Σε θέση μάχης όλα τα κόμματα για την ψήφο των αποδήμων

Στην πρώτη συνάντησή του με τους πολιτικούς αρχηγούς για το θέμα της ψήφου των αποδήμων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέγραψε μια επικοινωνιακή νίκη έναντι του βασικού πολιτικού του αντιπάλου δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό γιατί όλα τα κόμματα εμφανίστηκαν διατεθειμένα να μπουν στη συζήτηση καταθέτοντας τις δικές τους προτάσεις. Μένει ωστόσο να φανεί αν αυτό το στοιχείο θα παραμείνει μέχρι τέλους ή θα ανατραπεί στη συνέχεια καθώς είναι ένα σύνθετο ζήτημα που δεν προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση και επικοινωνιακές «ασκήσεις» συναίνεσης, διότι θίγει τον πυρήνα του πολιτικού συστήματος.

Όλα τα κόμματα, απέναντι σε ένα ευαίσθητο και κρίσιμο ζήτημα όπως αυτό, θέλησαν σε πρώτη φάση να καταγραφεί η θετική τους διάθεση απέναντι

• στην δυνατότητα οι Έλληνες του εξωτερικού να μπορούν να αποκτήσουν και να ασκούν εκλογικά δικαιώματα πρώτα και κύρια

• στην προοπτική ενός πολιτικού διαλόγου με στόχο τη συναίνεση, έστω και αν αυτή στο τέλος δεν επιτευχθεί.

Ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ, και πιο συγκεκριμένα ο Αλέξης Τσίπρας κατά την συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη απέφυγε κάθε είδους μετωπική αντιπαράθεση, απεύθυνε τις προειδοποιήσεις του προς πάσα κατεύθυνση σε χαμηλούς τόνους και σημείωσε ότι μπορεί να συζητήσει και άλλη πρόταση πέρα από την δική του αρκεί να μην συνοδεύεται από μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Σε αυτή την ανάγκη όλων των κομμάτων, πάτησε η κυβέρνηση για να παρουσιάσει ένα καταρχήν γενικευμένο κλίμα συναίνεσης που δημιουργεί αισιοδοξία για την υπερψήφιση του νομοσχεδίου, εμφανίζοντας ως μοναδικό «αποσυνάγωγο» τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, μέχρι να παρουσιάσει το τελικό νομοσχέδιο υπάρχει αρκετός δρόμος και εκεί οι αρχηγοί θα κληθούν να τοποθετηθούν και πάλι, επί συγκεκριμένων ζητημάτων.

Η συμβολή… Γεραπετρίτη στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ

Το πολιτικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι – με δεδομένο ότι το Μαξίμου έχει τον επικοινωνιακό έλεγχο του ζητήματος – ότι η πρότασή του αυτή τη στιγμή είναι η μόνη που έχει τη ρετσινιά της «απορριπτέας» πρότασης και της «αντισυνταγματικότητας» από την αυτοαναγορευμένη υπέρμαχο της αρχής της «ισότητας της ψήφου», δηλαδή την κυβέρνηση. Παρά το ότι η τελευταία:

• Δεν δείχνει να ενδιαφέρεται και τόσο για την ισοτιμία της ψήφου στην περίπτωση του εκλογικού νόμου. Εκεί θέτει πάνω απ’ όλα την πολιτική σταθερότητα και επιδιώκει την ακύρωση της απλής αναλογικής που πέρασε ο ΣΥΡΙΖΑ και την επαναφορά του «μπόνους» στο πρώτο κόμμα.

• Προβλήματα αντισυνταγματικότητας φαίνεται να έχει [και] η πρόταση του ΚΚΕ, την οποία υποτίθεται ότι δέχεται ευχαρίστως να συζητήσει.

• Ο σημερινός υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, ως συντάκτης (με την ιδιότητα του συνταγματολόγου) της σχετικής έκθεσης της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), έχει προτείνει την εκδοχή που επέλεξε και ο ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο της ειδικής Επιτροπής εμπειρογνωμόνων που ενεργοποίησε η προηγούμενη κυβέρνηση για το θέμα (Επιτροπή Πουλάκη) και η οποία κατέληξε σε πρόταση νόμου (την οποία όμως πρόλαβαν οι εκλογές).

