Ένας βασικός εξωγενής διαμορφωτής κλίματος και τάσεων στις παγκόσμιες αγορές, πέρα από τα στενά όρια των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών εξελίξεων, είναι τα γεωπολιτικά δρώμενα. Πρόκειται για μια συνθήκη που ίσχυε… ανέκαθεν για τις αγορές, που άλλοτε επηρεάζονται θετικά και άλλοτε εντόνως αρνητικά, καθώς οι γεωπολιτικές αναταράξεις μπορούν να τις παρασύρουν σε ένα καθοδικό σπιράλ από το οποίο δύσκολα βγαίνουν.
Το είδαμε πρόσφατα με την αγορά ενέργειας η οποία «χτυπήθηκε» βάναυσα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τον γεωενεργειακό πόλεμο ανάμεσα στην Ευρώπη και στη Ρωσία. Μπορούμε να ανατρέξουμε και στην περίοδο της πανδημίας, όπου οι οικονομίες εισήλθαν σε περίοδο τέλματος και οι αγορές κλυδωνίστηκαν συθέμελα.
Για το 2024 υπάρχουν σημαντικοί γεωπολιτικοί παράγοντες που δημιουργούν εστίες κινδύνου και μεταβλητότητας για τις αγορές. Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται ασφαλώς η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή που διεξάγεται ανάμεσα σε Ισραήλ και Χαμάς. Αυτό που φοβίζει τις αγορές είναι η επέκταση του πολέμου και η μετατροπή της σε περιφερειακή σύγκρουση, που θα προκαλέσει πολυεπίπεδο ντόμινο αρνητικών εξελίξεων. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή θα διατηρήσει υψηλά τη μεταβλητότητα στις αγορές ενώ ο κίνδυνος κλιμάκωσής τους θα παραμείνει έντονος.
Μια δεύτερη εστία ανησυχίας αφορά τη διεξαγωγή εκλογών το 2024 σε ευαίσθητες γεωγραφικές ζώνες, αλλά και σημαντικές οικονομίες (Ευρώπη, ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία, κλπ), οι οποίες είναι πιθανόν θα προκαλέσουν ανατροπές των υφιστάμενων ισορροπιών. Ιδίως για τις ΗΠΑ η άποψη που εκφράζεται από κορυφαίους αναλυτές, μεταξύ των οποίων και η UBS, είναι ότι η προεκλογική περίοδος ενόψει των εκλογών τον Νοέμβριο, μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες συνθήκες την αγορά, ιδιαίτερα αν επικρατήσει μια άκρως πολωτική πολιτική «συνθήκη» και σύγκρουση στη χώρα.
Ο αντίκτυπος της αύξησης των επιτοκίων στην Ευρωζώνη
Σ΄ ό,τι αφορά στην Ευρωζώνη οι βασικοί οικονομικοί δείκτες της βρίσκονται σταθερά επί μήνες σε αρνητικό πρόσημο και στέλνουν σήμα πως η οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου «βυθίζεται» στην ύφεση. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία και τονίζουν κορυφαίοι οίκοι στις αναλύσεις τους, είναι ότι το 2024 θα είναι η χρονιά όπου ο αντίκτυπος από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και των άλλων κεντρικών τραπεζών, θα είναι ισχυρός στην ευρωπαϊκή οικονομία και το επιχειρείν.
Πιο καθησυχαστική πάντως εμφανίζεται η Deutshe Bank, η οποία υποστηρίζει ότι ακόμη και σε περίπτωση ήπιας ύφεσης, η ευρωπαϊκή αγορά θα κάνει ράλι άνω του 12%. Σημειώνει ότι οι αποτιμήσεις των ευρωπαϊκών μετοχών είναι ακόμα πολύ χαμηλές και ως εκ τούτου διαθέτουν πολλά περιθώρια ανόδου σε σχέση με την πραγματική τους αξία.