Πότε πρόκειται να αυξηθεί πάλι ο κατώτατος μισθός

Νέα δεδομένα δημιουργούνται στο “καυτό” μισθολογικό ζήτημα μετά τις προχθεσινές δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, σύμφωνα με τις οποίες στην πράξη μετατίθεται η προοπτική αύξησης του κατώτατου μισθού των εργαζόμενων για μετά το τέλος της τρέχουσας τριετίας.

Για όσους παρακολουθούσαν προσεκτικά τις προεκλογικές υποσχέσεις της ΝΔ και τις κινήσεις των ελληνικών και διεθνών επιχειρηματικών και οικονομικών κύκλων,  η δήλωση Σταϊκούρα ότι η κυβέρνηση δεν σχεδιάζει αύξηση του κατώτατου μισθού σε βάθος τριετίας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία…

Με δεδομένη την απόφαση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, από την 1η Φεβρουαρίου 2019 ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί στα 650 € και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 29,04 € και ισχύουν χωρίς ηλικιακή διάκριση (κατάργηση υποκατώτατου). Ο κατώτατος μισθός προσαυξήθηκε κατά 10% για κάθε διαμορφωμένη τριετία προϋπηρεσίας.

Αντιμετωπίζοντας αυτό το “τετελεσμένο”, η ΝΔ είχε εξαγγείλει προεκλογικά τη σύνδεση των μισθών με τον ρυθμό ανάπτυξης και στο πρόγραμμα της είχε συμπεριλάβει την εξαγγελία για αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2020 μέχρι το 2022, με ρυθμό διπλάσιο από τον ρυθμό ανάπτυξης, ώστε να φτάσει σε τρία χρόνια τα 730 ευρώ.

Ερμηνεύοντας την προεκλογική αυτή δέσμευση την προπαραμονή των Χριστουγέννων,ο υπουργός Οικονομικών Χρηστος Σταικουρας  δηλωσε στην ΕΡΤ ότι όντως «έχουμε πεί διπλάσια αύξηση του κατώτατου μισθού σε σχέση με την ανάπτυξη. Ξεκινώντας όμως από έναν κατώτατο μισθό που δεν έχει αυξηθεί ήδη, όσο αυξήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Γιατί η προηγούμενη κυβέρνηση έφερε ξαφνικά, μήνα Φεβρουάριο, αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%. Ουσιαστικά ενσωμάτωνε την αύξηση του κατώτατου μισθού που θα έπρεπε να γίνει σε βάθος τριετίας ή τετραετίας, με βάση τους ρυθμούς μεγένθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Άρα έχουμε ήδη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%. Θα αξιολογηθεί αυτό το θέμα ανάλογα με τα δεδομένα της οικονομίας».

Κατ’αυτόν τον τρόπο επί της ουσίας ακύρωσε το γράμμα αλλά και το πνεύμα των προεκλογικών κυβερνητικών εξαγγελιών για το θέμα, αφού όταν αυτές έβλεπαν το φώς της δημοσιότητας ήταν γνωστή η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον ΣΥΡΙΖΑ κατά 11%.

Για την ιστορία της εξέλιξης του ζητήματος υπενθυμίζεται ότι τόσο το ΔΝΤ όσο και ο ΣΕΒ ήταν οι δυο οικονομικοί παράγοντες που διαφωνούσαν σε οποιαδήποτε μισθολογική αύξηση, στο όνομα της στήριξης της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. Άλλωστε ειδικότερα το ΔΝΤ ήταν ο εμπνευστής της εσωτερικής δημοσιονομικής υποτίμησης με βασικό εργαλείο την υπερσυμπίεση των μισθών.

Από την πλευρά του, ο ΣΕΒ είχε διακηρύξει την αντίθεση του στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% που είχε εφαρμόσει η προηγούμενη κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο. Υποστήριζε δε τότε ότι «το ύψος των μισθών, και μεταξύ αυτών το ύψος των κατώτατων μισθών, που μπορεί να αντέξει η οικονομία, συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας».

Ο ΣΕΒ επίσης έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας ακύρωση της εγκυκλίου της προηγούμενης ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας με την οποία προβλέπεται η προσαύξηση του νέου κατώτατου μισθού από 1/2/2019, με βάση την προϋπηρεσία των μισθωτών, δηλαδή τις τριετίες.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι θεωρούν ότι οι νέες τοποθετήσεις του υπουργού οικονομικών έρχονται απλά να “διορθώσουν” τα προηγούμενα μέτρα και να ευθυγραμμίσουν το μισθολογικό με τις απόψεις των παραπάνω οικονομικών παραγόντων, μεταθέτοντας τις όποιες νέες αυξήσεις στους μισθούς για μετά το τέλος του 2022…

 

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα