Σπύρος Θεοδωρόπουλος: Η Chipita δέχεται κάθε µέρα πρόταση εξαγοράς

Η Chipita υπάρχει εδώ και πέντε σχεδόν δεκαετίες, ως µία από τις πλέον εξωστρεφείς και αναπτυσσόµενες ελληνικές επιχειρήσεις. Το µέλλον της, όµως, προοιωνίζεται ακόµη µεγαλύτερη ανάπτυξη, ισχυρίζεται ο ιδρυτής και διευθύνων σύµβουλος Σπύρος Θεοδωρόπουλος.

«Έχουµε πολλή δουλειά µπροστά µας» αναφέρει σε διάφορα σηµεία της συνέντευξης που παραχώρησε στο Fortune, εξηγώντας από τη µια πλευρά τη µεσοπρόθεσµη στρατηγική του οµίλου και «επικυρώνοντας» από την άλλη τις διαψεύσεις για ενδεχόµενη πώληση της εταιρείας, σενάριο που κυκλοφόρησε ευρέως το περασµένο διάστηµα. Η διάψευση έρχεται και στην ευθεία ερώτηση.

«Η εταιρεία δέχεται σχεδόν κάθε µέρα από µια πρόταση εξαγοράς, αλλά δεν πωλείται» δηλώνει ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, µεταφέροντας την απόφαση και των υπόλοιπων µετόχων του Οµίλου Chipita, µε κυριότερους το Olayan Group. Δεν αρνείται, ωστόσο, την πιθανότητα εισαγωγής στο Xρηµατιστήριο σε δεύτερο χρόνο. Ήδη έχει γίνει η σχετική προεργασία µε στόχο την παράλληλη εισαγωγή στην ελληνική, αλλά και την ξένη κεφαλαιαγορά, ωστόσο το σχέδιο αναβλήθηκε. Κατά τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, η απόφαση αυτή πάρθηκε γιατί η προοπτική της Chipita είναι δυναµική και η αξία της θα είναι µεγαλύτερη σε βάθος τετραετίας.

Στην παρούσα φάση, ο όµιλος δεν έχει ανάγκη από κεφάλαια, έχοντας ισχυρές ταµειακές ροές, αλλά και πρόσβαση σε δανειακές γραµµές, οπότε αναρωτιέται κανείς ποια οφέλη θα καρπωνόταν από µια δηµόσια εγγραφή. Ο ίδιος απαντά πως η Chipita έχει τόσο µεγάλο διεθνές αποτύπωµα και προοπτικές µεγέθυνσης, «που θα ξεπεράσει εµάς τους ίδιους», δηλαδή τη σηµερινή διοίκηση και µετοχική σύνθεση. «Θέλουµε να δηµιουργήσουµε τις προϋποθέσεις ώστε η εταιρεία να δηµιουργεί υπεραξία για τους µετόχους της για πολλά ακόµη χρόνια. Το όραµα αυτό δεν µπορεί να εξυπηρετηθεί αν δεν ενταχθεί σε ένα χρηµατιστήριο» εξηγεί. Συνάµα παραδέχεται πως µια δηµόσια εγγραφή αποτελεί την ασφαλή «έξοδο» όσων µετόχων επιλέξουν να καρπωθούν τις υπεραξίες που γεννά η επιχείρηση. «Στην Chipita είµαστε 14-15 µέτοχοι. Ύστερα από 3-4 χρόνια θα ήταν ίσως σκόπιµο να απελευθερωθούµε από τη µεταξύ µας σχέση και να διαλέξουµε τη µετοχική µας πορεία» αναφέρει.

Το πλάνο ανάπτυξης της εταιρείας

Στόχος να «µεγαλώσει η δουλειά µας», γι’ αυτό η Chipita συνεχίζει να αναπτύσσεται στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά το 2019, «τόσο σε όγκους όσο και σε αξία πωλήσεων». Υπενθυµίζεται ότι ο ενοποιηµένος κύκλος εργασιών (εξαιρουµένων των κοινοπραξιών) του οµίλου το 2018 ανήλθε στα 510,2 εκατ. ευρώ, έναντι 461 εκατ. ευρώ το 2017, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 10,7%. Το προσαρµοσµένο EBITDA, συµπεριλαµβανοµένων των κοινοπραξιών, άγγιξε τα 75,7 εκατ. ευρώ, έναντι 68,4 εκατ. ευρώ (+10,7%). Τα καθαρά κέρδη από συνεχιζόµενες δραστηριότητες άγγιξαν τα 21,1 εκατ. ευρώ, από 23,4 εκατ. ευρώ, και τα καθαρά κέρδη έπειτα από φόρους τα 20,8 εκατ. ευρώ, έναντι 15,4 εκατ. ευρώ.

Παραλλήλως, η διοίκηση της Chipita επεξεργάζεται το µεσοπρόθεσµο πλάνο επέκτασής της, το οποίο περιλαµβάνει οργανική ανάπτυξη µε το λανσάρισµα νέων προϊόντων, τη δηµιουργία παραγωγικών µονάδων και το άνοιγµα αγορών όπως αυτών των ΗΠΑ και της Ινδίας. Τα επόµενα χρόνια ο όµιλος θα αυξήσει το budget επενδύσεών του από 25-30 εκατ. ευρώ ετησίως σε 45-50 εκατ. ευρώ. Ήδη «τρέχουν» επενδύσεις για τη δηµιουργία τεσσάρων νέων γραµµών παραγωγής στο εργοστάσιο της Σλοβακίας, µε ορίζοντα σταδιακής λειτουργίας την άνοιξη του 2020 και την άνοιξη του 2021.

Ταυτόχρονα, εξετάζονται η πιθανότητα ανέγερσης ενός δεύτερου εργοστασίου στη Ρωσία, αλλά και η δηµιουργία µονάδας στις ΗΠΑ – αγορά που «ξαναβλέπει» πιο επιθετικά ο όµιλος. Πρόσφατα, εξάλλου, η Chipita ανακοίνωσε την απόκτηση πλειοψηφικής συµµετοχής (51%) της EPTA America, η οποία υπήρξε από το 2012 αποκλειστικός αντιπρόσωπος και διανοµέας των προϊόντων της Chipita στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Η κίνηση αυτή αποτελεί, σύµφωνα µε τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, το πρώτο βήµα του στρατηγικού σχεδιασµού της Chipita για την αγορά της Βόρειας Αµερικής. Σε ορίζοντα 2-3 ετών –και υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η Chipita θα έχει µια κρίσιµη µάζα πωλήσεων–, ο όµιλος σχεδιάζει ένα εργοστάσιο παραγωγής κρουασάν. Ταυτόχρονα ενισχύει τα διεθνή joint ventures παραγωγής κρουασάν και σνακ προκειµένου να αναπτύξει το αποτύπωµά του. Συνολικά, έπειτα από 46 χρόνια λειτουργίας, η Chipita διαθέτει επτά ιδιόκτητα εργοστάσια (δύο στην Ελλάδα και από ένα σε Βουλγαρία, Ρουµανία, Πολωνία, Ρωσία και Τουρκία), ενώ άµεσα θα προστεθεί το νέο εργοστάσιο παραγωγής κρουασάν και bake rolls στη Σλοβακία. Επίσης, διαθέτει µέσω συνεργασιών (joint ventures) 10 εργοστάσια σε Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία, Μεξικό, Μαλαισία και Ινδία. Πραγµατοποιεί απευθείας πωλήσεις σε 43 χώρες και µέσω των κοινοπραξιών σε ακόµη 13 αγορές.

Ταυτόχρονα, η Chipita επενδύει στην ανάπτυξη νέων προϊόντων, τα οποία θα λανσάρει σταδιακά στις αγορές, ενώ µέσα στο 2021 αναµένεται να παρουσιάσει µια κατηγορία προϊόντων «που σήµερα δεν υπάρχει στην αγορά», όπως εξηγεί ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος. Το προϊόν έχει αναπτυχθεί και βρίσκεται στη φάση προετοιµασίας της παραγωγής του.

Στόχος να µεγαλώσει η δουλειά µας, γι’ αυτό η Chipita συνεχίζει να αναπτύσσεται στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά

Η διεθνοποίηση της Chipita και η επιτυχία σε ξένες αγορές

Σήµερα, µόλις το 15% των ενοποιηµένων πωλήσεων του οµίλου Chipita πραγµατοποιείται στην Ελλάδα, γεγονός που υπογραµµίζει τον βαθµό διεθνοποίησης της εταιρείας, αλλά και την επιτυχία διείσδυσής της σε ξένες αγορές. «Τα προϊόντα µας έχουν βάση το ψωµί και τη σοκολάτα. Δεν υπάρχει λαός που να απορρίπτει αυτές τις γεύσεις» σηµειώνει.

Την ίδια στιγµή, όµως, που η Chipita «εκπαιδεύει» του καταναλωτές διεθνώς µε κρουασάν και bake rolls, αναπτύσσεται παγκοσµίως µια τάση υπέρ τροφίµων χαµηλής θερµιδικής αξίας, µε υποκατάστατα λιπαρών και γλυκαντικών ουσιών. Όπως υποστηρίζει ο επικεφαλής της εταιρείας, οι τάσεις αυτές στηρίζουν «niche αγορές» και δεν απηχούν την ανάγκη της κρίσιµης µάζας των καταναλωτών.

«Νοµίζω ότι η κυρίαρχη καταναλωτική ζήτηση απαιτεί ποιοτικότερα τρόφιµα. Και στην Chipita δουλεύουµε χρόνια πάνω σε αυτό» σηµειώνει. Η Chipita από το 2006 δεν χρησιµοποιεί τεχνητά χρώµατα στην παραγωγή σνακ, ενώ από το 2007 όλα τα προϊόντα της παράγονται χωρίς τρανς λιπαρά και τα κρουασάν µε µη υδρογονοποιηµένα λίπη. Από το 2014 τα κρουασάν παράγονται χωρίς συντηρητικά, ενώ τα bake rolls δεν περιέχουν ενισχυτικά γεύσης. Από το 2018 έχει αρχίσει, επίσης, ο περιορισµός των λιπαρών στα προϊόντα της, ενώ το 2019 ξεκίνησε η αντικατάσταση χρήσης φοινικέλαιου.

Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως «παραγωγός τροφίµων», έναν κλάδο που διατηρεί δυναµική ανάπτυξης στην εγχώρια αγορά, ενώ πέραν της Chipita ελέγχει την αλλαντοβιοµηχανία Νίκας. Παράλληλα εκδήλωσε ενδιαφέρον και για την Creta Farms. Μοιραία η συζήτηση στρέφεται στην αποτίµηση της πραγµατικής οικονοµίας µετά από µια δεκαετία κρίσης, αλλά και στην ανάδειξη επενδυτικών ευκαιριών .

«Η Chipita παραµενει ελληνική και µεγαλώνει διαρκώς»

Δεν πιστεύει ότι οι ευκαιρίες κρύβονται σε συγκεκριµένους κλάδους και δεν εκτιµά πως η ανάπτυξη ενός οργανισµού έρχεται µέσω εξαγορών. Κατά την κρίση του, σηµασία έχουν οι επικεφαλής των εταιρειών, η στρατηγική τους και η τοποθέτηση τους στην αγορά. «Επικρατεί η άποψη ότι δεν έχουµε δυνατότητες ανάπτυξης βαριάς βιοµηχανίας στην Ελλάδα. Τότε τα παραδείγµατα της Βιοχάλκο, της Μυτιληναίος ή της Τιτάν τι εκπροσωπούν» υπογραµµίζει µε νόηµα. Θεωρεί δε ότι ο επιχειρηµατίας που παραµένει µέτοχος της επιχείρησης ασκεί αποτελεσµατικότερη διοίκηση. «Όχι γιατί είναι απαραίτητα καλύτερος, αλλά γιατί έχει µακροπρόθεσµο ορίζοντα σχεδιασµού, έναντι του επαγγελµατία µάνατζερ». Στο πλαίσιο αυτό, το όραµά του για την Chipita «είναι να παραµείνει ελληνική και να συνεχίσει να µεγαλώνει διαρκώς».

Έχοντας αναφέρει νωρίτερα πως η πορεία της Chipita θα ξεπεράσει τα «φυσικά» όρια των διοικούντων της, ανοίγει το κεφάλαιο συζήτησης περί διαδοχής, θέµα που ο ίδιος έχει δηλώσει δηµοσίως ότι τον απασχολεί. Δεν αρνείται σήµερα ότι οι σκέψεις παραµένουν, ωστόσο επιµένει στον µεσοπρόθεσµο σχεδιασµό του και είναι επικεντρωµένος στην αγορά του.

«Γεννήθηκα σε αυτό τον κλάδο, εξελίχθηκα γραµµικά και δεν έχω σκεφτεί τις εναλλακτικές µου» αναφέρει. Σηµειώνει ότι του αρέσει το mentoring, αλλά προσθέτει πως, για να είναι κανείς καλός µέντορας, «πρέπει να είναι ενεργός επιχειρηµατίας, γιατί η ζωή και η οικονοµία αλλάζουν γρήγορα και κινδυνεύεις να σε ξεπεράσουν αν δεν είσαι µέσα στα πράγµατα».

Παραδέχεται, πάντως, ότι το µοντέλο διοίκησης των «οικογενειακών επιχειρήσεων» έχει δώσει πρόσφατα πολύ κακά παραδείγµατα, αλλά αποδίδει αυτά τα φαινόµενα στη χαµηλή δέσµευση στην ορθή εταιρική διακυβέρνηση.

«Κάθε επιχειρηµατίας που αξιοποιεί ξένα κεφάλαια, δανειακά ή επενδυτικά, είναι υποχρεωµένος να υποστηρίζει τη διαφάνεια και να λογοδοτεί».

Από την άλλη εκτιµά ότι οι εποπτικές Αρχές πρέπει να λειτουργούν αποτελεσµατικότερα, προλαµβάνοντας τα φαινόµενα απάτης ή εταιρικών σκανδάλων, προκειµένου να προασπίσουν το πλαίσιο λειτουργίας της υγιούς επιχειρηµατικότητας. «Υπάρχουν ευθύνες και στην εποπτεία και πρέπει να αποδοθούν κάποια στιγµή. Τα προµηνύµατα για την Creta Farms, για παράδειγµα, υπήρχαν. Απλώς δεν τα αντιλήφθηκαν» σηµειώνει και συµπληρώνει πως η πλειονότητα της εγχώριας υγιούς επιχειρηµατικότητας δεν χαίρεται µε τα φαινόµενα κακοδιαχείρισης εκ µέρους των ανταγωνιστών.

Ο ίδιος επίσης θεωρεί ότι η εξυγίανση της ελληνικής οικονοµίας ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης έχει επιτευχθεί ως έναν βαθµό, αλλά παραµένουν «σκελετοί στην ντουλάπα». Παρ’ όλα αυτά, νιώθει ότι το οικονοµικό περιβάλλον έχει αλλάξει και εκτιµά ότι θα εκδηλωθούν οι πολυπόθητες επενδύσεις που θα τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη.

«Ξαναµπαίνουµε στον χάρτη. Πιστεύω ότι θα κινητοποιηθούν κεφάλαια, τόσο ξένα όσο και εγχώρια, τα επόµενα χρόνια». Σχολιάζει δε πως και το πιστωτικό σύστηµα βρίσκεται σε φάση επανεκκίνησης και χρηµατοδότησης της οικονοµίας, αλλά σηµειώνει πως οι συνθήκες δανειοδότησης έχουν αλλάξει. «Δεν λείπει η ρευστότητα, αλλά οι επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια για να πάρουν χορηγήσεις» καταλήγει.