Ποια είναι η εκδοχή αυτή; Ένα κλειστό σύστημα εκπροσώπησης που θα επιτρέπει οι Έλληνες του Εξωτερικού να επιλέγουν, ανάλογα με τον αριθμό της εκλογικής τους βάσης κάθε φορά έναν ορισμένο αριθμό βουλευτών στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας και συγκεκριμένα μεταξύ τριών με δώδεκα, χωρίς το εκλογικό αποτέλεσμα στους απόδημους να προσμετράται στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Εκεί πατά ο κυβερνητικός ισχυρισμός περί ανισοτιμίας της ψήφου και άρα περί αντισυνταγματικότητας.

Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι μόνο με το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που θέλει να φέρει η κυβέρνηση γεννάται ζήτημα.

Η «θεσμική» πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως είναι η μόνη σε βάθος επεξεργασμένη πρόταση στο τραπέζι αυτή τη στιγμή, αντιμετωπίζει δε το ζήτημα θεσμικά, ως όφειλε. Έγινε άλλωστε στο πλαίσιο κυβερνητικής επιτροπής με την συμβολή συνταγματολόγων, ειδικών, και με μελέτη των απόψεων όλων των αρμόδιων εθνικών και διεθνών φορέων, κάτι που η νέα κυβέρνηση στην καλύτερη δεν πρόλαβε να κάνει και στη χειρότερη δεν προτίθεται.

Λαμβάνει δε υπόψη:

• Την ιδιαιτερότητα χωρών με μεγάλο απόδημο πληθυσμό, και μάλιστα δυσανάλογα μεγάλο σε σύγκριση με το εντός Επικράτειας εκλογικό σώμα (περί τα 6 εκ.). Κλειστό σύστημα εφαρμόζουν χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Πορτογαλία. Σε αυτές τις περιπτώσεις το ζήτημα της ισότητας της ψήφου, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) «μπαίνει στη ζυγαριά» (για να το πούμε κάπως «μπακαλίστικα») με το ζήτημα της μη αλλοίωσης του εκλογικού σώματος και της βούλησης των πολιτών που ζουν στη χώρα. Στην έκθεσή της η ΕΕΔΑ προτείνει ως ενδιάμεση εναλλακτική την πρόταση για κλειστό σύστημα, μέχρι να υπάρξει η αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα ρυθμίζει τα των εκλογικών περιφερειών και εδρών του εξωτερικού, ή μέχρι να γίνει η απαραίτητη απογραφή των αποδήμων. Αυτή η ενδιάμεση λύση, αναφέρει, έχει «συμβολικό- οιονεί αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, και αποτελεί εύλογο περιορισμό της αρχής της ισότητας της ψήφου κατά την πάγια νομολογία του Α.Ε.Δ., καθώς προλαμβάνει την ανησυχία, (…) ότι μία εκτεταμένη «διεύρυνση» του εκλογικού σώματος δε θα επηρεάσει υπέρμετρα το εκλογικό αποτέλεσμα.

• Τις περιπλοκές που μπορεί να προξενήσει η ψήφος ενός τέτοιου δυσανάλογα μεγάλου σώματος από το εξωτερικό στην ψήφο εντός της Επικράτειας, μπορεί δηλαδή να οδηγήσει σε ανατροπή του αποτελέσματος, το πρώτο κόμμα εντός να είναι άλλο από το πρώτο κόμμα που αναδεικνύεται πρώτο εκτός.

• Το γεγονός ότι από το 1975 δεν υπάρχει απογραφή του απόδημου ελληνισμού – υπάρχουν διάφορα νούμερα από μελέτες, διπλωματικές υπηρεσίες, τη Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, κλπ, αλλά δεν υπάρχει έγκυρη συγκεντρωτική εικόνα.

Υπερβαίνει επίσης το εμπόδιο της αντισυνταγματικότητας που θα μπορούσε να τεθεί σε περίπτωση ορισμού κριτηρίων για τον περιορισμό του εκλογικού σώματος εξωτερικού, δεδομένου ότι συνταγματικά το δικαίωμα ψήφου ισχύει για όσους έχουν την ελληνική ιθαγένεια (εγγράφονται αυτοδικαίως στους εκλογικούς καταλόγους), η οποία με βάση τα ισχύοντα αποδίδεται με το «δίκαιο του αίματος», δηλαδή με το κριτήριο της καταγωγής.

Αυτό πάντως που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η θεσμική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολο να εξηγηθεί και να φτάσει στο ευρύ κοινό με όρους πολιτικής επικοινωνίας, γι’ αυτό και η ΝΔ «παίζει μπάλα» με διάφορες πολιτικές υπεραπλουστεύσεις που καλύπτουν και τις αντιφάσεις των αποσπασματικών, προφορικών, προτάσεών της.

Κάτω από τον πήχη της η Ν.Δ. προς χάριν της επικοινωνιακής νίκης

Η Νέα Δημοκρατία στην πραγματικότητα αυτή τη στιγμή δεν έχει καταθέσει καμία συγκεκριμένη πρόταση, έχει μόνο θέσει στο τραπέζι ως «κόκκινη γραμμή» το να προσμετράται η ψήφος των αποδήμων στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ σε πρώτο πλάνο κραυγάζει γενικώς και αορίστως περί της «ισοτιμίας της ψήφου», παρά το ότι κατά τα λοιπά προωθεί την ακύρωση της απλής αναλογικής για να επαναφέρει το μπόνους στο πρώτο κόμμα. Κοινώς, έχει καταθέσει γενικές αναφορές, κάνοντας παιχνίδι πολιτικό και επικοινωνιακό. και δεν μπαίνει στα ψιλά γράμματα των σύνθετων νομικών πτυχών του θέματος. Δεν φαίνεται με άλλα λόγια να έχει μια πλήρη και συνεκτική πρόταση.

Την ίδια ώρα, μάλλον περνά απαρατήρητο και ασχολίαστο το γεγονός ότι έχει ρίξει στα τάρταρα τον αρχικό πήχη αναφορικά με το δυνητικό εκλογικό σώμα των αποδήμων.

Το αρχικό πλάνο του Κυριάκου Μητσοτάκη – ουσιαστικά ένα κλείσιμο του ματιού στην ομογένεια στην Αμερική – ήταν να ψηφίζει όποιος αποκτά ιθαγένεια, δηλαδή ένας απροσδιόριστος αριθμός ανθρώπων από εκείνους που έχουν μεταναστεύσει εδώ και αρκετές γενιές, καθώς και τα παιδιά τους, κατά κανόνα σε Αμερική, Καναδά, Αυστραλία και Ευρώπη, που με τα πιο συντηρητικά στοιχεία φαίνεται να ξεπερνούν το 1,5 εκατομμύριο.

Ωστόσο ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, εν είδει προσέγγισης της θέσης του ΚΚΕ, έβαλε στο τραπέζι το κριτήριο περί ΑΦΜ, κάτι που, σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλέστηκε, αφορά περί τις 350.000 Έλληνες του εξωτερικού. Όμως μόνο την τελευταία δεκαετία της κρίσης υπολογίζεται ότι έχουν φύγει στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας περί τους 500.000 Έλληνες.

Εν ολίγοις, από τις βλέψεις να «χαϊδέψει» τα αυτιά της… ισχυρής κοινότητας των ομογενών της Αστόρια, καταλήγει να μην πιάνει ούτε τους Έλληνες της κρίσης.

Επιπλέον, σύμφωνα με ρεπορτάζ, αναφορικά με το θέμα του «απαγορευτικού» που βάζει το ΚΚΕ για την επιστολική ψήφο, από την κυβέρνηση στέλνουν σήμα ότι «θα βρούμε μια μέση οδό». Η οποία μέση οδός μεταξύ επιστολικής και αυτοπρόσωπης παρουσίας ποια μπορεί να είναι άραγε; Μήπως η Ν.Δ. απλώς αναζητεί κάποιο τέχνασμα ή διατύπωση για να παρουσιάσει την αποδοχή της θέσης του ΚΚΕ ως «συμβιβαστική λύση»; Από την άλλη ο Κυριάκος Μητσοτάκης «τα βρήκε» και με τη Φώφη Γεννηματά η οποία τάσσεται υπέρ της επιστολικής ψήφου.

ΚΚΕ: Κριτήρια στη βάση εύλογων προβληματισμών- «Σκοντάφτουν» στο Σύνταγμα

Όλες τις προηγούμενες μέρες λέγεται από πλευράς κυβερνητικών διαρροών ότι κλειδί για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων 200 ψήφων είναι η στάση του ΚΚΕ.

Άλλωστε:

● το ΚΙΝΑΛΛ φαίνεται να ξεπέταξε το θέμα έχοντας αποφασίσει εκ των προτέρων ότι θα συμπλεύσει με την κυβέρνηση,

● η διαφωνία με το ΜέΡΑ25 στην επιστολική ψήφο είναι μάλλον αντιμετωπίσιμη,

● ο Βελόπουλος (Ελληνική Λύση) συμφωνεί άνευ όρων.

Ενδεχομένως λοιπόν, όντως, κλειδί να είναι η στάση του ΚΚΕ, το οποίο εμφανίστηκε ανοιχτό στη συζήτηση, τοποθετήθηκε θετικά – «το συζητάμε» είπε ο Δημήτρης Κουτσούμπας – και ως προς την κόκκινη γραμμή της Ν.Δ. (να προσμετράται η ψήφος στο συνολικό αποτέλεσμα), αλλά διεμήνυσε ότι θα τοποθετηθεί οριστικά όταν δει το νομοσχέδιο. Προφανώς η Ν.Δ. θα παίξει επικοινωνιακά με τη θετική διάθεση του Περισσού και όχι με την επιφύλαξή του «να δούμε και το τελικό».

Όμως τίποτε δεν έχει τελειώσει και το ΚΚΕ μπορεί να διαφωνήσει όταν έρθει το νομοσχέδιο. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση πιθανότατα θα ασκήσει τη μέγιστη πολιτική πίεση προς τον Περισσό επιχειρώντας από τη μία να τον εκθέσει στους Έλληνες του εξωτερικού και από την άλλη, εσωτερικά, να τον εμφανίσει ως ουραγό του ΣΥΡΙΖΑ.

Η θέση του ΚΚΕ κινείται στην κατεύθυνση του περιορισμού του εκλογικού σώματος των Ελλήνων του εξωτερικού με βάση την αρχή ίσες υποχρεώσεις – ίσα δικαιώματα, δηλαδή ψηφίζουν εκείνοι που έχουν φορολογικές υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος και υφίστανται τις πολιτικές των κυβερνήσεων που εκλέγονται. Ειδικότερα, το ΚΚΕ θέτει 3 αυστηρές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ισχύουν ταυτόχρονα:

● Αυτός που αποκτά δικαίωμα ψήφου να έχει φορολογικές υποχρεώσεις, π.χ. περιουσία που φορολογείται στην Ελλάδα (και όχι απλώς ΑΦΜ).

● Να απουσιάζει από τη χώρα ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ενδεικτικά μέχρι 30 χρόνια.

● Και τέλος να ψηφίζει με αυτοπρόσωπη παρουσία στα κατά τόπους εκλογικά τμήματα σε πρεσβείες και προξενεία ή οπουδήποτε είναι δυνατό να στηθούν εκλογικά τμήματα – αποκλείει δηλαδή κατηγορηματικά την επιστολική ψήφο.

Από κει και πέρα, στη βάση αυτή συζητάει και τον συνυπολογισμό της ψήφου στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα – η συρρίκνωση της δυνητικής εκλογικής βάσης σε «λελογισμένα πλαίσια» δεν θεωρείται ότι μπορεί να επιφέρει αλλοίωση στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον υπό όρους απλής αναλογικής.

Το ζήτημα που γεννάται εδώ είναι το κατά πόσο νομικά και συνταγματικά στέρεη είναι αυτή η πρόταση, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο της αντισυνταγματικότητας για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω, ότι δηλαδή ο ορισμός αυστηρών περιοριστικών κριτηρίων αντιβαίνει στην συνταγματική πρόβλεψη ότι δικαίωμα ψήφου έχουν όσοι κατέχουν την ελληνική ιθαγένεια (την οποία ακόμη και όσοι δεν την έχουν τυπικά αυτή τη στιγμή μπορούν εύκολα να την αποκτήσουν). Και ο περιορισμός του διαστήματος απουσίας ενδεχομένως να έχει πρόβλημα.

Στον ΣΥΡΙΖΑ, όπου «επί της αρχής» βλέπουν με θετικό μάτι την πρόταση που κατέθεσε ο Δημήτρης Κουτσούμπας, θεωρούν ότι υπάρχει κίνδυνος η Ν.Δ., εμφανιζόμενη ότι αποδέχεται τη θέση του ΚΚΕ, να επιχειρήσει την παγίδευσή του γνωρίζοντας ότι συνταγματικά η πρότασή του είναι αδύναμη και μπορεί να προσβληθεί.

Ωστόσο, το πιθανότερο είναι αυτό να φανεί στην πορεία και προ της ψήφισης, όταν θα εμφανιστεί το νομοσχέδιο και η συζήτηση θα γίνει επί συγκεκριμένων διατάξεων, τις οποίες θα κληθούν να αξιολογήσουν όχι μόνο ο πολιτικός κόσμος, αλλά και οι συνταγματολόγοι και λοιποί ειδικοί.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα