Σε ρότα «Ψυχρού Πολέμου» οι ΗΠΑ, βάλλουν κατά της Ρωσίας, στοχεύουν και την Κίνα

Τα προεόρτια ενός νέου γύρου του «Ψυχρού Πολέμου», μιας ραγδαίας κλιμάκωσης των σχέσεων ΗΠΑ και Ρωσίας, που θα έχει ισχυρό αντίκτυπο στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή και θα διαμορφώσει νέες συνθήκες σε Ανατολή και Δύση, έχουν αρχίσουν να εξυφαίνονται. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υιοθετεί μια άκρως συγκρουσιακή πολιτική απέναντι στη Μόσχα και ετοιμάζεται να ανοίξει «μέτωπο» και με την Κίνα, η οποία απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, στη παγκόσμια οικονομία.

Γράφει ο Νώντας Βλάχος

Ο νέος «πλανητάρχης» είχε προαναγγείλει, ότι σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Ντόναλντ Τραμπ, θα εφάρμοζε εξωστρεφή εξωτερική πολιτική και θα επανέφερε τις ΗΠΑ στη θέση που της αρμόζει, δηλαδή της πρωταγωνίστριας και διαμορφώτριας, των δρωμένων στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η εν λόγω προσέγγιση απέχει παρασάγγας από την εξόχως επιθετική διπλωματική ρητορική που υιοθέτησε ο Τζο Μπάιντεν, προκειμένου να εκφράσει την άποψή του για την προσωπικότητα του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Ακόμα και στις πιο «μαύρες» σελίδες του Ψυχρού Πολέμου, τότε που πράγματι η σύγκρουση ανάμεσα στην καπιταλιστική Αμερική και την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση, ήταν βαθιά ιδεολογική, πολιτική, κοινωνική, οι ηγέτες των δύο τότε υπερδυνάμεων, απέφευγαν να έρθουν σε προσωπική αντιπαράθεση.

Ο ρόλος του εχθρού

Οι αιτίες της νέας σύγκρουσης που διαμορφώνεται ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, λαμβάνοντας μάλιστα χαρακτηριστικά ενός νέου «Ψυχρού Πολέμου», προφανώς δεν είναι ιδεολογικές. Εν τη απουσία της κόκκινης απειλής, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το αμερικανικό «think tank» έψαχνε εναγωνίως τον επόμενο «κακό», αυτόν που θα ενσάρκωνε το ρόλο της απειλής προς την Ουάσιγκτον. Ο Σαντάμ Χουσέιν, ο Μπιν Λάντεν και η Αλ Κάιντα, οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και οι απανταχού ισλαμιστές φομενταλιστές τρομοκράτες, υποδύθηκαν με επιτυχία τον ρόλο τις περασμένες δεκαετίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ρωσία και δη ο Βλαντιμίρ Πούτιν, είχαν βγει ποτέ από το κάδρο των εχθρών.

Το αμερικανικό σύστημα, αυτό που συνθέτει και τροφοδοτεί το «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ, στο οποίο οι βιομηχανίες όπλων έχουν πρωταγωνιστική θέση, λειτουργεί με «θέσφατο» την… αέναη ανίχνευση και εύρεση εχθρών. Οι πολεμικές βιομηχανίες πρέπει να συνεχίσουν να πουλούν την «πραγμάτια» τους, σε αγαστή συνεργασία πάντα με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, που παραδοσιακά φορτώνει με πολλά δισ.δολάρια τον προϋπολογισμό της Άμυνας. Την ίδια συνταγή ακολουθεί και ο Μπάιντεν, που μάλιστα, πηγαίνει ένα βήμα πιο μακριά, ανακοινώνοντας πως άναψε το «πράσινο φως» για σημαντικές αναβαθμίσεις του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου και για μια νέα κούρσα εξοπλισμών.

Υπάρχουν, ωστόσο, ανά περιπτώσεις, αντικειμενικές -πραγματικές «υπαιτιότητες» του αποκαλούμενου εχθρού, που «εξαναγκάζουν» τις ΗΠΑ να τον αντιμετωπίσουν. Όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι Δημοκρατικοί δεν ξέχασαν, δεν λησμόνησαν, παρά το γεγονός ότι απέτυχαν να το αποδείξουν εμπράκτως, δηλαδή δικαστικώς, ότι η Ρωσία αναμείχθηκε στις αμερικανικές εκλογές του 2016, προς χάριν του Ντόναλντ Τραμπ και με σκοπό να πλήξει την υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον.

Το αποκαλούμενο Russiagate και η ανάμειξη της Μόσχας στα αμερικανικά πολιτικά δρώμενα, αποτελεί το «άλλοθι», το κατάλληλο εφαλτήριο για το Τζο Μπάιντεν, προκειμένου να νομιμοποιήσει στην κοινή γνώμη της χώρας του, την πρωτοφανή επίθεση και κατηγορώ προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Κι αν για τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, η Ρωσία αποτελεί τον προφανή εχθρό, με τον οποίο θα αντιπαρατεθούν στη γεωπολιτική σκηνή, η Κίνα αποτελεί την εν δυνάμει απειλή, με την οποία πρέπει να αναμετρηθούν στο εγγύς μέλλον.

Η οικονομική απειλή της Κίνας

Ο ασιατικός «γίγαντας» αμφισβητεί εμπράκτως την αμερικανική οικονομική κυριαρχία. Βρίσκεται διαρκώς σε ανοδική τροχιά, καταγράφει εξαιρετικά μακροοικονομικά νούμερα και εκτιμάται ότι 2028 θα ρίξει τις ΗΠΑ από τον θώκο της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Θεωρείται βέβαιο, αυτό που μένει να πραγματωθεί είναι το πότε θα συμβεί, πως οδεύουμε ολοταχώς προς αναθέρμανση του εμπορικού-οικονομικού πολέμου Ουάσιγκτον-Πεκίνου. Η διακυβέρνηση Ομπάμα, στην οποία συμμετείχε ως αντιπρόεδρος ο Τζο Μπάιντεν, είχε «επενδύσει» πολιτικά αλλά και σε πρακτικό επίπεδο, προκειμένου να ανασχέσει την κινεζική γιγάντωση, χωρίς ουσιαστική επιτυχία.

Οι ΗΠΑ, λοιπόν, επιτίθενται ευθέως στη Ρωσία και ακονίζουν τα «μαχαίρια» τους για τη σύγκρουση, τουλάχιστον σε γεω-οικονομικό επίπεδο με το Πεκίνο. Θεωρείται σίγουρο ότι η Ουάσιγκτον θα αναζητήσει συμμάχους, κυρίως από τη Δύση και δη την Ευρώπη, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δύο απειλές από την Ανατολή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντως, δεν δείχνει διατεθειμένη να εισέλθει σε ρήξη με την Κίνα και να «σπάσει» τους οικονομικούς δεσμούς που με κόπο φτιάχνει συστηματικά τα τελευταία χρόνια.

Ούτε επίσης ανιχνεύονται προθέσεις εκ μέρους των Βρυξελλών, να ταχθούν στο «άρμα» των ΗΠΑ, διαμορφώνοντας μια συμμαχία απέναντι στον ρωσικό κίνδυνο. Υπάρχει άλλωστε το ΝΑΤΟ, για αυτό τον ρόλο, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει πως και εκεί θα προκύψει σύμπνοια με το αμερικανικό σκεπτικό και τη θεώρηση, αναφορικά με τις ενέργειες της Μόσχας.

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα