Ποια είναι η πιο επικίνδυνη συνήθεια για την υγεία μας;

Η καθιστική ζωή μπορεί κυριολεκτικά να μας σκοτώσει. Ευτυχώς, όμως, η αντιμετώπιση του κινδύνου είναι εκπληκτικά απλή.

Καθώς ο κόσμος εξελίσσεται, η τεχνολογία αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο. Η πρόοδος αυτή έχει δύο όψεις: Από τη μια, έρχεται να διευκολύνει τη ζωή μας και να κάνει την καθημερινότητά μας πιο απλή και από την άλλη η απλοποίηση αυτή μας κάνει όλο και πιο αδρανείς. Το αποτέλεσμα; Σήμερα, έχουμε καταλήξει να περνάμε ένα μεγάλο μέρος της ημέρας καθισμένοι σε μια καρέκλα ή έναν καναπέ, κοιτάζοντας μια οθόνη.

Όσο αθώα κι αν μοιάζει αυτή η εξέλιξη, στην πραγματικότητα δρομολογεί, αργά αλλά σταθερά, μια κρίση υγείας, που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από ανησυχητικά ποσοστά πρώιμης έναρξης διαβήτη και υπέρτασης. Επιπλέον, το τέλος κάθε τέτοιας ημέρας συνοδεύεται από μια έντονη αίσθηση κόπωσης.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι εάν αυτό το μοτίβο καθιστικής ζωής συνεχιστεί, σχεδόν 500 εκατομμύρια άνθρωποι θα αναπτύξουν καρδιακές παθήσεις, παχυσαρκία, διαβήτη ή άλλες, μη μεταδοτικές ασθένειες σε διάστημα δεκαετίας, κοστίζοντας στις κυβερνήσεις 27 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Παράλληλα, αυτός ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής θα μεταδοθεί και στις επόμενες γενιές, στερώντας από τους μελλοντικούς ανθρώπους την ευκαιρία να αισθάνονται δυνατοί, υγιείς και κινητικοί.

Πολλοί είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν ένα smartwatch για να μετρά τα βήματα που κάνουν καθημερινά, αλλά και να τους θυμίζει να σηκώνονται τακτικά απ’ όπου κι αν κάθονται και να κινούνται. Ωστόσο, συχνά αγνοούν αυτές τις υπενθυμίσεις και συνεχίζουν στο ίδιο, ανθυγιεινό μοτίβο. Άλλοι προπονούνται το πρωί, πριν από οτιδήποτε άλλο, πιστεύοντας ότι αυτό αρκεί για να εξουδετερώσει τα δεινά μιας κατά τα άλλα αδρανούς ημέρας. Κι ύστερα, υπάρχουν κι εκείνοι των οποίων η καθημερινότητα χαρακτηρίζεται από έντονη ορθοστασία, η οποία με τη σειρά της είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει τα ακανόνιστα επίπεδα σακχάρου και λιπιδίων στο αίμα.

Μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο Columbia, σε μια προσπάθεια να μάθει ποια είναι η ελάχιστη κίνηση που απαιτείται για να αντισταθμίσει τις βλάβες της καθιστικής ζωής, διαπίστωσε ότι πέντε λεπτά ήπιου περπατήματος κάθε μισή ώρα μπορούν να κάνουν τη διαφορά.

Κατά πόσο, όμως, είναι εφικτό να προσθέσουμε τακτικά διαλείμματα κίνησης στην καθημερινότητά μας;

Προσπαθώντας να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, οι ερευνητές ζήτησαν από τους ακροατές του Εθνικού Δημόσιου Ραδιοφώνου των ΗΠΑ να συμμετάσχουν σε μια μελέτη συνολικής διάρκειας τριών εβδομάδων, στο πλαίσιο της οποίας κλήθηκαν να απαντήσουν κατά πόσο θα μπορούσαν να ενσωματώσουν τακτικά διαλείμματα κίνησης κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς και να αναφέρουν όλους τους λόγους που τα κατάφεραν ή που δεν μπόρεσαν. Στη μελέτη πήραν τελικά μέρος περισσότερα από 20.000 άτομα, οι απαντήσεις των οποίων διαμόρφωσαν ενδιαφέροντα συμπεράσματα:

Τα διαλείμματα κίνησης έδειξαν να ωφελούν, εκτός από τη σωματική, και την ψυχική υγεία. Διαπιστώθηκε ότι οι συμμετέχοντες είχαν καλύτερη διάθεση τις ημέρες που έκαναν διαλείμματα κίνησης, αναφέροντας περισσότερα θετικά και λιγότερα αρνητικά συναισθήματα. Ένιωθαν, επίσης, να έχουν περισσότερη ενέργεια, αναφέροντας μια μείωση της αίσθησης κόπωσης σε ένα ποσοστό 25%.
Τα διαλείμματα δεν έδειξαν να επηρεάζουν αρνητικά την απόδοση της εργασίας. Αντιθέτως, οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι ένιωθαν περισσότερο αφοσιωμένοι στη δουλειά τους και έδειξαν ελαφρές βελτιώσεις στην ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας τους τις ημέρες που έκαναν διαλείμματα κίνησης.
Παρ’ όλα τα ευρέως γνωστά και διαπιστωμένα οφέλη των διαλειμμάτων κίνησης στην υγεία, πολλοί φαίνεται να δυσκολεύονται να εντάξουν αυτή τη συνήθεια στην καθημερινότητά τους. Ενδεικτικά, μόνο το 50% των συμμετεχόντων της έρευνας ανέφερε ότι μπορούσε να κάνει τόσο συχνά διαλείμματα κίνησης, ενώ οι κυριότεροι παράγοντες που αναφέρθηκαν ως εμπόδια ήταν η πίεση για παραγωγικότητα στην εργασία, η αίσθηση ότι ο φόρτος υποχρεώσεων είναι τέτοιος που δεν επιτρέπει ένα διάλειμμα και οι ανησυχίες σχετικά με τη διατάραξη των άτυπων κανόνων στο χώρο εργασίας.

Πολλοί από τους συμμετέχοντες διαπίστωσαν ότι τα διαλείμματα κίνησης κάθε μία ή δύο ώρες ήταν ένας πιο ρεαλιστικός στόχος, που αναστάτωνε λιγότερο την καθημερινότητά τους. Σε αυτό το στόχο, ανταποκρίθηκε θετικά ένα 70-80% των συμμετεχόντων. Ωστόσο, η αίσθηση της υπερφόρτωσης και οι πιέσεις για αποδοτικότητα στην εργασία εξακολουθούσαν να αναφέρονται τακτικά ως ανασταλτικοί παράγοντες, ακόμη και γι’ αυτά τα λιγότερο τακτικά διαλείμματα.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι είναι ζωτικής σημασίας ο εντοπισμός των παραγόντων εκείνων που εμποδίζουν την ενσωμάτωση αυτής της τόσο απλής κίνησης, που μπορεί να προστατεύσει την υγεία από μια σειρά σημαντικών κινδύνων. Οι ειδικοί τονίζουν ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να θυσιάζουν την ψυχική και σωματική τους ευεξία στο βωμό των σύγχρονων υποχρεώσεων και εξαιτίας του ότι η ζωή σήμερα έχει δομηθεί με τέτοιο τρόπο που να προωθεί την καθιστική ζωή. Υπογραμμίζουν, τέλος, την ανάγκη αλλαγής σε μια νοσηρή νοοτροπία, διευκρινίζοντας ότι το σχολείο και τα εργασιακά περιβάλλοντα θα πρέπει να επιτρέπουν και να προωθούν την τακτική κίνηση του ανθρώπινου δυναμικού τους.

 

 

Πηγή: ygeia mou

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα