
Η ιστορική Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά βρίσκεται για ακόμη μία φορά στο επίκεντρο των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων, καθώς οι πρόσφατες δικαστικές εξελίξεις στην Αίγυπτο εγείρουν ερωτήματα για το ιδιοκτησιακό της καθεστώς. Οι συνομιλίες μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Αιγύπτου έφεραν πολιτικές διαβεβαιώσεις, χωρίς όμως να επιλύσουν τις νομικές εκκρεμότητες.
Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης, ένα από τα αρχαιότερα εν λειτουργία χριστιανικά μοναστήρια στον κόσμο, αποτελεί όχι μόνο έναν θρησκευτικό φάρο για την Ορθοδοξία αλλά και πολιτιστικό σύμβολο με τεράστια ιστορική και αρχαιολογική σημασία. Ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας της και η μοναδική πνευματική της ακτινοβολία ενισχύουν τη σημασία της διατήρησης του status quo.
Ωστόσο, η πρόσφατη δικαστική απόφαση του Εφετείου Καΐρου για τα γειτονικά εδάφη της Μονής δημιούργησε εύλογες ανησυχίες, τόσο στην ελληνική πλευρά όσο και στην ορθόδοξη κοινότητα. Το ζήτημα μεταφέρθηκε στο υψηλότερο διπλωματικό επίπεδο, καθώς ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης επισκέφθηκε το Κάιρο για απευθείας συνομιλίες με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, Μπαντρ Αμπντελάτι.
Κατά τη διάρκεια των τετράωρων διευρυμένων συνομιλιών, επιβεβαιώθηκε η κοινή βούληση Ελλάδας και Αιγύπτου για τη διατήρηση της θρησκευτικής και πνευματικής ταυτότητας της Μονής. Όπως δήλωσε ο κ. Γεραπετρίτης, συμφωνήθηκε η έναρξη εργασιών από τεχνικά κλιμάκια για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της Μονής και τη νομική της προσωπικότητα.
«Η πρόθεση της Αιγύπτου και της Ελλάδας είναι να προχωρήσουμε με βάση τη μακραίωνη παράδοση και το ήδη διαμορφωμένο status μίας εμβληματικής Μονής για τον ελληνορθόδοξο λατρευτικό χαρακτήρα της», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Έλληνας ΥΠΕΞ.
Η επίσημη ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών της Αιγύπτου τονίζει «το απαραβίαστο της Μονής Αγίας Αικατερίνης και των συνδεδεμένων αρχαιολογικών χώρων» και επαναλαμβάνει την πνευματική και θρησκευτική αξία του χώρου. Τονίζεται επίσης ότι η απόφαση της 28ης Μαΐου δεν επηρεάζει τον μοναστικό χαρακτήρα του χώρου, επιβεβαιώνοντας τη συνέχιση των λειτουργιών της Μονής και την άδεια των μοναχών να δραστηριοποιούνται εντός των αρχαιολογικών και θρησκευτικών περιοχών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η αιγυπτιακή πλευρά απορρίπτει ερμηνείες περί αλλαγής του status quo και επισημαίνει πως πρόκειται για ένα «ιστορικό βήμα» που ενισχύει την αναγνώριση του θρησκευτικού ρόλου της Μονής.
Παρά τις δηλώσεις καλής πρόθεσης και τις θετικές διπλωματικές εντυπώσεις, η πραγματικότητα είναι ότι η δικαστική απόφαση παραμένει ενεργή και δύσκολα ανατρέψιμη. Οι ελληνικές διπλωματικές προσπάθειες επικεντρώνονται πλέον στην εξεύρεση μιας κοινής, τεχνικά επεξεργασμένης λύσης που θα αποκαθιστά την ιδιοκτησιακή ασφάλεια της Μονής, εντός του νομικού πλαισίου της Αιγύπτου.
Η έκδοση βίζας και οι λίγοι εναπομείναντες μοναχοί
Ένα ακόμη κρίσιμο αλλά λιγότερο προβεβλημένο ζήτημα είναι αυτό της ετήσιας ανανέωσης της βίζας των μοναχών. Πρόκειται για πρακτική που ενέχει τον κίνδυνο έμμεσης αμφισβήτησης του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της Μονής. Υπήρξαν πληροφορίες ότι εξετάζεται η δυνατότητα παροχής αιγυπτιακής υπηκοότητας στους μοναχούς, χωρίς όμως να έχει ληφθεί επίσημη απόφαση. Σε μια εποχή όπου ο αριθμός των μοναχών φθίνει, τέτοιες παρεμβάσεις αποκτούν κρίσιμη σημασία για τη μακροημέρευση της μοναστικής ζωής.
Η ελληνική αποστολή περιλάμβανε, εκτός από τον υπουργό Εξωτερικών, στελέχη των υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού, γεγονός που υπογραμμίζει την πολιτιστική και πνευματική σημασία του θέματος. Ο σχεδιασμός για μόνιμη λύση περνά πλέον μέσα από διμερή τεχνική συνεργασία, με την ελπίδα ότι θα διαμορφωθεί ένα πλαίσιο που θα σέβεται το ιστορικό βάθος και τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της Μονής.