Η σηµαντικότερη προσαρµογή, ωστόσο, την οποία εντοπίζει αφορά στο πώς αντιλαµβάνεται η κοινωνία την ευηµερία της. Εκτιµά ότι συντελέστηκε µεταστροφή µε τους ανθρώπους που υπέστησαν σηµαντικές πιέσεις τα τελευταία δέκα χρόνια, να κατανοούν πως χωρίς επιχειρήσεις δεν υφίσταται ανάπτυξη, αλλά και πως το κράτος δεν µπορεί να ασκεί επιχειρηµατικό ρόλο. «Αλλιώς, έχουµε τα κακά έως ολέθρια παραδείγµατα τύπου ΛΑΡΚΟ» προσθέτει. Θεωρεί δε καταλυτική τη µεταστροφή της κοινωνίας για την αλλαγή και των πολιτικών που εφαρµόζονται. «Έτσι είναι η δηµοκρατία. Οι πολιτικοί θα ακολουθήσουν τους πολίτες και τα αιτήµατά τους».

Με ενοχλεί η υψηλή φορολογία ανώτερων και ανώτατων στελεχών. Δεν µπορεί το κράτος να παίρνει παραπάνω από το 50%

Οι στρεβλώσεις που «πνίγουν» τις επιχειρήσεις

Μετά την έξοδο από τα µνηµόνια και την επανατοποθέτηση της οικονοµίας σε ρυθµούς ανάπτυξης, θεωρεί ότι παραµένει «αγκάθι» η υψηλή φορολογία. Θα πίστευε κανείς πως ο επιχειρηµατίας αναφέρεται στους συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων, αλλά εκείνος θεωρεί στρέβλωση την υψηλή φορολόγηση των εισοδηµάτων. «Με ενοχλεί η υψηλή φορολογία ανώτερων και ανώτατων στελεχών. Δεν µπορεί το κράτος να παίρνει παραπάνω από το 50% του εισοδήµατος ενός ανθρώπου. Έχω ακούσει και από κυβερνητικά χείλη πως αυτοί που παίρνουν πάνω από 40.000 – 50.000 ευρώ τον χρόνο µπορούν να ζήσουν. Η δουλειά του κράτους δεν είναι να κρίνει αν µπορεί να ζήσει ο άνθρωπος. Αυτός που είναι υψηλά αµειβόµενος πάλεψε και προσπάθησε, δεν µπορεί να µπαίνει κόφτης στο εισόδηµά του».

Εξηγεί δε ότι η συγκεκριµένη πρακτική «σκοτώνει» τη φιλοδοξία των εργαζοµένων, ενώ δυσχεραίνει την προσάρτηση ικανών στελεχών, τα οποία επιλέγουν να παραµείνουν εκτός χώρας. Ανδρωµένος στις επιχειρήσεις και συνάµα άνθρωπος µε πλατιά αντίληψη της πραγµατικότητας, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος διακρίνει νέους κινδύνους. Περιγράφει πόσο τον εντυπωσιάζει η αλµατώδης πρόοδος της τεχνολογίας και των επιστηµών και πως την ίδια ώρα δηµιουργούνται συνεχώς µεγαλύτερες ανισότητες ανάµεσα σε επιχειρήσεις, οργανισµούς, κοινωνίες, κράτη. «Με τροµάζει η ολοένα µεγαλύτερη εµφάνιση ακροτήτων. Αυτό µε τροµάζει». Διαπιστώνει την ιλιγγιώδη ταχύτητα προόδου και ανάπτυξης όλο και λιγότερων, και τη σταδιακή υποβάθµιση των πολλών και της µεσαίας τάξης.

«Ο καπιταλισµός πρέπει να βρει τρόπους να µοιράσει δυνατότητες και πόρους προς τις µεσαίες και κατώτερες τάξεις, γιατί αν δεν το κάνει φοβάµαι πολύ για το µέλλον. Στην πρόοδο πρέπει να συµµετέχουν όλο και πιο πολλοί».

Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο Fortune που κυκλοφορεί.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα