιο του 2015, έφτασε τώρα στο 24%;» εξελίσσεται σε «ερώτηση του ενός εκατομμυρίου», με την αντίστροφη μέτρηση για το «δεύτερο ημίχρονο» των εθνικών εκλογών να έχει ήδη αρχίσει και τα στοιχήματα περί ανατροπής ή μη να έχουν πάρει φωτιά.

Το τίμημα του μνημονίου

Παρά το ισχυρό κοινωνικό πρόσημο που το κυβερνών κόμμα επιχείρησε να δώσει στη συμφωνία του 2015 με τους θεσμούς, το δημοσιονομικό κόστος της συμφωνίας αποδείχτηκε δυσβάσταχτο για τον ελληνικό λαό, που κι εκείνος με τη σειρά του έστειλε τον λογαριασμό στους εμπνευστές του «προγράμματος» την πρώτη κιόλας φορά που άνοιξε η κάλπη ύστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης της Αριστεράς. Η υψηλή φορολόγηση της μεσαίας τάξης βρέθηκε στον πυρήνα των επιλογών του οικονομικού επιτελείου, καθώς κεντρική πολιτική βούληση υπήρξε η ανακούφιση εκείνων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, αφήνοντας -αθροιστικά την τελευταία οκταετία- τα μεσαία στρώματα εκτεθειμένα σε αλλεπάλληλους άμεσους και έμμεσους φόρους.

Η φορολογική κόπωση της μεσαίας τάξης εκφράστηκε οριζόντια στην κάλπη (με 13% απώλεια για τον ΣΥΡΙΖΑ), έχοντας σηκώσει το βάρος της επίτευξης του δημοσιονομικού στόχου των πλεονασμάτων. Η απόσταση που χωρίζει την κυβέρνηση από εκατοντάδες γιατρούς, δικηγόρους, ελεύθερους επαγγελματίες και μεσαία στελέχη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα δεν γεφυρώθηκε ούτε και την ύστατη ώρα. Εξάλλου, τμήμα του υπερπλεονάσματος διατέθηκε οριζόντια με τη μορφή 13ης σύνταξης προς τους συνταξιούχους, ανθρώπους, δηλαδή, με παγιωμένη εκλογική συμπεριφορά.

Στην ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και η υποβάθμιση από τη δεσπόζουσα πολιτική συζήτηση μιας νέας κουλτούρας αναφορικά με την παραγωγή πλούτου, σε συνδυασμό με την επιλογή της δίκαιης «αναδιανομής», στερώντας πολύτιμο χρόνο από την εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία και η ενίσχυση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα προς τις επιχειρήσεις δεν εντάχθηκαν στις επείγουσες προτεραιότητες του κυβερνητικού έργου, καθηλώνοντας μέρος των δυναμικών παραγωγικών δυνάμεων.

Παράλληλα, αγνοήθηκε και η πολιτική παράδοση των προηγούμενων δεκαετιών, δηλαδή το άνοιγμα στον μεσαίο χώρο των κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή κάθε φορά που διεκδικούσαν την ανανέωση της λαϊκής εντολής, το οποίο προσέφερε το απαραίτητο πολιτικό οξυγόνο απέναντι στην κυβερνητική φθορά. Ιδίως όταν η μεσαία τάξη έχει πρωταγωνιστήσει σε φάσεις ανασυγκρότησης της εθνικής οικονομίας τόσο μεταπολεμικά όσο και την περίοδο της Μεταπολίτευσης, στρέφοντας συνακόλουθα το καράβι άλλοτε δεξιά κι άλλοτε αριστερά.

Η φοβική «διεύρυνση»

Η αδυναμία της κυβέρνησης να ανοίξει κοινωνικά και πολιτικά τη βεντάλια των δυνητικών συμμάχων της αποτυπώθηκε και στον τρόπο προσέγγισης παραδοσιακών ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς και του Κέντρου, ακόμη κι αν αυτοί επιδοκίμασαν μαζικά -χωρίς υποσχετικές και ανταλλάγματα- τον ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη, εκτοξεύοντας τα εκλογικά ποσοστά του το 2012 και το 2015. Το εγχείρημα της Προοδευτικής Συμμαχίας ήρθε στην επιφάνεια τον Ιανουάριο του 2019, μολονότι οι διεργασίες εξελισσόταν συστηματικά και υπόγεια όλη την προηγούμενη διετία και παρά την προσωπική ώθηση του προέδρου του κόμματος, Αλέξη Τσίπρα.

Τα χρονικά περιθώρια κοινωνικής γείωσης υπήρξαν εξαιρετικά περιορισμένα, σημαντική μερίδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (ακόμη και πρωτοκλασάτων) έμοιαζαν αμφίθυμα και ενίοτε φοβικά απέναντι στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας ευρύτερης προοδευτικής παράταξης, ενώ το προνομιακό πεδίο ουσιαστικών ζυμώσεων μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων -αυτό, δηλαδή, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης- αφέθηκε γυμνό ενόψει της κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης. Αντίθετα, προκρίθηκαν αμιγώς «κομματικές» υποψηφιότητες, ανεπαρκείς στο να αφουγκραστούν και να απορροφήσουν το πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα.

Η ίδια αντίληψη εκφράστηκε και στη δυσκολία εναγκαλισμού «πασοκογενών» στελεχών, όπως και στην απουσία δημόσιας υπεράσπισής τους απέναντι σε μορφές μαύρης προπαγάνδας, που στόχευε στην ηθική απαξίωσή τους. Αυτή η στάση ερμηνεύει εν πολλοίς και την ανοδική τάση του Κινήματος Αλλαγής αλλά και το υψηλό ποσοστό αποχής ψηφοφόρων του 2015 του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 26ης Μαΐου.

Το «άστρο» στη γυάλα

Επιπρόσθετα, προειδοποιητικά μηνύματα για το συναισθηματικό και κοινωνικό χάσμα που χώριζε τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, ακόμη κι όταν υπήρξαν, περιθωριοποιήθηκαν. Τόσο η πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της Συμφωνίας των Πρεσπών (για την οποία μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης αισθάνθηκε αιφνιδιασμό) όσο και η επάρκεια των κυβερνητικών χειρισμών στην τραγωδία στο Μάτι Αττικής άφησαν ρωγμές στο θυμικό της κοινής γνώμης, οι οποίες δεν έκλεισαν με δραστικές πρωτοβουλίες στο κυβερνητικό έργο και επαρκείς πολιτικές εξηγήσεις. Παρά τη χαρισματική προσωπικότητα του Αλέξη Τσίπρα, πολύτιμοι πόντοι χάθηκαν κατά την καθημερινή άσκηση της πολιτικής, προσφέροντας με μεγάλη συχνότητα ευκαιρίες αποδόμησης του κυβερνητικού έργου. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που το κυβερνητικό επιτελείο βρισκόταν «απολογούμενο» στη δημόσια σφαίρα από τις πρώτες πρωινές ώρες, αδυνατώντας να θέτει εκ του ασφαλούς την καθημερινή ατζέντα.

Η παρατεταμένη παραμονή σε θέση άμυνας και η δυσκολία του κυβερνητικού σχήματος να περάσει στην επικοινωνιακή αντεπίθεση αφαίρεσαν δυνατότητες προβολής των κυβερνητικών πρωτοβουλιών με επίκεντρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα σε χώρους εργασίας και συλλογικής έκφρασης, σε πολιτιστικές δραστηριότητες ή κοινωνικές δομές υπήρξε αναιμική, απομακρύνοντας προοπτικές και συμβολισμούς οικοδόμησης ευρύτερων συμμαχιών, με δεδομένη την επικοινωνιακή υπεροπλία των πολιτικών του αντιπάλων. Σε μια περίοδο, μάλιστα, ολοκλήρωσης του μνημονιακού κύκλου, η οποία δεν εμπεδώθηκε στο συλλογικό ασυνείδητο ως αφετηρία επανεκκίνησης της χώρας, αλλά ως σιωπηρή παράταση του ημιχρόνου της λιτότητας.

Συμπτώματα ύφους

Στον αντίποδα, πληγές στο κυβερνητικό σώμα κατάφεραν συμπτώματα ύφους και έπαρσης προβεβλημένων κυρίως στελεχών, παρότι «η αλαζονεία αποτελεί ίδιον των αρχόντων. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα μόλις οι άνθρωποι καταλάβουν κάποιο αξίωμα για ένα έτος», όπως είχε διαπιστώσει αιώνες πριν ο Σπινόζα. Πληγές άνοιξαν όμως και οι προσωπικές επιθέσεις στο αντίπαλο στρατόπεδο, παραγνωρίζοντας το δόγμα ότι «ο πολιτικός αντίπαλος δεν είναι εχθρός», με το εκλογικό σώμα να πλέκει ένα δίχτυ προστασίας τους διά της ψήφου του.

Ρητορική και συμπεριφορές που απέχουν από την παράδοση διαλεκτικής της Αριστεράς, επίδειξη ισχύος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κλίμα πολεμικής απέναντι σε εκπροσώπους του Τύπου και περιθωριοποίηση της θεσμικής επικοινωνίας απομάκρυναν τα μηνύματα της κυβέρνησης από τους κοινωνικούς αποδέκτες της, δεδομένης και της «καταιγίδας» κριτικής από τα συστημικά ΜΜΕ. Ακόμη κι αν ο πρωθυπουργός περιέγραφε κατ’ επανάληψη την επικοινωνιακή υπεροπλία των αντιπάλων του ως «πείραμα μεταδημοκρατίας», ο ίδιος έμοιαζε να είχε λησμονήσει ότι το έργο του Κράουτς είναι ένα βιβλίο πολεμικής και όχι πρότασης, αφήνοντας χώρο σε όσους τον αντιμάχονταν να τον κατακτήσουν.

Ταυτόχρονα, οι πολλαπλασιαστές των μηνυμάτων της κυβέρνησης είχαν αδρανοποιηθεί, καθώς οι συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας είχαν επετειακό και όχι λειτουργικό χαρακτήρα, ενώ η λήψη κρίσιμων αποφάσεων σε ένα στενό επιτελικό κέντρο στερούσε πολυεπίπεδες οπτικές και βιωματικές εμπειρίες από στελέχη δοκιμασμένα στον κοινωνικό και επαγγελματικό στίβο.

Το στοίχημα της επόμενης μέρας

Στα οκτώ χρόνια πρωταγωνιστικής του παρουσίας στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο Ιούλιος έχει αναδειχτεί στον μήνα των μεγάλων διλημμάτων του Αλέξη Τσίπρα. Τον Ιούλιο του 2015 φλέρταρε με τον τίτλο του «εθνάρχη» και τον Ιούλιο του 2019 δοκιμάζεται η αντοχή του στον πολιτικό στίβο. Αν και οι πιθανότητες ανατροπής στο «δεύτερο ημίχρονο» δεν είναι με το μέρος του, στους θετικούς οιωνούς καταγράφονται η επιλογή της αποχής -αντί της καταψήφισης- από ένα σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος (κυρίως της Κεντροαριστεράς), η χαμηλή συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και η πιθανότητα επαναπατρισμού ψήφων που στράφηκαν προς αριστερόστροφα σχήματα. Ως ένδειξη αναμονής γενναίας αυτοκριτικής από τον πρωθυπουργό μπορεί να εκληφθεί όμως και η παραμονή του Κινήματος Αλλαγής (παρά την άνοδό του) σε μονοψήφια ποσοστά, με δεδομένο το ένα εκατομμύριο «ορφανών» ψηφοφόρων που εγκατέλειψαν την προηγούμενη Κυριακή τον ΣΥΡΙΖΑ.

Στις προϋποθέσεις «ολικής επαναφοράς» του κυβερνώντος κόμματος συγκαταλέγονται η ταχεία ανασύνταξη του κομματικού μηχανισμού στο σύνολό του, η εγκατάλειψη της επιθετικής ρητορικής και η επικέντρωση στον θετικό προγραμματικό λόγο, η ανάδειξη πτυχών και αποτελεσμάτων του κυβερνητικού έργου, η παρουσίαση ρεαλιστικών προτάσεων για την ανακούφιση των μεσαίων στρωμάτων, η επίδειξη αλληλεγγύης των γενεών, εστιάζοντας και στους νέους και στις ενδιάμεσες παραγωγικές ηλικίες, και η πλατιά απεύθυνση «συγγνώμης» προς τον λαό.

Ανεξαρτήτως, πάντως, του τελικού αποτελέσματος, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκαταλέγεται ήδη στα παράδοξα της πολιτικής επιστήμης ως ένα «κόμμα εν κινήσει» (από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση), όπως το περιγράφει ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, συμπεραίνοντας: «Αναδύθηκε αιφνιδίως, προκάλεσε έντονα πάθη, εκτοξεύτηκε μέσα στις αντιφάσεις του και (μοιάζει να) εγκαθιδρύθηκε ως βασικός πολιτικός παίκτης εξουσίας, αφήνοντας βαθύ αποτύπωμα στην εποχή του, για το καλό ή το κακό».

Tο κείμενο δημοσιεύτηκε στο φύλλο 104 της «Νέας Σελίδας» που κυκλοφόρησε την Κυριακή 2 Ιουνίου 2019.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα