Ο θρίαμβος Πούτιν και ο χρησμός για την επόμενη μέρα

Οι πολίτες επικύρωσαν με ποσοστό 77,92% τη συνταγματική αναθεώρηση, γεγονός που επιτρέπει στον Ρώσο πρόεδρο να επεκτείνει κι άλλο την παραμονή του στο τιμόνι της χώρας. Η ηθελημένη ασάφειά του για το τι μέλλει γενέσθαι και οι εκπλήξεις που έρχονται

Το Κρεμλίνο δεν κρύβει την ικανοποίησή του για το επιβλητικό αποτέλεσμα στο εβδομαδιαίας διάρκειας, λόγω κορονοϊού, δημοψήφισμα, που τερματίστηκε την 1η Ιουλίου και χαρακτηρίζεται «θρίαμβος εμπιστοσύνης στον πρόεδρο Πούτιν», καθώς οι προτεινόμενες αλλαγές στο σύνταγμα υπερψηφίστηκαν με 77,92% έναντι 21,27% των συμμετεχόντων που τις καταψήφισαν.

Επειτα από μία 20ετία κυριαρχίας του Βλαντιμίρ Πούτιν στη ρωσική πολιτική σκηνή (16 ως πρόεδρος και 4 ως πρωθυπουργός) και με τη θητεία του να λήγει το 2024, λίγο πριν συμπληρώσει τα 72 του χρόνια, ο Ρώσος ηγέτης θα έχει τη δυνατότητα το επόμενο διάστημα, εφόσον όλα βαίνουν φυσιολογικά, να αποφασίσει εάν κρίνει σκόπιμο να δοκιμάσει να συνεχίσει ως πρόεδρος της χώρας ή να προωθήσει μια «πουτινική» υποψηφιότητα, ώστε να προλάβει να σταθεί στο πλευρό της ως «εγγυητής» για επαρκή χρόνο.

Με τη συνήθη αφοπλιστική ειλικρίνεια, που αγγίζει κάποιες φορές την ωμότητα στις εκφράσεις, ο Ρώσος πρόεδρος ξεκαθάρισε πριν από την ψηφοφορία ότι δεν έχει λάβει οριστικές αποφάσεις και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να είναι ξανά υποψήφιος για την προεδρία. Εξήγησε μάλιστα ότι η ηθελημένη ασάφεια είναι (για άλλη μια φορά) επιλογή του, έτσι ώστε να εργαστούν «ρυθμικά» έως το τέλος της θητείας του όλα τα επίπεδα της κρατικής μηχανής και να μη δοθεί χρόνος στα στελέχη του ρωσικού Δημοσίου να «παίζουν με τα μάτια», αναζητώντας ποιος θα μπορούσε να είναι ο διάδοχός του, ώστε αναλόγως να προσαρμοστούν.

Η αναπαραγωγή της ρωσικής γραφειοκρατίας είναι ακόμη μία από τις πολλές ιδιομορφίες του ρωσικού πολιτικού συστήματος, που φυσικά «παίζει στα δάχτυλα» η πηγή του, το Κρεμλίνο, και αδυνατούν να κατανοήσουν πολυάριθμα διεθνή ΜΜΕ και οι ανταγωνιστικές με τη Ρωσία δυτικές πρωτεύουσες, οι οποίες εξαγγέλλουν από το 2000 την κατάρρευση του «πουτινικού» οικοδομήματος, αγωνίζονται με κάθε τρόπο να το πετύχουν, στρέφοντας εναντίον του όλων των ειδών τις κατηγορίες, ακόμη και για ειδεχθή εγκλήματα, αλλά καταφέρνουν εντέλει το ακριβώς αντίθετο: να το ισχυροποιήσουν και να το νομιμοποιήσουν πλήρως, ακόμη και εκεί που θα είχε λόγους να δυσκολεύεται…

Ενοχλήσεις

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόσωπο του Βλαντιμίρ Πούτιν προκαλεί με την πάροδο του χρόνου όλο και μεγαλύτερη κόπωση, ειδικά στις νεότερες γενιές, που δεν έχουν γνωρίσει άλλη κεντρική πολιτική φιγούρα (επομένως αδυνατούν και να συγκρίνουν), όπως και εντονότερη ενόχληση σε επιχειρηματικά στρώματα και στη φιλοδυτική διανόηση που κυριαρχεί στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, όπου και παραδοσιακά είναι χαμηλότερα τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές και στήριξης των επιλογών του Κρεμλίνου.

Δεν είναι μυστικό ότι ένα από τα κορυφαία κοινωνικά αιτήματα, που δεν φαίνεται να μετριάζει αισθητά η διακυβέρνηση Πούτιν, είναι η ακραία διαφθορά και το τεράστιο άνοιγμα της «ψαλίδας» μεταξύ φτωχών και πλουσίων, με πολλούς από τους τελευταίους να «καταγράφονται» ως στενό φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον του Ρώσου προέδρου, ο οποίος ωστόσο υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία τη λαϊκή, εργατική του καταγωγή και το ενδιαφέρον του για την καλύτερη δυνατή προστασία όλων των πολιτών.

Πράγμα που εν πολλοίς επιβεβαιώθηκε από τη συγκριτικά επιτυχέστατη έως τώρα διαχείριση της πανδημίας, με κινητοποίηση όλων των εφεδρειών του κράτους, εν μέρει και των ενόπλων δυνάμεων. Παρ’ όλη την κοινωνική «γκρίνια» για το Κρεμλίνο, που καταγράφεται επιμελώς και με επιστημονική ακρίβεια από τους δημοσκόπους του, καθώς αυξομειώνεται αναλόγως των επιτυχιών και των προβλημάτων της Ρωσίας, μόνο κάποιος εξαιρετικά κακοπροαίρετος δεν θα κατέγραφε τις εντυπωσιακές επιτυχίες της χώρας κατά την 20ετία Πούτιν, σε σύγκριση με την απόλυτη κατάρρευση στην οποία την παρέλαβε στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Η τεράστια πρόοδος σε πολλούς τομείς και το μείγμα στήριξης-ανοχής των πολιτών μπροστά σε μια ανύπαρκτη, γραφική ή ξεπουλημένη σε δυτικές πρεσβείες αντιπολίτευση, με τη χρήση όλου του κρατικού μηχανισμού προς όφελος του κόμματος-κράτους, είναι που εξασφαλίζουν και τη σχεδόν ακλόνητη πολιτική κυριαρχία του.

Η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση, που μαζί με τις συνήθεις ξένες πρεσβείες έχουν «βγει στα κάγκελα» και διαμαρτύρονται πιο αισθητά για το αποτέλεσμα του πρόσφατου δημοψηφίσματος, έφτασε να κάνει λόγο ως και για «τη μέγιστη αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος στην Ιστορία», επιστρατεύοντας φυσικούς επιστήμονες-στατιστικολόγους (!), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι έως και 22 εκατ. (!) ψήφοι προστέθηκαν ψευδώς υπέρ του «ναι» κατά την ψηφοφορία και την καταμέτρηση των αποτελεσμάτων.

Αναπόδεικτες κατηγορίες 

Ωστόσο δεν παρουσιάζουν παρά μόνο μεμονωμένα και αμφιλεγόμενα παραδείγματα παρατυπιών και, βέβαια, δεν συσπειρώνουν πάνω από μερικές εκατοντάδες διαδηλωτές στις συγκεντρώσεις τους, οι οποίες, όπως έδειξε η εμπειρία, αντιμετωπίζονται με πολύ λιγότερη βία από το σύνηθες στις περισσότερες δυτικές πρωτεύουσες.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής της Ρωσίας, με συμμετοχή περί το 68% του εκλογικού σώματος, υπέρ των τροπολογιών «Πούτιν» στο σύνταγμα ψήφισαν περίπου 58 εκατ. πολίτες και «κατά» περίπου 16 εκατ. Δυστυχώς για την αντιπολίτευση (δεν είναι τυχαίο που παραμένει εξωκοινοβουλευτική), ακόμη και αν αφαιρεθούν και τα 22 εκατ. των αναπόδεικτα «πλαστών» ψήφων, το Κρεμλίνο διαθέτει επαρκέστατη πολιτική βάση, κατ’ αναλογία πολλαπλάσια των «νομίμων» κυβερνήσεων στις δυτικές δημοκρατίες.

Παρά τις προφανείς δυσκολίες της, η Ρωσία μοιάζει ακόμη ικανή να συνεχίσει την πολιτική της επίμονης υπεράσπισης των συμφερόντων της διεθνώς και του σταδιακού εκσυγχρονισμού της οικονομίας και της κοινωνίας της με στιβαρό, κεντρικό έλεγχο των εξελίξεων. Μείνετε συντονισμένοι, γιατί μετά τη σταθεροποίηση ακολουθούν συνήθως εκπλήξεις

Ακολουθήστε το The Indicator στο Google news

Σχετικά Νέα