Στρατιωτικές δυνάμεις στο Λος Άντζελες: Τι επιδιώκει ο Ντόναλντ Τραμπ

los antzeles tramp metanastes

Σε μια περίοδο κλιμακούμενης πολιτικής πόλωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιλέγει και πάλι να επιστρατεύσει πολεμική ρητορική και στρατιωτικές εικόνες, όχι για εξωτερικούς εχθρούς, αλλά για το εσωτερικό της χώρας. Με επίκεντρο το Λος Άντζελες, ο Τραμπ επιχειρεί να χτίσει μια αφήγηση περί «εθνικής απειλής» από τη μετανάστευση και τις διαδηλώσεις, υπονοώντας ότι απαιτείται στρατιωτική επέμβαση για την «απελευθέρωση» της πόλης. Η στρατηγική του θυμίζει άλλες αυταρχικές τακτικές της Ιστορίας —και, αν μη τι άλλο, αποκαλύπτει τους πολιτικούς του σχεδιασμούς ενόψει των εκλογών του 2024.

Ο στρατός ως πολιτικό εργαλείο: Μια επικίνδυνη μετάθεση ρόλων

Σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη ομιλία στο Φορτ Μπραγκ, με αφορμή την 250ή επέτειο από την ίδρυση του Αμερικανικού Στρατού, ο Τραμπ υποστήριξε ότι ορισμένες γειτονιές του Λος Άντζελες έχουν περάσει στα χέρια «διεθνών εγκληματικών συμμοριών», τις οποίες παρομοίασε με κατοχική δύναμη. «Θα απελευθερώσουμε το Λος Άντζελες», δήλωσε, παρουσιάζοντας μια εικόνα που παραπέμπει σε εμπόλεμη ζώνη. Η επιλογή αυτής της αφήγησης δεν είναι τυχαία· εξυπηρετεί έναν βασικό στόχο: να δικαιολογηθεί ενδεχόμενη προσφυγή στον Νόμο περί Εξέγερσης (Insurrection Act), που θα επιτρέψει τη χρήση στρατού ως δυνάμεων καταστολής στο εσωτερικό της χώρας.

Η προσπάθεια του Τραμπ να χρησιμοποιήσει τον στρατό ως μηχανισμό επιβολής της πολιτικής του ατζέντας αποτελεί θεσμική εκτροπή. Ο αμερικανικός στρατός λειτουργεί, τουλάχιστον τυπικά, ως ανεξάρτητος θεσμός, και η απευθείας πολιτική εκμετάλλευση της εικόνας του υπονομεύει αυτή την ισορροπία. Η ομιλία στο Φορτ Μπραγκ θύμισε, μάλιστα, παλαιότερες στρατηγικές όπως εκείνη του Τζορτζ Μπους, που το 2003 είχε καταφύγει στο ίδιο σκηνικό για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος της κοινής γνώμης ενόψει της εισβολής στο Ιράκ.

Αν κάτι έχει αποδείξει η πολιτική πορεία του Τραμπ, είναι η ικανότητά του να μετατρέπει την κρίση σε εργαλείο πολιτικής κινητοποίησης. Η ρητορική της «απειλούμενης πατρίδας» δεν είναι νέα· υπήρξε κεντρικός άξονας της προεκλογικής του καμπάνιας το 2020 και, εν τέλει, συνέβαλε στην υποκίνηση της επίθεσης στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021. Παρά την αρχική αποδοκιμασία, εκατομμύρια Αμερικανοί πείστηκαν από το αφήγημα των «κλεμμένων εκλογών», επιτρέποντας στον Τραμπ να διατηρήσει πολιτική δυναμική και να διεκδικεί εκ νέου την εξουσία.

Η χρήση στρατιωτικών εικόνων και ομιλιών εν καιρώ «εσωτερικής απειλής» φαίνεται ότι αποτελεί στρατηγική επιλογή με στόχο την ενεργοποίηση του συντηρητικού εκλογικού ακροατηρίου, το οποίο ανταποκρίνεται θετικά σε αφηγήματα «νόμου και τάξης».

Καλιφόρνια: Μια πολιτεία απέναντι στον Τραμπ

Η αντίδραση της πολιτείας της Καλιφόρνιας δεν άργησε να έρθει. Ο κυβερνήτης Γκάβιν Νιούσομ, με τηλεοπτικό διάγγελμα, χαρακτήρισε τη στρατιωτική εμπλοκή στο Λος Άντζελες ως «επίθεση στη δημοκρατία» και κατηγόρησε τον Τραμπ ότι επιχειρεί να υπονομεύσει τα θεμέλια του αμερικανικού πολιτεύματος. «Δεν υπάρχουν πλέον έλεγχοι και ισορροπίες», προειδοποίησε, στέλνοντας ηχηρό μήνυμα ότι η πολιτεία δεν θα δεχτεί την ομοσπονδιακή παρέμβαση άνευ ουσιαστικής απειλής.

Αντίστοιχη ήταν και η τοποθέτηση της δημάρχου του Λος Άντζελες, Κάρεν Μπας, που χαρακτήρισε την πόλη «πειραματικό πεδίο» για μια αυταρχική κυβερνητική στρατηγική. «Αν μπορείς να το κάνεις αυτό στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, τότε το μήνυμα είναι σαφές: φοβηθείτε», ανέφερε.

Στο ίδιο μήκος κύματος, οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές Άνταμ Σιφ και Άλεξ Παντίγια καταδίκασαν την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων σε πολιτικό έδαφος χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, τονίζοντας ότι τέτοιες ενέργειες πρέπει να γίνονται μόνο σε εξαιρετικά ακραίες περιστάσεις —κάτι που, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν ισχύει στην παρούσα φάση.

Ο Τραμπ φαίνεται να αξιοποιεί το ζήτημα της μετανάστευσης και τις αντιδράσεις γύρω από τις επιχειρήσεις μαζικών απελάσεων ως αφετηρία για να ενισχύσει την εθνικιστική του ατζέντα. Οι δηλώσεις περί «πληρωμένων εξεγερμένων» και «ομηρικών καταστάσεων» προοικονομούν μια πιθανή ευρεία ενεργοποίηση του Νόμου περί Εξέγερσης, ώστε να παρέχεται νομική κάλυψη στην εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων.

Η επιμονή στη στρατιωτικοποίηση της δημόσιας τάξης υποβαθμίζει τον ρόλο των πολιτειακών αρχών, υπονομεύει τη δημοκρατική λογοδοσία και διαρρηγνύει την ευαίσθητη ισορροπία εξουσιών που οικοδομήθηκε επί δεκαετίες στις ΗΠΑ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει ξεκάθαρα πως προετοιμάζει το πολιτικό έδαφος για μια εκλογική αναμέτρηση που θα κριθεί, εν μέρει, στη βάση της «ασφάλειας» και της «εθνικής απειλής». Η χρήση του στρατού στο εσωτερικό της χώρας αποτελεί, ωστόσο, μια εξαιρετικά επικίνδυνη τακτική, που θέτει εν αμφιβόλω θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές.

Η πολιτική του επιλογή να μετατρέψει το μεταναστευτικό και τις κοινωνικές διαμαρτυρίες σε στρατιωτικά ζητήματα δεν είναι απλώς προεκλογική κινδυνολογία. Είναι η εφαρμογή ενός δοκιμασμένου μοντέλου πόλωσης, το οποίο –όπως έδειξε η εμπειρία του 2020– έχει τη δύναμη να μετατρέψει τη ρητορική σε πολιτική πραγματικότητα.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα