Οι νέες απειλές για την οικονομία και η αντιμετώπισή τους από την κυβέρνηση

Σε τροχιά ισχυρής ανάκαμψης έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία από το 2021, καλύπτοντας με γρήγορο ρυθμό το χαμένο έδαφος από την πανδημία. Την ίδια ώρα, όμως, η οικονομία βρίσκεται στον κλοιό των διεθνών πληθωριστικών πιέσεων και το κόστος δανεισμού της χώρας αυξάνεται. Σε αυτή τη συγκυρία, η κυβέρνηση ακολουθεί συνετή πολιτική και εκπληρώνει βασικές υποσχέσεις της, ενώ η αντιπολίτευση -και πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ- διατυπώνει προτάσεις εκτός οικονομικής πραγματικότητας και καλλιεργεί… λεφτόδεντρα.

Γράφει ο Γρηγόρης Σαμπάνης*

Η καλύτερη επιβεβαίωση της ορθής πορείας που έχει χαράξει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην οικονομική πολιτική έρχεται από τα στοιχεία και τις προβλέψεις για την ανάπτυξη. Είναι πλέον δεκτό από όλους τους παρατηρητές ότι το 2021 η οικονομία ανέκαμψε με πολύ ισχυρό τρόπο, με ρυθμό που πιθανόν να ξεπέρασε και το 9%, πολύ υψηλότερο από κάθε πρόβλεψη που γινόταν στις αρχές του προηγούμενου έτους, στον απόηχο του υφεσιακού σοκ που έφερε η πανδημία.

Για το 2022, όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στη συνέχιση αυτής της ισχυρής ανάκαμψης, ώστε να καλυφθεί με το παραπάνω το έδαφος που χάθηκε λόγω της πανδημίας. Ένας ρυθμός ανάπτυξης της τάξεως του 5% είναι εφικτός, χωρίς να αποκλείεται ανοδική έκπληξη. Ιδιαίτερα εάν, όπως όλα δείχνουν, μετά τον Μάρτιο η ελληνική τουριστική βιομηχανία θα έχει απελευθερωθεί από όλα τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας, κάτι που έχει ήδη οδηγήσει, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Τουρισμού, σε τεράστια αύξηση κρατήσεων, η οποία οδηγεί μάλιστα σε πρόωρο άνοιγμα της τουριστικής σεζόν.

Οι επιτυχίες στο πεδίο της ανάπτυξης δεν ήλθαν αυτόματα, ούτε ήταν αυτονόητες το 2020, όταν η κυβέρνηση κλήθηκε να διαχειρισθεί τις πρωτοφανείς συνέπειες της πανδημίας. Η κυβέρνηση κινήθηκε σε μια λεπτή γραμμή: προστάτευσε τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενώ παράλληλα χορήγησε μεγάλες ενέσεις ρευστότητας στην οικονομία, ύψους περίπου 44 δισ. ευρώ και διαπραγματεύθηκε με επιτυχία, «εξαργυρώνοντας» με τον καλύτερο τρόπο την αξιοπιστία της στην Ευρώπη, το μεγάλο πακέτο από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, που περιλαμβάνει επιχορηγήσεις 18,4 δισ. και δάνεια 12,7 δισ. για να τεθεί σε στέρεη βάση η οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία.

Για να φθάσουμε στη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη του 2021, χρειάσθηκε να πείσει η κυβέρνηση πέραν πάσης αμφιβολίας τους Ευρωπαίους εταίρους και την αγορά ομολόγων ότι δεν είχε την πρόθεση να επαναλάβει λάθη του παρελθόντος στην οικονομική πολιτική, που εύκολα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα δημοσιονομική εκτροπή, ιδιαίτερα αν έμπαινε στον πειρασμό να μοιράσει αλόγιστα τα αποθεματικά της χώρας, όπως πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ. Για το Ταμείο Ανάκαμψης, χρειάσθηκε όχι μόνο σκληρή διαπραγμάτευση στην Ευρώπη, αλλά και οργανωμένη δουλειά για να καταρτισθεί ένα πλήρες και πειστικό σχέδιο επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, που κέρδισε την εμπιστοσύνη της Ευρώπης και εξαιρετικά σχόλια από όλους τους αναλυτές.

Η απειλή από πληθωρισμό και επιτόκια

Σήμερα, η κυβέρνηση καλείται να διαχειρισθεί μια νέα κρίση, που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε περιπέτειες, εάν γίνονταν απρόσεκτοι χειρισμοί και οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής παρασύρονταν από λαϊκιστικές συνταγές. Η ενεργειακή κρίση και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα έχουν εκτινάξει τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών και στην Ελλάδα στα υψηλότερα επίπεδα από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, όταν η χώρα άρχιζε την πορεία μείωσης του πληθωρισμού για να ενταχθεί στην ευρωζώνη.

Στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, η ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα βρίσκεται υπό έντονη πίεση. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και των καταθέσεων στη διάρκεια της πανδημίας, που ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των κρατικών μέτρων στήριξης, τώρα υπονομεύεται από τις γενικευμένες αυξήσεις των τιμών ενέργειας και βασικών αγαθών και πολλά νοικοκυριά βιώνουν μια οικονομική ασφυξία.

Όμως, ιδιαίτερα για την Ελλάδα και τις άλλες οικονομίες της ευρωζώνης με μεγάλο δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία, αυτή η έξαρση του πληθωρισμού θα ήταν πολύ εύκολο να εξελιχθεί και σε μια κρίση δανεισμού:

-Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμάζεται να αλλάξει την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική και να τερματίσει όχι μόνο το έκτακτο, αλλά και το τακτικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (αγοράς ομολόγων), ώστε να ανοίξει τον δρόμο για αύξηση των επιτοκίων, που σήμερα είναι μηδενικά ή αρνητικά (το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες βρίσκεται στο -0,50%).

-Οι αγορές προεξοφλούν ήδη την επίδραση της νέας πολιτικής της ΕΚΤ στα κόστη δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης. Η ελληνική κυβέρνηση δανειζόταν το περασμένο καλοκαίρι με 0,90% μέσω έκδοσης 10ετών ομολόγων, ενώ η πρώτη έκδοση του 2022 ανέβασε το επιτόκιο στο διπλάσιο (1,80%). Στη δευτερογενή αγορά, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει ξεπεράσει το 2,50%, επίπεδο περίπου τετραπλάσιο από το ιστορικό χαμηλό του 0,60% που είδαμε μέσα στο 2021. Οι επενδυτές παρακολουθούν πολύ στενά τους χειρισμούς της κυβέρνησης στην οικονομική πολιτική και είναι έτοιμοι να «πυροβολήσουν» τα ελληνικά ομόλογα, εάν υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία για τη δημοσιονομική σταθερότητα. Επιπλέον, η χώρα δεν έχει φθάσει ακόμη στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης, κάτι που αναμένεται να γίνει στις αρχές του 2023, και αυτό σημαίνει ότι κατατάσσεται από τους επενδυτές σε μια ιδιαίτερη κατηγορία υψηλού κινδύνου.

Στήριξη της κοινωνίας, προστασία της οικονομίας

Μπροστά σε αυτές τις συνθήκες, ο πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ακολουθούν την ενδεδειγμένη πολιτική, αφήνοντας μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ να μιλά για γενικευμένες μειώσεις έμμεσων φόρων στην ενέργεια και σε βασικά αγαθά, για εξωπραγματικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και πολλά άλλα που δείχνουν, δυστυχώς, ότι ακόμη και μετά την -τραυματική για τη χώρα- θητεία του στην κυβέρνηση, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιμένει και σήμερα σε μια ρητορική άκρατου λαϊκισμού για την οικονομία, που αν μετουσιωνόταν σε οικονομική πολιτική θα οδηγούσε τη χώρα σε νέες περιπέτειες.

Από τη μια, η κυβέρνηση δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας στις αγορές και τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές ότι έχει τη βούληση φέτος, μετά τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, προτίθεται να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της για μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος κοντά στο 1%, ώστε να επανέλθει από το 2023 η χώρα σε πλεονάσματα. Προφανώς, αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί, εάν έμπαινε η κυβέρνηση στον πειρασμό να κόψει, για παράδειγμα τον ΦΠΑ ή τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα, ανοίγοντας μεγάλες «τρύπες» στον προϋπολογισμό, που θα ήταν αδύνατο να αναπληρωθούν από άλλες πηγές εσόδων. Μια ανακοίνωση μείωσης φόρων στα καύσιμα θα ήταν αρκετή για να έλθει η κυβέρνηση σε σκληρή σύγκρουση με τους Ευρωπαίους εταίρους και να «τιμωρηθεί» αμέσως από την αγορά ομολόγων με υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, κάτι που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται όσοι πλειοδοτούν σε λαϊκιστικές προτάσεις και υποσχέσεις.

Από την άλλη, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τα περιθώρια που αφήνει η οικονομική ανάκαμψη και η συνετή δημοσιονομική διαχείριση για να προσφέρει στήριξη στους καταναλωτές που δοκιμάζονται από τις αυξήσεις των τιμών. Οι επιδοτήσεις στην ενέργεια έφθασαν τα 2 δισ. ευρώ ως το τέλος Ιανουαρίου 2022 και θα συνεχισθούν όσο το επιβάλλουν οι συνθήκες που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση. Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει εξετάσει και θα κινηθεί στην κατεύθυνση αυτή εκτός πολύ σοβαρού απροόπτου τη χορήγηση ενός επιδόματος πριν το Πάσχα στα ευάλωτα νοικοκυριά που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης σε αυτή τη συγκυρία.

Εξαιρετικά σημαντικό είναι ότι, παρά τις πιέσεις που δημιουργεί η ειδική συγκυρία σε σχέση με τον πληθωρισμό, η κυβέρνηση μένει συνεπής στην υλοποίηση των δεσμεύσεών της για ελαφρύνσεις στους φόρους και τις εισφορές. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η μεταρρύθμιση στον ΕΝΦΙΑ, μέσω της οποίας το καθαρό όφελος για τους φορολογούμενους θα ξεπεράσει τα 300 εκατ. ευρώ, ενώ αρχικά γινόταν λόγος για αλλαγές με ελάφρυνση των βαρών κατά 70 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό «σήμα» που επιβεβαιώνει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να τονώσει το διαθέσιμο εισόδημα και την οικονομική δραστηριότητα με μέτρα ελάφρυνσης των φορολογικών επιβαρύνσεων.

Εξάλλου, όπως υπογράμμισε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, πλήθος ελαφρύνσεων έχουν ήδη υλοποιηθεί:

-Η μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή στα φυσικά πρόσωπα από το 22% στο 9%.

-Η μείωση του φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων από το 29% στο 22%.

-Η μείωση του συντελεστή παρακράτησης φόρου για τα μερίσματα από το 10% στο 5%.

-Η μείωση της προκαταβολής φόρου για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα από το 100% στο 55%, και για τα νομικά πρόσωπα από το 100% στο 80%.

-Η κατάργηση του φόρου γονικών παροχών – δωρεών για συγγενείς πρώτου βαθμού, για ακίνητες και κινητές αξίες, που αφορά αξίες έως 800.000 ευρώ.

-Η μείωση ασφαλιστικών εισφορών κατά 1+3 ποσοστιαίες μονάδες.

-Η απαλλαγή από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης των εισοδημάτων από τον ιδιωτικό τομέα για το 2021 και το 2022.

-Η μείωση του τέλους συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας, και η κατάργησή του για νέους έως 29 ετών.

-Η επέκταση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στις μεταφορές, στον καφέ και στα μη αλκοολούχα ποτά, στους κινηματογράφους και στο τουριστικό πακέτο, στα γυμναστήρια και στις σχολές χορού, έως τον Ιούνιο του 2022.

-Η μείωση του ΦΠΑ στις ζωοτροφές στο 6%.

Όπως τόνισε ο κ. Σταϊκούρας, το αποτέλεσμα αυτών των μέτρων και της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 34% σε σχέση με το 2018 είναι ότι «τα φυσικά πρόσωπα θα πληρώνουν, από εφέτος, συνολικά 920 εκατ. ευρώ λιγότερα από το 2018»!

Σε ό,τι αφορά τον βασικό μισθό, η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να ακολουθήσει την οδό των εξωπραγματικών αυξήσεων που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσμα των οποίων θα ήταν να προκληθούν σοβαρά προβλήματα στις επιχειρήσεις και να πληγεί η οικονομική δραστηριότητα. Παρ’ όλα αυτά, όπως υπογραμμίζει ο Χρ. Σταϊκούρας, τέθηκε ήδη σε εφαρμογή η πρώτη αύξηση κατά 2% «και θα ακολουθήσει δεύτερη, πιο γενναία αύξηση, τον Μάιο».

Παράλληλα, η κυβέρνηση υλοποιεί προγράμματα αύξησης της απασχόλησης, όπως: Τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, συνολικού ύψους 590 εκατ. ευρώ, για τη δημιουργία 86.000 νέων θέσεων εργασίας εντός του έτους, η επέκταση του προγράμματος επιδότησης 100.000 νέων θέσεων εργασίας, για άλλες 50.000 θέσεις με πλήρη κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών και το «πρώτο ένσημο» για την ένταξη στην αγορά εργασίας νέων ηλικίας 18 έως 29 ετών.

Επιπλέον, η κυβέρνηση επέκτεινε τα μέτρα στήριξης για την πανδημία, ώστε να γίνει ομαλά η μετάβαση στην κανονικότητα μετά την πανδημία. Προβλέπεται, για παράδειγμα, μετάθεση πληρωμής της επιστρεπτέας προκαταβολής για τον Ιούνιο, ετην επέκταση του προγράμματος των παγίων δαπανών και επέκταση του προγράμματος «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» και των προγραμμάτων «ΓΕΦΥΡΑ» για τη στήριξη δανειοληπτών.

Είναι προφανές, τουλάχιστον σε όσους αντιλαμβάνονται πώς λειτουργεί μια οικονομία και έχουν πάψει να πιστεύουν σε λεφτόδεντρα, ότι η κυβέρνηση έχει βρει τη χρυσή τομή στην οικονομική πολιτική: λαμβάνει ισχυρά μέτρα στήριξης της οικονομίας και των ασθενέστερων, αλλά ταυτόχρονα προστατεύει τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα για να διασφαλίσει ότι η χώρα δεν θα ξαναμπεί σε περιπέτειες, μετά τη δεκαετία της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Όσοι Έλληνες πίστεψαν πριν μερικά χρόνια σε μαγικές λύσεις, σήμερα μπορούν να ξεχωρίσουν αυτόν που οδηγεί το σκάφος εκ του ασφαλούς εν μέσω καταιγίδας από εκείνον που… υπόσχεται να το ρίξει ξανά στα βράχια.

*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα